Γεννήθηκε περίπου το 580 π.Χ. και ως επικρατέστερος τόπος γεννήσεως θεωρείται η νήσος Σάμος. Επειδή οι περισσότερες πληροφορίες γράφτηκαν πολλούς αιώνες μετά τον θάνατό του, πολύ λίγες αξιόπιστες πληροφορίες είναι γνωστές γι” αυτόν.
Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν πως πατέρας του είναι ο Μνήσαρχος και μητέρα του η πανέμορφη Πυθαΐς, διαφωνούν όμως ως προς την καταγωγή του Μνησάρχου, γιατί άλλοι λένε ότι ήταν Σάμιος, ενώ ο Νεάνθης στο Ε” βιβλίο των «Μυθικών» γράφει πως ήταν Σύρος, από την Τύρο της Συρίας. Όμως, η επικρατέστερη εκδοχή μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων θέλει τον Μνήσαρχο όχι μόνον Σάμιο αλλά και απόγονο του Αγκαίου, του πρώτου αποικιστή της Σάμου.
Λέγεται πως ο Αγκαίος, που κατοικούσε στη Σάμη της Κεφαλληνίας είχε γεννηθεί από τον Δία. Σε αυτόν δόθηκε χρησμός από την Πυθία να συγκεντρώσει αποίκους από διάφορα μέρη της Ελλάδας, και αφού γίνει αρχηγός τους, να αποικήσει ένα νησί, που ονομαζόταν Μελάμφυλλος εξαιτίας της ευφορίας του εδάφους και της καλλιεργήσιμης γης του, και να ονομάσει την πόλη που θα ιδρύσουν Σάμο, από τη Σάμη της Κεφαλληνίας. Ο Ιάμβλιχος παραδίδει τον εν λόγω χρησμό κάπως έτσι:
«Αγκαίε, την θαλασσίαν νήσον Σάμον αντί της Σάμης σε διατάσσω να οικήσης. Φυλλίς δε ονομάζεται αύτη».
Κάποιος Σάμιος ποιητής ισχυρίζεται ότι ο Πυθαγόρας ήταν γιος του Απόλλωνα και αναφέρει τα εξής σχετικά: «Τον Πυθαγόρα, που γέννησε από τον Απόλλωνα τον φίλο του Διός, η Πυθαΐς, η ομορφότερη μεταξύ των Σαμίων».
Η φήμη αυτή επικράτησε για τον εξής λόγο: Όταν ο Μνήσαρχος βρέθηκε στους Δελφούς για εμπορικούς λόγους, μαζί με την γυναίκα του που δε γνώριζε ακόμη ότι ήταν έγκυος, ζήτησε χρησμό από την Πυθία σχετικά με το επικείμενο ταξίδι του προς την Συρία. Η Πυθία χρησμοδότησε ότι αυτός μεν θα δοκιμάσει μεγάλη ευχαρίστηση και θα αποκτήσει πολλά χρήματα, η δε γυναίκα του ότι εγκυμονεί ήδη και πως θα γεννήσει παιδί που θα διαφέρει κατά την ωραιότητα και τη σοφία από όλους τους ανθρώπους και θα καταστεί πάρα πολύ ωφέλιμο στο ανθρώπινο γένος. Ο Μνήσαρχος μετονόμασε μάλιστα την γυναίκα του από Παρθενίδα σε Πυθαΐδα μετά το χρησμό. Κατόπιν επιχείρησε το ταξίδι που σχεδίαζε έχοντας λάβει τόσο ευνοϊκή προτροπή, με αποτέλεσμα όσο βρισκόταν στην φοινικική Σιδώνα να γεννήσει η Πυθαΐδα το γιο τους. Ο Μνήσαρχος ονόμασε το νεογέννητο Πυθαγόρα όπως είχε προφητεύσει ο Πύθιος Απόλλωνας.
Ο νεαρός Πυθαγόρας διακρίνονταν για την μεγάλη σεμνότητα και σωφροσύνη του και έγινε όμορφος στην εμφάνιση πολύ περισσότερο από άλλους νέους. Απολάμβανε δε κάθε είδους σεβασμό ακόμη και από τους πολύ μεγαλύτερούς του σε ηλικία πολίτες. Όταν ομιλούσε μετέστρεφε τους πάντες με το μέρος του και ήταν αξιοθαύμαστος. Έκανε τα πάντα με μειλιχιότητα, δίχως να κυριεύεται από οργή, ούτε από ζήλια. Δεν ήταν ποτέ εριστικός, ούτε επιπόλαιος. Μεγάλη θρησκευτικότητα χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του και ακολουθούσε ιδιαίτερα σημαντικές δίαιτες, με ισορροπία ψυχής και εγκράτεια σώματος.
Ο Πυθαγόρας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και μαθήτευσε δίπλα σε πολλούς σοφούς άνδρες της εποχής εκείνης. Είχε φθάσει σε ηλικία 18 ετών όταν έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες και αναδείχτηκε ολυμπιονίκης στην πυγμαχία. Εκείνη την περίοδο στη Σάμο επικράτησε το τυραννικό καθεστώς του Πολυκράτη. Τότε λοιπόν προβλέποντας ότι η τυραννία θα εμπόδιζε τα σχέδια και την φιλομάθειά του αποφάσισε να ταξιδέψει στην Μίλητο όπου σπούδασε κοντά στον Φερεκύδη, στον Αναξίμανδρο και στον Θαλή.
Στη συνέχεια πείσθηκε από τον Θαλή να μεταβεί στην Αίγυπτο όπου σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο έμεινε 22 χρόνια και τελειοποίησε τις γνώσεις του σε γεωμετρία και αστρονομία. Κατόπιν μεταφέρθηκε στη Βαβυλώνα αιχμάλωτος από τους στρατιώτες του Καμβύση, όπου συναναστράφηκε τους Μάγους, δηλαδή τους Πέρσες ιερείς και διδάχθηκε θεολογικά και αστρονομικά θέματα για άλλα 12 έτη. Επέστρεψε στην Σάμο σε ηλικία 56 ετών και κατασκεύασε ένα ημικυκλικό διδασκαλείο που διατηρήθηκε για αιώνες με την ονομασία «ημικύκλιο του Πυθαγόρα». Επιχείρησε να μεταδώσει στους συμπατριώτες του τις γνώσεις του, όμως δεν βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε, γιατί οι Σάμιοι ούτε μεγάλο ενδιαφέρον έδειξαν ούτε και ακολουθούσαν τις διδασκαλίες του στον τρόπο ζωής τους.
Ο Πορφύριος όμως παραλαμβάνοντας την πληροφορία από τον Αριστόξενο αναφέρει πως ήταν περίπου 40 ετών όταν έφυγε από τη Σάμο ο Πυθαγόρας για να μετοικήσει στην νότια Ιταλία, έχοντας την γνώμη πως πατρίδα του είναι η χώρα όπου βρίσκονται οι περισσότεροι άνθρωποι με διάθεση για να μάθουν. Προτού φτάσει στην Ιταλία, πέρασε από Δελφούς, Δήλο και Κρήτη, όπου είχε συναντήσεις με σοφούς της εποχής. Σύμφωνα πάλι με τον Πορφύριο στους Δελφούς μαθήτευσε δίπλα στην ιέρεια Θεμιστόκλεια. Ο σεβασμός του προς την δασκάλα του και τις γνώσεις της ήταν τέτοιος που τον έκανε να οραματιστεί ένα είδος φιλοσόφου χωρίς περιορισμούς φύλου.
Όταν έφθασε στην Ιταλία εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα, όπου ξεκίνησε να διδάσκει τους νέους, οι οποίοι γοητεύθηκαν από τον λόγο του και τον ακολούθησαν αθρόα κάνοντας την φήμη του να μεγαλώνει αστραπιαία. Ύστερα τον ακολούθησαν και οι γυναίκες και έτσι ιδρύθηκε από αυτόν σύλλογος γυναικών.
Πολλές από τις μαθήτριες του μάλιστα έγιναν και οι ίδιες σημαντικές φιλόσοφοι όπως η Θεανώ (που την παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία και απέκτησε μαζί της τρείς κόρες και ένα γιο), η Ασπασία, η Περικτιόνη (η μητέρα του Πλάτωνα), κ.α. Ερχόταν από πολλά μέρη για να τον ακούσουν και αρκετοί Έλληνες ενθουσιάστηκαν τόσο μαζί του που δεν επέστρεψαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους έκτισαν ένα τεράστιο οίκημα ομαδικής ακροάσεως, το Ομακοείον (το πρώτο πανεπιστήμιο στον κόσμο). Σε κοντινές περιοχές ίδρυσαν μικρές πόλεις που αποτέλεσαν την βάση για την Μεγάλη Ελλάδα της Ιταλίας.
Η σχολή του Πυθαγόρα είχε ηθικοθρησκευτική, επιστημονική και πολιτική μορφή, τα μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της Ιταλίας. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας ταξίδευε σε Ιταλία και Σικελία, κι όταν έβρισκε μια πόλη υπόδουλη σε κάποια άλλη, προέτρεπε τους κατοίκους της να κάνουν τα πάντα για να απελευθερωθούν.
Οι ιδέες των Πυθαγορείων προκάλεσαν την οργή και τον φθόνο των πολιτικών τους αντιπάλων οι οποίοι κατέφυγαν στην συκοφαντία και στην βία. Τους κατηγόρησαν πως ετοίμαζαν τάχα τυραννίδα και επιτέθηκαν σε μια τους συγκέντρωση, συνέλαβαν πολλούς από αυτούς και στις συμπλοκές που ακολούθησαν σε ολόκληρη την πόλη δολοφόνησαν πολλούς άλλους. Ο Πυθαγόρας σύμφωνα με μία εκδοχή δολοφονήθηκε σε αυτές τις συμπλοκές. Σύμφωνα με μία άλλη, κατέφυγε στο Μεταπόντιο όπου εκεί λέγεται ότι τελείωσε τη ζωή του, αποσυρόμενος στο ιερό των Μουσών και παραμένοντας για σαράντα ημέρες δίχως τροφή, εξαιτίας της λύπης του για το διωγμό των πυθαγορείων και της δολοφονίας της πλειοψηφίας αυτών. Πέθανε περίπου το 496 π.χ. σε ηλικία περίπου 84 ετών.
Μαρία Τσινόγλου