«Οι περιπέτειες του λύκου»

«Οι περιπέτειες του λύκου»

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος ζούσε η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα και ο καλός ο λύκος με την οικογένειά του. Ο λύκος ζούσε σε μια μεγάλη σπηλιά και η Κοκκινοσκουφίτσα σε ένα σπίτι γεμάτο λουλούδια.

Μια ηλιόλουστη μέρα βγήκε ο λύκος να μαζέψει χαμομήλια, για να πιει η οικογένειά του και κυρίως τα παιδιά του που ήταν άρρωστα.

Μόλις έφτασε στο μέρος που είχε τα χαμομήλια εμφανίστηκε η Κοκκινοσκουφίτσα, με το κόκκινο σκουφί της και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους διάφορα πράγματα.

-Γειά σου λύκε θα ήθελες να έρθεις μαζί μου;

-Ναι! Αλλά πού θα πας;

-Θα πάω σε ένα μέρος που έχει πολλά χαμομήλια.

-Εντάξει πάμε.

Όταν έφτασαν σε εκείνο το μέρος, ο λύκος είδε μόνο ένα σπίτι που ήταν καλυμμένο με λουλούδια. Είχε νυχτώσει όμως και γι’ αυτό άρχισε να ανησυχεί πολύ.

Η Κοκκινοσκουφίτσα του είπε να μπει μέσα, αλλά εκείνος ήταν διστακτικός και σκεφτικός. Παρ’ όλα αυτά όμως μπήκε. Η Κοκκινοσκουφίτσα τον ρώτησε αν ήθελε κάτι να φάει ή να πιει. Έπειτα από δυο ολόκληρες ώρες η Κοκκινοσκουφίτσα του είπε να πάνε σε ένα άλλο δωμάτιο και πάλι ο λύκος διστακτικά την ακολούθησε.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και είχε μόνο μια καρέκλα με ένα μεγάλο σκοινί. Δεν  υπήρχε πουθενά φως μα ούτε και παράθυρο. Το χειρότερο ήταν πως το πάτωμα είχε κόλλα. Τότε ο λύκος κατάλαβε πως κάτι κακό θα του συνέβαινε.

Και πράγματι έγινε! Η Κοκκινοσκουφίτσα έδεσε τον λύκο στην καρέκλα και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο λύκος δεν κατάφερε να γυρίσει στην οικογένειά του.

Πέρασαν πέντε ολόκληρες μέρες και ο λύκος δεν είχε επιστρέψει ακόμη στο σπίτι του. Η γυναίκα του και τα παιδιά του ανησύχησαν. Είδαν ότι δεν έρχεται και πήγαν να τον βρούνε. Ντύθηκαν γρήγορα και έτρεξαν.

Το μικρό τους το παιδί είδε με την άκρη των ματιών ένα σπίτι και το είπε στη μαμά του. Έτρεξαν γρήγορα εκεί και χτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε η Κοκκινοσκουφίτσα. Την ρωτήσανε αν είδε πουθενά τον λύκο. Εκείνη τους απάντησε πως τον είδε και τους κάλεσε να περάσουν μέσα στο σπίτι.

Η Κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε πως ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκανε και μετάνιωσε. Έτσι πήγε τον έλυσε και τον οδήγησε στην οικογένειά του. Όταν αντίκρυσαν τον λύκο έτρεξαν τα μικρά και η μαμά τους και όλοι μαζί αγκαλιάστηκαν. Έπειτα έφυγαν και γύρισαν στο σπίτι τους.

Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Αναστασία Μπαμπαλή

Σχολιάστε

Top