Η Εκπαιδευτική Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) αποτελεί σημαντικό εξειδικευμένο διεθνή οργανισμό του ΟΗΕ. Στόχος του Οργανισμού αυτού είναι η παγίωση της παγκόσμιας ειρήνης μέσα από την επικοινωνία των λαών δια της εκπαίδευσης, των φυσικών και κοινωνικών επιστημών και του πολιτισμού. Ο χαρακτηρισμός-τίτλος Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, απονέμεται σε μνημεία, κτίσματα ή τοποθεσίες, τα οποία διακρίνονται παγκοσμίως για την ιστορική, πολιτιστική, καλλιτεχνική ή περιβαλλοντική σημασία τους. Το πρόγραμμα στοχεύει στην καταγραφή, την ονοματοδοσία και τη συντήρηση πεδίων ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας για την κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της UNESCO: «Τα μνημεία που συγκαταλέγονται στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς επιλέγονται και εγκρίνονται βάσει της αξίας τους ως τα καλύτερα παραδείγματα της δημιουργικής ευφυΐας του ανθρώπου. Αποτελούν τεκμήρια μιας σημαντικής ανταλλαγής ανθρώπινων αξιών και παρέχουν μια μοναδική ή τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτισμικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού που ζει ακόμα ή έχει εξαφανισθεί. Είναι άμεσα συνδεδεμένα με σημαντικά στάδια της ανθρώπινης ιστορίας και για το λόγο αυτό έχουν εξέχουσα οικουμενική αξία και αποτελούν τμήμα της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας». Η Ελλάδα συμμετέχει προνομιακά στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Το πρώτο μνημείο της ελληνικής επικράτειας που εντάχθηκε στον κατάλογο της UNESCO ήταν ο Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα, το 1986. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας. Ο ναός ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ;) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό, ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας. Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.
Ο Αρχαιολογικός Χώρος των Δελφών (1987) βρίσκεται σε απόσταση 400μ. από το σύγχρονο χωριό των Δελφών. Ο σύγχρονος δρόμος οριοθετεί και χωρίζει τα δύο ιερά της αρχαιότητας, το Ιερό της Αθηνάς Προναίας στα νότια και το Ιερό του Απόλλωνα στα βόρεια. Το ιερό της Αθηνάς Προναίας περιλαμβάνει τη Θόλο, τους ναούς της Αθηνάς Προναίας και δύο τουλάχιστον θησαυρούς, ενώ πλάι του στέκει το εντυπωσιακό γυμνάσιο. Το Ιερό του Απόλλωνα διατρέχει η Ιερά Οδός, κατά μήκος της οποίας είχαν σταδιακά οικοδομηθεί οι Θησαυροί των ελληνικών πόλεων και ανεγερθεί αναθήματα και μνημειακά γλυπτά σύνολα. Η Ιερά Οδός απολήγει στο Ναό του Απόλλωνα, όπου βρισκόταν στην αρχαιότητα και το μαντείο, ενώ το Θέατρο υψώνεται επάνω από τον ιερό χώρο.
Η Ακρόπολις Αθηνών (1987) αποτελεί έναν από τους πιο εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους στον κόσμο. Η κορυφαία αρχιτεκτονική της, με τον Παρθενώνα να δεσπόζει, αντικατοπτρίζει την ακμή της αρχαίας ελληνικής τέχνης και πολιτισμού. Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεσή του εργάσθηκαν πολλοί Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη.
Το Άγιο Όρος (1988), η αλλιώς η Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, που βρίσκεται στη χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής, στη Μακεδονία. Περιλαμβάνει 20 Ιερές Μονές, τα εξαρτήματά τους και διάφορα καταστήματα και υπηρεσίες. Οι 20 Ιερές Μονές διαιρούνται σε πέντε τετράδες, καθεμιά από τις οποίες ασκεί ανά πενταετία για ένα έτος την Ιερά Επιστασία. Τα Μοναστικά ιδρύματα του Αγίου Όρους διακρίνονται σε έξι τάξεις: τις Ιερές Μονές, τις Σκήτες, τα Κελιά, τις Καλύβες, τα Καθίσματα και τα Ησυχαστήρια.
Αρχαιολογικός Χώρος Επιδαύρου (1988). Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου είναι κτισμένο στους πρόποδες των ορέων Αραχναίο, Κορυφαίο και Τίθιο, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Ασκληπιός όπου η λατρεία του ξεκίνησε εκεί για πρώτη φορά τον 6ο π.Χ. αιώνα. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου έγινε το πιο φημισμένο από όλα τα ασκληπιεία της αρχαίας Ελλάδας, εξαιτίας των πολλών και σοβαρών περιπτώσεων που γιατρεύτηκαν εκεί. Η έκτασή του ήταν πολύ μεγάλη και διάθετε ξενώνες, γυμναστήριο, στάδιο και το περίφημο, για την ακουστική του, Θέατρο. Το αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου αποτελεί ένα αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής και ακουστικής. Χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για θεατρικές παραστάσεις και μουσικές εκδηλώσεις.
Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης (1988). Λόγω της σημασίας της Θεσσαλονίκης κατά την παλαιοχριστιανική και βυζαντινή περίοδο, η πόλη περιέχει αρκετά παλαιοχριστιανικά μνημεία που συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την Σερβία. Η εξέλιξη της αυτοκρατορικής βυζαντινής αρχιτεκτονικής και η ευημερία της Θεσσαλονίκης συμβαδίζουν, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όταν η πόλη συνέχιζε να ακμάζει. Παρά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1430, τα παλαιοχριστιανικά μνημεία δεν καταστράφηκαν. Το 1988 δεκαπέντε μνημεία, που χρονολογούνται από τα Παλαιοχριστιανικά Χρόνια (4ος αι. μΧ) εως και την Υστεροβυζαντινή Περίοδο (13ος – 14ος αι.), εντάχθηκαν στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Τα Μετέωρα (1988) είναι ένα σύμπλεγμα από σκοτεινόχρωμους βράχους από ψαμμίτη οι οποίοι υψώνονται έξω από την Καλαμπάκα, στον νομό Τρικάλων στη Θεσσαλία.Τα μοναστήρια των Μετεώρων, που είναι χτισμένα στις κορυφές κάποιων από τους βράχους, είναι σήμερα το δεύτερο σημαντικότερο μοναστικό συγκρότημα στην Ελλάδα, ύστερα από το Άγιο Όρος. Από τα τριάντα που υπήρξαν ιστορικά, σήμερα λειτουργούν μόνον έξι, τα οποία, από το 1988 περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Επιπλέον, τα Μετέωρα είναι προστατευόμενος βιότοπος του δικτύου Natura 2000. Το άγριο και απροσπέλαστο τοπίο αποτέλεσε πρόσφορο χώρο για τους χριστιανούς ασκητές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή σε χρονολογία που δεν είναι ακριβώς γνωστή. Το όνομα Μετέωρα αποδίδεται στον κτήτορα της μονής Μεγάλου Μετεώρου, τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, ο οποίος ονόμασε «Μετέωρο» τον Πλατύ Λίθο στον οποίο ανέβηκε πρώτη φορά το 1344.
Η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου (1988) αποτελεί έναν εκπληκτικό συνδυασμό ιστορικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Αναπτύχθηκε χωρίς συγκεκριμένο πολεοδομικό σχεδιασμό γύρω από το φρούριο-ακρόπολη της πόλης της Ρόδου, πιθανώς μετά τον σεισμό του 515. Το φρούριο διαιρείτο σε δύο διακριτά πολεοδομικά σχήματα, το Κολλακιό βόρεια και τη Χώρα νότια. Στο Κολλακιό περιλαμβάνεται ο πολύ γνωστός δρόμος των Ιπποτών, το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου ή Καστέλο, το Νοσοκομείο που έχει μετατραπεί σε μουσείο, οι ναοί του Τάγματος και άλλα σημαντικά κτήρια. Στη Χώρα βρίσκεται το τουρκικό παζάρι γύρω από το τζαμί του Σουλεϊμάν, η παλαιά αγορά και άλλα κτήρια περιηγητικού ενδιαφέροντος. Θεωρείται μία από τις αρχαιότερες ενεργές μεσαιωνικές πόλεις και σημείο συνάντησης πολλών πολιτισμών.
Η Αρχαία Ολυμπία (1989) υπήρξε το πιο δοξασμένο ιερό της αρχαίας Ελλάδας αφιερωμένο στον Δία. Στην αρχαία Ολυμπία πραγματοποιούνταν οι πανηγυρικοί αγώνες της αρχαιότητας, αποτελώντας τον πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο της εποχής. Εκεί βρισκόταν για περίπου χίλια χρόνια το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, έργο του Φειδία, το οποίο ήταν γνωστό στην αρχαιότητα ως ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Μεταξύ των πιο σημαντικών μνημείων και κτηρίων του χώρου της αρχαίας Ολυμπίας είναι ο Ναός του Δία, ο Ναός της Ήρας, το Βουλευτήριο, το Στάδιο, η Παλαίστρα και το Νυμφαίο.
Ο Μυστράς (1989), ευρισκόμενος στον Ταΰγετο, κοντά στην αρχαία Σπάρτη, υπήρξε πρωτεύουσα του βυζαντινού Δεσποτάτου του Μυστρά τον 14ο και 15ο αιώνα, βιώνοντας μία περίοδο ευημερίας και πολιτιστικής άνθησης. Η οχύρωση του βουνού και η μετεξέλιξη του Μυστρά κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο σε ισχυρό πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο συνδέεται με την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τη Δ΄ Σταυροφορία (1204). Η βυζαντινή φάση στην ιστορία του Μυστρά λήγει το 1460 με την παράδοσή του στους Τούρκους. Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου.
Η Μονή Δαφνίου (1990) βρίσκεται στο Χαϊδάρι, στις παρυφές του Όρους Αιγάλεω. Η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική της και η ιδιαίτερη ψηφιδωτή διακόσμηση του ναού της μονής, την καθιστούν ένα από τα πλέον εξαιρετικά μνημεία της βυζαντινής τέχνης. Η μονή ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα πάνω στα ερείπια του ναού του Δαφναίου Απόλλωνα ο οποίος είχε καταστραφεί από τους Γότθους το 395. Κάποιοι κίονες ιωνικού ρυθμού του αρχαίου ναού χρησιμοποιήθηκαν και πάλι, ενώ σήμερα έχει διασωθεί μόνο ένας.
Η Μονή Οσίου Λουκά (1990) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Το μοναστήρι του Οσίου Λουκά βρίσκεται στο όρος Στείρι, στη τοποθεσία όπου βρισκόταν άλλοτε ναός της Στειρίτιδας Δήμητρας και περιβάλλεται από οροπέδιο που καλύπτεται από ελαιώνα, σε ένα τοπίο ανέγγιχτο από τον χρόνο, δεν έχει αλλοιωθεί από οικιστική ή άλλη δραστηριότητα και διατηρεί την αυθεντικότητά του. Στη διάρκεια των αιώνων γνώρισε καταστροφές και λεηλασίες, ωστόσο διασώζει σπανιότατο αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό πλούτο. Εργασίες αναστήλωσης ξεκίνησαν το 1938 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και την Αρχαιολογική Εταιρία και συνεχίζονται ως σήμερα με σημαντική επιτυχία. Επιπλέον, στην κορυφή του λόφου της μονής Οσίου Λουκά υπάρχει κάστρο, χτισμένο στη θέση παλαιότερης οχύρωσης.
Η Νέα Μονή Χίου (1990) είναι ένα παλαιό ιστορικό μοναστήρι, που ιδρύθηκε το 1042 και είναι γνωστό παγκοσμίως για τα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά του. Η ίδρυση της Μονής συνδέεται με μοναστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στη θέση όπου κτίσθηκε το Καθολικό είχε βρεθεί από τρεις Χιώτες ασκητές θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Κατά το διάστημα των 1000 σχεδόν χρόνων της ύπαρξής της, η μονή δοκιμάστηκε πολλές φορές από τις καταστροφές. Οι χειρότερες όλων συνέβησαν τον 19ο αιώνα, πρώτα το 1822 με την πυρπόληση και τη λεηλασία της μονής από τους Οθωμανούς και στη συνέχεια το 1881, όταν δυνατός σεισμός κατέστρεψε κτήρια του συγκροτήματος. Από το αρχικό συγκρότημα του 11ου αιώνα, διατηρούνται σήμερα το Καθολικό, η κινστέρνα (δεξαμενή), ο πύργος, τμήμα της Τράπεζας και ο ναός του Αγίου Λουκά στο κοιμητήριο της μονής, εκτός του τείχους.
H Δήλος (1990) είναι ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός χώρος της Ελλάδας και ταυτόχρονα το μικρότερο νησί της στο οποίο ιδρύθηκε πόλη−κράτος. Βρίσκεται στο κέντρο των Κυκλάδων και εκτείνεται σε μήκος 5 χλμ., ενώ το πλάτος της δεν ξεπερνά σε κανένα σημείο τα 1.300 μέτρα. Στους αρχαίους χρόνους, ο μύθος της γέννησης του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος έκανε το νησί ιερό: κανένας θνητός δεν θα επιτρεπόταν να γεννηθεί στα χώματά του. Και, εφόσον επρόκειτο για λίκνο αθανάτων, κανένας θνητός δεν θα επιτρεπόταν ούτε να πεθάνει εκεί. Σήμερα, το νησί παραμένει μοναδικό σε ολόκληρο το γνωστό κόσμο: πουθενά δεν υπάρχει ένας τόσο μεγάλος φυσικός νησιωτικός αρχαιολογικός χώρος, τόσο μεγάλης σπουδαιότητας. Κανένα νησί στον κόσμο δεν φιλοξενεί τόσα πολλά και μνημειώδη κειμήλια αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή των αιώνων της μεγάλης ελληνικής τέχνης, σε μια έκταση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως αρχαιολογικός χώρος. Στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκονται, μεταξύ άλλων, το συγκρότημα του ιερού του Απόλλωνα και την περίφημη Λεωφόρο των Λεόντων μήκους 50 μέτρων, το θέατρο του 3ου π.Χ. αιώνα, Ιερά Ελλήνων και ξένων θεών, αφιερώματα, άνδηρα, οικίες με ψηφιδωτά, Αγορές, Βουλευτήριο, Πρυτανείο κ.ά.
Πυθαγόρειον και Ηραίον Σάμου (1992). Η αρχαία Σάμος (Πυθαγόρειο) θεωρείται μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαιότητας. Τόσο σε αυτήν όσο και στο χώρο του Ηραίου, τα παλαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούνται στην 4η χιλιετία π.Χ., δηλαδή στους Νεολιθικούς χρόνους, και εντοπίζονται στο λόφο του Κάστρου. Σημαντικά έργα που χρονολογούνται στα χρόνια εκείνα είναι ο μεγάλος ναός της θεάς Ήρας, το Ευπαλίνειο Όρυγμα και το λιμάνι.
Αρχαιολογικός χώρος Αιγών (1996). Το πιο σημαντικό αξιοθέατο της Βεργίνας είναι οι Βασιλικοί Τάφοι στην αρχαία νεκρόπολη των Αιγών. Εκεί έχει διαμορφωθεί ένα μουσείο με τα ευρήματα, ακριβώς δίπλα από τους τάφους, σκεπασμένο με χώμα, όπως ήταν και για τόσα χρόνια οι τάφοι. Εκτός από τους βασιλικούς τάφους, στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, υπάρχουν επίσης το Αρχαίο θέατρο, το Ιερό της Εύκλειας και τα Ανάκτορα.
Ιστορικό Κέντρο (Χώρα) της Πάτμου με τη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και το Σπήλαιο της Αποκάλυψης (1999). Η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου είναι Ορθόδοξο μοναστήρι που ιδρύθηκε το 1088 στην Χώρα της Πάτμου. Κτίστηκε στο σημείο που πιστεύεται τόσο από την Καθολική όσο και από την Ορθόδοξη Εκκλησία ότι ο απόστολος Ιωάννης συνέγραψε το Ευαγγέλιο και την Αποκάλυψη, κοντά στο σπήλαιο όπου είχε τα οράματα της Αποκάλυψης. Το μοναστηριακό συγκρότημα κυριαρχεί στο νησί. Ο παλιός οικισμός της Χώρας, ο οποίος συνδέεται με αυτό, περιλαμβάνει θρησκευτικά και λαϊκά κτίρια.
Αρχαιολογικοί Χώροι των Μυκηνών και της Τίρυνθας (1999) Οι Μυκήνες είναι ένας αρχαίος οικισμός με εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα. Οι βράχοι του Λιονταριού και οι θόλοι των βασιλικών τάφων αποτελούν αξιοσημείωτα αρχαιολογικά αξιοθέατα. Από τα ευρήματα γνωρίζουμε ότι ο ήπιος λόφος της Τίρυνθας κατοικείται χωρίς διακοπή από τη Νεολιθική Εποχή έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Ακμάζει ήδη στην πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Ανάμεσα στο 2700 και το 2200 π.Χ., υπήρξε εδώ μια πολυάνθρωπη και ευημερούσα πολιτεία. Το κυκλικό κτίριο με τα 27 μέτρα διάμετρο, που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου, δηλώνει αδιάψευστα τη δύναμη της πόλης. Η οχύρωση της Τίρυνθας ολοκληρώθηκε σταδιακά για να προστατεύσει το ανακτορικό συγκρότημα, τους λατρευτικούς χώρους και τα ταφικά μνημεία. Αποθήκες, εργαστήρια και κατοικίες συμπληρώνουν την εικόνα μιας πόλης που άνθισε για κοντά 2000 χρόνια, μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ.
Η Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας (2007) αποτελεί τη μοναδική τέτοιας έκτασης ελληνική πόλη που διατηρεί σχεδόν το σύνολο του ιστορικού οικιστικού ιστού της, με κτίσματα των 17ου – 19ου αι., αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία που τη διαμόρφωσε. Την εγγραφή στον κατάλογο της UNESCO (2007), συνοδεύει η «δήλωση εξαιρετικής παγκόσμιας σημασίας» που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Το σύνολο που απαρτίζουν οι οχυρώσεις και η Παλιά Πόλη της Κέρκυρας βρίσκεται σε στρατηγική θέση στην είσοδο της Αδριατικής Θάλασσας. [...] Λόγω της ιστορικής διαδρομής έχει δεχτεί πλήθος επιρροών και αποτελεί ένα μοναδικό κράμα διαφορετικών ανθρώπινων εγκαταστάσεων. [...] Σε πολλές περιπτώσεις, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπεράσπισης της Βενετικής θαλάσσιας Αυτοκρατορίας. Η Κέρκυρα αποτελεί ένα άριστο παράδειγμα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, η αξία της οποίας αποδείχθηκε εμπράκτως μέσα από την έκβαση των εκάστοτε εχθροπραξιών. Η Κέρκυρα έχει μια ιδιαίτερη ταυτότητα που αντανακλάται στο σχεδιασμό του συστήματος των οχυρώσεών της και στο κτιριακό δυναμικό της. Για όλους αυτούς τους λόγους συγκαταλέγεται στις σημαντικές Μεσογειακές οχυρωμένες πόλεις – λιμάνια.»
Αρχαιολογικός Χώρος Φιλίππων (2016). Η αρχαία πόλη των Φιλίππων ιδρύθηκε στις παρυφές των ελών που κάλυπταν το νοτιοανατολικό τμήμα της πεδιάδας της Δράμας. Η πόλη των Φιλίππων είναι ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι πρώτοι οικιστές της ήταν άποικοι από τη Θάσο, που ίδρυσαν στα 360 π.Χ. την αποικία των Κρηνίδων. Κατά την περίοδο ανάπτυξης της, στα ελληνιστικά χρόνια η πόλη απέκτησε το τείχος της, το θέατρο, δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικές κατοικίες. Η διέλευση μέσα από τους Φιλίππους της «Εγνατίας οδού», το 2ο π.Χ. αι., προσέδωσε στην πόλη μεγαλύτερη βαρύτητα καθώς τη μετέτρεψε σε σημείο αναφοράς της περιοχής. Η πόλη αρχίζει να εγκαταλείπεται στις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα εξαιτίας μεγάλων σεισμών και σλαβικών επιδρομών. Επιζεί στα βυζαντινά χρόνια, ως οχυρό φρούριο, ενώ η ερήμωσή της ολοκληρώνεται με την τουρκική κατάκτηση στα τέλη του 14ου αιώνα.
Tα Ζαγοροχώρια αποτελούν το 19ο ελληνικό μνημείο, που εντάσσεται στον σχετικό κατάλογο της UNESCO το 2023. Πλέον, το Ζαγόρι έχει αυξημένη προστασία ως μοναδικής αξίας πολιτιστικό αγαθό, αλλά και ως πολύτιμο στοιχείο του ευρύτερου περιβάλλοντος, που διατηρείται σχεδόν αλώβητο. Η εγγραφή του Ζαγορίου ως πολιτιστικού τοπίου σημαίνει ενισχυμένη προστασία του πολιτιστικού και του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς το συγκεκριμένο αγαθό αποτελεί το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης. Η περιοχή του Ζαγορίου περιλαμβάνει ένα σύνολο οικισμών εξαιρετικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, που συνδέονται μεταξύ τους με ένα μοναδικό δίκτυο λιθόστρωτων μονοπατιών και γεφυριών, που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Οι οικισμοί που περιλαμβάνουν μεγάλα ή μικρότερα αρχοντικά σπίτια, εκκλησίες διακοσμημένες με μοναδικές τοιχογραφίες, σχολεία στα οποία φοίτησαν γενιές Ζαγορησίων, απέκτησαν τη σημερινή τους ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα.
Κοκοτσή Αναστασία