Το παράθυρο στην Ανατολή

ΑΠΟ: 8ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΛΥΦΑΔΑΣ - Ιουλ• 01•19

 

image  Ήταν πέντε το πρωί και η Μαίρη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της, εμφανίζονταν μπροστά της οι αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων…Σηκώθηκε  και πήγε κοντά στο παράθυρο να αγναντέψει την ανατολή του ήλιου…

Τότε θυμήθηκε την παιδική της ηλικία και το τεράστιο σπίτι που ζούσε μαζί με τουςγονείς της.

Γνώριζε πως αρχικά δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, γι’ αυτό έκαναν τάμα στην Παναγιά της Τήνου να τους δώσει ένα παιδάκι. Η προσευχή τους εισακούστηκε κι έτσι έφεραν στον κόσμο ένα υγιές κοριτσάκι που το ονόμασαν Μαρία, για να την τιμήσουν.

Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Μαίρη μεγάλωνε μες στα πλούτη και την άνεση. Ό,τι είχε το θεωρούσε δεδομένο. Το σχολείο ούτε που το νοιαζόταν. Εκεί που έδινε αξία ήταν στο…κινητό της. Πολλές φορές πέρναγε ατέλειωτες ώρες με αυτό!

Όταν έγινε είκοσι χρονών, οι γονείς της πέθαναν… Τη «μαύρη» εκείνη περίοδο η Μαίρη την πέρασε μέσα στο σπίτι της κλαίγοντας. Μετά από ένα αρκετά βασανιστικό διάστημα, συνήλθε και μην ξέροντας τι δουλειά να κάνει, άρχισε να σπαταλά την περιουσία των γονιών της, ώστε στο τέλος δεν έμεινε τίποτε…

Δουλειά δεν μπορούσε να βρει και ίσα-ίσα που έτρωγε κάτι. Πίστευε πως ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένη ήταν να βγάλει πολλά χρήματα…

«Πρέπει» σκέφτηκε « να ξαναπλουτίσω χωρίς να κουραστώ πολύ…»

Μια μέρα που περπατούσε στον δρόμο με το κεφάλι σκυφτό, απάντησε έναν ξένο, τον Τομ, που τη ρώτησε:

-Βλέπω πως είσαι πολύ στεναχωρημένη. Αν θες, πες μου τι έχεις και θα σε βοηθήσω.

-Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, αλλά αυτό που ζητώ είναι δύσκολο, είπε.

-Τι θέλεις;

-Ε, να, θέλω να πλουτίσω χωρίς να κουραστώ πολύ,είπε διστάζοντας…

-Χμμ… ψιθύρισε ο Τομ.

Λοιπόν, κοίτα τι θα κάνουμε. Θα με ακολουθήσεις και για πέντε χρόνια θα είσαι κοντά μου και θα κάνεις ό, τι σου πω. Μετά από αυτό θα σου δώσω όσα χρήματα θέλεις και θα είσαι ελεύθερη. Δέχεσαι;

Η Μαίρη σκέφτηκε: «Τι είναι πέντε χρόνια μπροστά στα πλούτη που θα αποκτήσω;».

-Δέχομαι.

Την επόμενη μέρα  βρίσκονταν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί θα έπαιρναν το τρένο και θα πήγαιναν κάπου μακριά, όπως εξήγησε ο Τομ στη Μαίρη.

Μετά από αρκετές ώρες έφτασαν  σε μια απομακρυσμένη περιοχή. Αφού περπάτησαν λίγο, βρέθηκαν σε ένα μικρό ξύλινο καλυβάκι… Άνοιξαν την πόρτα… Τα μόνα που υπήρχανμέσα ήταν μία καρέκλα,δυο κρεβάτια κι ένα τραπέζι ,ενώ ένα παράθυρο σκορπούσε στον χώρο το φως της Ανατολής!

-Εδώ θα μείνεις για πέντε χρόνια. Δεν θα βλέπεις κανέναν, παρά μόνο εμένα που θα σου φέρνω φαγητό.

Ο πρώτος χρόνος πέρασε και η Μαίρη άρχισε να βαριέται. Έτσι, αποφάσισε να ζητήσει από τον Τομ να της φέρει κάτι ν’ απασχοληθεί. Εκείνος την επόμενη μέρα της έφερε ένα βιβλίο.

Αρχικά παραξενεύτηκε, αλλά αποφάσισε να το διαβάσει. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα το τελείωσε και του ζήτησε και άλλο και άλλο… Μαζί με τα βιβλία της έφερνε και κεριά για να διαβάζει τα βράδια…

Ο Τομ της πήγαινε συνέχεια βιβλία και εκείνη απορροφημένη διάβαζε συνεχώς. Ανάμεσά τους ήταν και βιβλία μουσικής, έτσι του ζήτησε να της φέρει και όργανα να παίζει…Έμαθε πολύ καλά φλογέρα και σαξόφωνο…

Αφού πέρασαν πέντε χρόνια, μια μέρα ήρθε ο Τομ και της είπε, ανοίγοντας την πόρτα:

-Λοιπόν τα πέντε χρόνια που κανονίσαμε πέρασαν. Είσαι ελεύθερη να φύγεις! Να σου δώσω και τα χρήματα…

Η Μαίρη του απάντησε:

-Άκουσέ με, καλέ μου άνθρωπε. Αυτά τα πέντε χρόνια που έζησα εδώ, έμαθα πως η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα χρήματα. Μέσα από τα  βιβλία, έμαθα πράγματα που είναι πολυτιμότερα και από τα ακριβότερα στολίδια. Το μόνο που σου ζητώ είναι να μείνω κοντά σου…

Μιλώντας, ένα δάκρυ κύλησε από τα ροδαλά μάγουλα της Μαίρης. Ξαφνικά, έκλεισε την πόρτα κι ο Τομ την είδε να πηγαίνει στο παράθυρο:

-Τι κάνεις στο παράθυρο; τη ρώτησε.
-Βλέπω τον ήλιο να ανατέλλει, απάντησε και το πρόσωπό της έλαμψε πιο πολύ κι από τον   ήλιο!

​                                                                          Γεωργία Καρνασιώτη (Α1)

Σχολιάστε

Top