Τα τσιαττιστά τα δίστιχα της Κύπρου τα τραγούδια, λαγούτο παίζει και βιολί κι ευφραίνετ” η καρδία.

     Τα τσιαττιστά είναι αυτοσχέδια ποιητικά δημιουργήματα στιγμιαίας έμπνευσης, διαγωνιστικού χαρακτήρα, τα οποία ανήκουν στην κυπριακή παράδοση. Οι δύο τραγουδιστές που ανταγωνίζονται προσπαθούν να παραβγούν και να εξουδετερώσουν τον αντίπαλο τους με εφευρετικά και σατιρικά δίστιχα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η ονομασία τους προέρχεται από την τουρκική λέξη τσαττιμάκ, που σημαίνει ότι βρίσκομαι σε αντιπαράθεση με κάποιον, ενώ υπάρχει και η άποψη ότι προέρχεται από την ενετική τσιαττούλα, το συνταίριασμα. Από το 2011 τα τσιαττιστά ανήκουν στον Παγκόσμιο Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO,  ως «tsiattista poetic dueling».

            Τα τσιαττσιτά αποτελούν ιαμβικά δεκαπεντασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα με δύο ημιστίχια, ένα των οχτώ συλλαβών και ένα των επτά.

«Ε άδρωπε πού μασ εσαι ν αρπάξεις, να στοιβάσεις,

την γην να κάμεις μάλιν σου, τον κόσμον ν αγκαλιάσεις.

Σάν έρκεσαι, χαρρεύκεσαι τόν κόσμον εννά φάεις,

μμά πάλε πίσω νηστικός, σάν ηρτες, εννά πάεις

Τρεις εν οι μέρες σου που ζιείς στη γην τζιαί βασιλεύκεις

τη μια μωρόν, στες δκυό σαι νιος, στες τρεις γερνάς τζιαί φεύκεις»

Σε ορισμένες παραλλαγές, το πρώτο διπλασιάζεται και αντί για τριάντα, το τσιαττιστό έχει σαρανταέξι συλλαβές και ονομάζεται «ανάμνηση». Το περιεχόμενο τους είναι σκωπτικό, φιλοσοφικό, ξενιτιάς, παροιμίας, αλλά κυρίως ερωτικό.

Κατά την πρακτική των τσιαττιστών, οι οργανοπαίχτες παίζουν μια απλή μελωδία ως εισαγωγή, ώστε να μπορούν οι τσιαττιστές να σκεφτούν και να απαντήσουν στον αντίπαλό τους γρήγορα και ουσιαστικά. Το λαούτο συνοδεύει και συμβάλλει στην διατήρηση του σταθερού παλμού. Το βιολί, ωστόσο, βοηθάει τον ερμηνευτή να τραγουδάει σε σωστό τόνο. Κάθε νότα αντιστοιχεί και σε μία συλλαβή. Σπανίως, εντοπίζουμε και ταμπουτσά, ένα μεγάλο δερμάτινο, χωρίς τρύπες, κόσκινο.

Πριν την έναρξη του δίστιχου, οι ερμηνευτές λένε «εεεεεε!», για να τραβήξουν την προσοχή των ακροατών. Οι άντρες δικαιούνται να τσιαττίζουν μεταξύ τους σε δημόσιο χώρο, ενώ με τις γυναίκες μόνο στο σπίτι.  Επίσης, στα γλέντια, επιτρέπεται και μεταξύ των γυναικών το τσιάττισμα, χωρίς όμως να προσβάλλουν η μία την άλλη.

Η μεγαλύτερη λαϊκή γιορτή των τσιαττιστών είναι ο Κατακλυσμός, ένας διαγωνισμός, με έντονο το στοιχείο του ανταγωνισμού, στοιχείο που απουσιάζει από τις μαντινάδες της Κρήτης και τα πεισματικά των Δωδεκανήσων. Οι νικητές, δηλαδή όσοι θα καταφέρουν να αντιπαραθέσουν στους αντιπάλους τους, λαμβάνουν βραβεία. Ταλαντούχοι τσιαττιστές μπορεί να είναι και αναλφάβητοι άνθρωποι, οι οποίοι τραγουδούν φιλοσοφίες, επειδή έχουν σπουδαία σχέση με τις εικόνες, τον παλμό και το ρυθμό της φύσης και της πραγματικότητας.

Ιδιαίτερη σημασία στα τσιαττιστά είχαν δώσει ο Κωνσταντίνος Καβάφης από την Αλεξάνδρεια και ο Γεώργιος Σεφέρης από τη Σμύρνη. Οι δύο Έλληνες ποιητές είχαν καταγράψει κάποια δίστιχα. Ο Καβάφης, μάλιστα, το είχε ενσωματώσει, στο λεξικό που έγραφε ο ίδιος το 1917 με τις σπάνιες λέξεις, ως παράθεμα.

Στην σημερινή εποχή, τα τσιαττιστά έχουν αρχίσει να χάνουν τον αρχικό στόχο της δημιουργίας τους και της υψηλής τους ποιότητας, καθώς οι νέοι εκφράζουν μόνο λόγια ή συναισθήματα που δεν παραπέμπουν σε εικόνες. Τα τσιαττιστά λειτουργούν πλέον ως μέσο καθημερινής επικοινωνίας, στα κουρεία, τα καφενεία και την αγορά, όπου οι άνθρωποι μιλάνε τσιαττίζοντας.

Μαρίνα Ναβροζίδου

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης