Έκλεισε τα μάτια του, γιατί είχε απογοητευτεί να βλέπει τους ανθρώπους … Δεν άντεχε άλλο την όψη τους… Γύρισε την πλάτη του, γιατί πλέον δεν μπορούσε να ανεχτεί την κατάντια τους …
Πριν χαθεί για πάντα, έριξε μια τελευταία ματιά στην θάλασσα, στα κρυστάλλινα νερά της και τα φουρτουνιασμένα κύματά της, που προσπαθούσαν να γλυτώσουν.
Τότε η θάλασσα γαλήνεψε, για μια στιγμή, σαν ν’ αποχαιρετούσε τον πιστό της φίλο. Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε κι έσκισε τον ουρανό, φέρνοντας τη μυρωδιά της αλμύρας πιο κοντά. Τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν κι ένας σκοτεινός μανδύας ξεκίνησε να τον σκεπάζει, σαν να ήθελε κι ο ουρανός με τη σειρά του να πει αντίο…
Πριν φύγει και βουτήξει στο νερό, χάιδεψε με το βλέμμα του τα βράχια που του κρατούσαν συντροφιά κάθε μέρα και η καρδιά του σφίχτηκε που αποφάσισε να φύγει, μα ο εγωισμός των ανθρώπων δεν του άφηνε άλλη επιλογή…
Η όμορφη, φωτεινή του φίλη τότε ξεπρόβαλε… πόσο την αγαπούσε! Δεν μπορούσε όμως να την αγγίξει. Μόνη του πίκρα αυτή ήταν για χρόνια… Όσο και να την αγαπούσε δεν μπορούσε ούτε αντίο να της πει… Έτσι, βούτηξε με δύναμη στη θάλασσα και χάθηκε για πάντα… Το φως του δεν είδε ποτέ ξανά τα πρόσωπα των ανθρώπων…
Μαρία Δαμηλάκη ( Γ3΄)