Περιθωριοποίηση: ποιος φταίει;

Χαίρετε αγαπητοί αναγνώστες! Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε πάλι με τη διαφορετικότητα σε συνάρτηση με την περιθωριοποίηση που επιφέρει η λανθασμένη αντιμετώπιση και αποστασιοποίησή μας. Αυτή τη φορά θα χρησιμοποιήσουμε ως σημείο αναφοράς το γνωστό μιούζικαλ «Το Φάντασμα της Όπερας».

Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Γκαστόν Λερού, το μιούζικαλ παρουσιάζει τις περιπέτειες τριών ανθρώπων, της νεαρής σοπράνο Κριστίν Νταέ, του υποκόμη Ραούλ ντε Σανί και του φαντάσματος, ενός φρικτά παραμορφωμένου μουσικού, ο οποίος κρυμμένος στα υπόγεια του «ναού» της μουσικής, φέρει νωπές τις πληγές του παρελθόντος αλλά και του παρόντος.

Με ζοφερό παρελθόν και δυσοίωνο μέλλον, το «φάντασμα» είναι καταδικασμένο να ζει στην απόλυτη απομόνωση, παίρνοντας όμως καθημερινά την εκδίκησή του, καθώς τρομάζει τους πάντες και προκαλεί ακραία ατυχήματα, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη της αγαπημένης του Κριστίν Νταέ ως τραγουδίστριας και τα καταφέρνει καλά. Εκμεταλλευόμενος την υπόσχεση του πατέρα της ότι μετά τον θάνατό του θα της στείλει τον Άγγελο της Μουσικής, το φάντασμα τον ενσαρκώνει και η κοπέλα πιστεύει ακράδαντα πως ο σπουδαίος δάσκαλος που απογειώνει τη φωνή της είναι ο «άγγελος της υπόσχεσης».

Γοητεύεται από εκείνον και, σύμφωνα με την ταινία αλλά και το ομώνυμο βιβλίο, κάποτε αυτός τολμά να την τραβήξει στα άδυτα του ζοφερού βασιλείου του. Εκεί, η νεαρή κοπέλα τολμά να τραβήξει γεμάτη περιέργεια τη μάσκα του και, όταν αντικρίζει το παραμορφωμένο του πρόσωπο, τον αποστρέφεται με φρίκη, ενώ ο Έρικ (αυτό ήταν το αληθινό του όνομα) ανάμεσα στους αναθεματισμούς του, αποκρίνεται πως «είναι ένα τέρας το οποίο λαχταρά τον παράδεισο», εννοώντας την αποδοχή του από την Κριστίν και Συνεχίζει τραγουδώντας τους στίχους: «Τολμάς να με κοιτάξεις ή αντέχεις να με σκέφτεσαι;», όπου αντιλαμβανόμαστε πλήρως το μέγεθος του πόνου του, καθώς έχοντας αποδεχτεί ο ίδιος την αποκρουστική όψη του, ξέρει πως από εκεί και πέρα δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες για την ευτυχία του, που θα άρχιζε και θα ολοκληρωνόταν με την αγάπη της Κριστίν.

Ακολουθούν πολλά περιστατικά ώσπου τελικά η Κριστίν, αντιλαμβανόμενη την ανάγκη του για αποδοχή και αγάπη, τον φιλά και εκείνος, καταλαβαίνοντας πως δεν γίνεται να της στερεί άλλο την ελευθερία της, νιώθοντας ευτυχισμένος με την ένδειξη αγάπης της, την απελευθερώνει και καταδικάζει τον εαυτό του στην αιώνια μοναξιά.

Αναγιγνώσκοντας το βιβλίο, εισπράττουμε κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό, με αρνητική χροιά. Κάποια στιγμή, παρατίθεται το εξής: «Η μητέρα μου δεν με φίλησε ποτέ…Τρόμαζε και έφευγε από κοντά μου, όποτε έβγαζα τη μάσκα μου…». Εδώ διαφαίνεται η κατά τη γνώμη μου απαράδεκτη διαχείριση του τρόμου που προκαλεί το θέαμα ενός παραμορφωμένου προσώπου. Ο Έρικ δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα να ενσωματωθεί κάποτε στην κοινωνία, με επισφράγισμα την αντιμετώπιση της ίδιας του της μητέρας. Αυτό επαναλαμβάνουν τα παρακάτω λόγια του: «Βαρέθηκα! Θέλω ένα κοινό διαμέρισμα και μια γυναικούλα όπως όλοι! […] Μια γυναίκα να την αγαπώ και να τη βγάζω βόλτα την Κυριακή και να την έχω χαμογελαστή όλη την εβδομάδα.» Ας αναλογιστούμε τι συναισθήματα τον κατέκλυζαν όλη την άχαρη και θλιβερή ζωή του. Απομονωμένος και περιθωριοποιημένος, με την επιθυμία να απολαύσει μία φυσιολογική ζωή, επωμίστηκε τον αποτροπιασμό του κόσμου και καταδικάστηκε να καταπιέσει τη μουσική ιδιοφυία του και όλα του τα όνειρα για ευτυχία.

Το μήνυμα που εισπράττουμε είναι και πάλι να κοιτάζουμε την εσωτερική ομορφιά του άλλου και να μην στεκόμαστε στο φθαρτό περίβλημα, το σώμα. Στην περίπτωση του Έρικ, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Λόγω της μανίας του να αναδείξει την Κριστίν, κατέφυγε σε ακραία εγκλήματα. Υπάλληλοι της όπερας βρέθηκαν νεκροί εξαιτίας του. Ταλαιπωρήθηκαν πολλοί ώσπου να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει ευτυχία για την αγαπημένη του. Εδώ λοιπόν καταρρίπτεται η θεωρία περί ψυχικής ομορφιάς. Όμως, τι δηλητηρίασε την ψυχή του, για να καταλήξει ένας άκαρδος δολοφόνος; Ποιος ευθύνεται τελικά για την κατάντια του; Συνυπεύθυνοι στα εγκλήματά του υπήρξαν και όλοι όσοι τον απόδιωξαν και του φόρεσαν τον τίτλο «τέρας». Αν κάποιος τον περιέβαλλε με στοργή, δεν θα σμιλευόταν διαφορετικά ο χαρακτήρας του;

Ας μην πάμε μακριά. Άνθρωποι σαν τον Έρικ κυκλοφορούν καθημερινά ανάμεσά μας, χωρίς απαραίτητα κάποια παραμόρφωση. Είναι εκείνοι που φαίνονται ψυχροί, παραβατικοί, επικίνδυνοι ακόμα. Είναι εκείνοι που συμπεριφέρονται με σκληρότητα και δεν αποκαλύπτουν τα συναισθήματά τους. Γιατί κάποιος κάποτε τους πλήγωσε και τους καθιέρωσε ως ανάρμοστους ή αχρείαστους στην κοινωνία. Και τότε η κατάσταση εκτροχιάζεται. Και μερικές φορές καθίσταται μη αναστρέψιμη.  Ο Έρικ κατέφυγε στο έγκλημα, εγκλωβίστηκε στο σκοτάδι και βαθιά μέσα του υπέφερε. Πώς να υπάρξει ψυχική ομορφιά, όταν η ψυχή δεν την έχει λάβει, για να την γνωρίσει και να την αναπαράξει;

Σίγουρα αποτελεί δύσκολο «σπορ» να προσεγγίσεις κάποιον «Έρικ», μα ίσως θα προσφέραμε βοήθεια, αν προσπαθούσαμε εξ αρχής να μην επικρίνουμε και κατακρίνουμε. Και η πηγή του προβλήματος έγκειται περισσότερο στη μητρική αγάπη που, αν απουσιάζει, ο χαρακτήρας του ατόμου διαπλάθεται από τη φθορά της κοινωνικής απομόνωσης ή ακόμα και από λανθασμένες διεξόδους που μπορεί να επιλέξει κάποιος. Ας μην μακρηγορούμε. Μόνο ας αναρωτηθούμε: τι χρειάζεται ο άνθρωπος τελικά; Και πώς μπορεί να θεραπευτεί μια εσωστρεφής και εγωκεντρική κοινωνία που αποστρέφεται, κρίνει και κρατά τις δεύτερες ευκαιρίες για ένα σκονισμένο ράφι;

Μαρία – Σοφία Καρανίκα

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης