ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Οι ρίζες του Ιερού Ναού  Αγ. Γεωργίου Γιαννιτσών είναι αρκετά βαθιές και σχετίζονται με τον πολύπαθο ελληνισμό της προσφυγιάς της Ανατολικής Θράκης και ειδικότερα των περιοχών Στράντζας και Μαδύτου.

 Η ενορία του Αγ. Γεωργίου ανήκει διοικητικά ποιμαντικά στην Ιερά Μητρόπολη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας. Είναι δισυπόστατος Ναός   (εντός του Ιερού Βήματος υπάρχει δεύτερη Αγ. Τράπεζα) και πανηγυρίζει στη μνήμη του Αγ. Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στις 23 Απριλίου, καθώς και στη μνήμη του Αγ. Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας, στις 6 Δεκεμβρίου. Στον Ιερό Ναό είναι εφημέριοι τέσσερις ιερείς και εδρεύει επίσης η Αρχιερατική Επιτροπεία Γιαννιτσών με 38 ενορίες.

 Όταν εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες στα Γιαννιτσά δεν υπήρχε ενορία για να λειτουργήσουν και έτσι ο π. Θεόδωρος Κωνσταντινίδης , ο οποίος ήταν και αυτός πρόσφυγας από την Στράντζα, αλλά και ο πρώτος εφημέριος της μετέπειτα ενορίας του Αγ. Γεωργίου Γιαννιτσών, διαμόρφωσε ένα δωμάτιο του σπιτιού του σε εκκλησία και τοποθέτησε εκεί τα κειμήλια της πατρίδας τους. Αργότερα ένας πλούσιος άνθρωπος χάρισε στην ενορία μία αποθήκη, η οποία ήταν βολική, επειδή ήταν μεγάλη και επειδή είχε ανατολική κατεύθυνση. Έξω από την αποθήκη έχτισαν ένα ξύλινο καμπαναριό. Το Σεπτέμβριο του 1944, όταν ήρθαν οι Γερμανοί, έβαλαν πυρκαγιά και έτσι καταστράφηκε ο προσωρινός Ναός, αλλά και όλα τα έγγραφα του Ναού. Ύστερα από την πυρκαγιά ο κόσμος εξυπηρετούνταν από τις ενορίες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία χτίστηκε το 1864 και από την ενορία των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, η οποία χτίστηκε το 1908. Αυτές οι ενορίες ήταν οι μοναδικές στα Γιαννιτσά εκείνη την εποχή. Αργότερα άρχισε να χτίζεται ο σημερινός ναός του Αγίου Γεωργίου, αλλά μέχρι να δοθεί για λειτουργία, ο τότε Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρός Παντελεήμων Παπαγεωργίου διόρισε εφήμερο τον π. Θεολόγο Ηρωίδη, ο οποίος μαζί με το εκκλησιαστικό συμβούλιο κατασκεύασαν μία ξύλινη παράγκα από πισσόχαρτο δίπλα από τον σημερινό ναό. Η επίσημη τελετή θεμελίωσης του σημερινού Ιερού Ναού έγινε στις 21 Μαΐου 1948. Πολιτικός μηχανικός για το σχέδιο του Ναού ήταν ο πολύ ονομαστός για κατασκευές Ιερών Ναών, Ορλάνδος από την Αθήνα. Για την κατασκευή του Ναού, η οποία είναι όλη πέτρινη, ήρθαν εξειδικευμένα μαστόρια από την Ήπειρο. Το πάχος των τοίχων φτάνει τα 85εκ. Το μοναδικό μέρος στο οποίο χρησιμοποιήθηκε μπετόν είναι τέσσερις μεγάλοι πεσσοί, που στηρίζουν τον τρούλο, δύο κολώνες που στηρίζουν το γυναικωνίτη, καθώς και δύο κολώνες πίσω από το τέμπλο του Ιερού. Το ύψος του Ναού εσωτερικά φτάνει τα 19μ., το μήκος τα 27μ. και το φάρδος τα 18.50μ. Ο ρυθμός του Ναού είναι βασιλική σταυροειδής με τρούλο. Στο δεξιό μέρος του Ιερού υπάρχει και δεύτερη εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα προς τιμήν του Αγ. Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας.

 Ο Ναός εγκαινιάστηκε, στις 24 Μαρτίου 1957, ύστερα από 8 χρόνια εργασίας. Τότε στην ενορία ήταν εφημέριοι οι ιερείς π. Θεολόγου Ηρωίδη και π. Αθανασίου Βαμβίνη.

Μετά από κάποια χρόνια, επειδή ο πληθυσμός συνέχεια αυξάνονταν, έγινε μια προέκταση του Ναού κατά 9.5μ.

Το 1983 ο Ναός αγιογραφήθηκε κατά το κυρίως μέρος του με την παραδοσιακή τεχνοτροπία της κρητικής σχολής, από τον αγιογράφο Χριστοφάνη Βουτσινά. Το τέμπλο του Ναού είναι χτιστό και οι εικόνες του είναι αναγεννησιακής τεχνοτροπίας από τον αγιορείτικο αγιογραφικό οίκο των Καρτσωναίων.

Στα κειμήλια του Ναού συγκαταλέγονται τα από τη Στράντζα μεταφερθέντα: η εικόνα του Αγ. Γεωργίου, το Ιερό Ευαγγέλιο, δύο εξαπτέρυγα, ένα θυμιατό, δύο μυροδοχεία, καθώς και ένα ασημένιο που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν κρασί οι νεόνυμφοι στο μυστήριο του γάμου.

Στα κειμήλια ανήκει επίσης ο υπερμεγέθης Σταυρός, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στο νάρθηκα του Ναού. Ο Σταυρός είναι προσφορά του Μητροπολίτου Εδέσσης Διονυσίου. Η επίσημη υποδοχή του Σταυρού έγινε στην είσοδο της πόλης στις 25 Μαΐου 1958.

 ΜΟΥΣΤΑΚΙΔΟΥ ΑΡΕΤΗ

ΤΣΑΓΑΛΑ ΜΑΡΙΑ

 ΒΙΛΑΝΑΚΗ ΕΥΑ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης