του Γιώργου Χατζηβασιλείου
Πρωί 8:15 ξανακούγεται ο εκνευριστικός ήχος του ξυπνητηριού. Μία ακόμη ίδια μέρα ξεκινάει. Αγουροξυπνημένος έρχομαι αντιμέτωπος με τα προβλήματα της καθημερινότητας, που δεν είναι άλλα από το να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, να κάνω τέσσερα ολόκληρα βήματα και να ανοίξω την υπολογιστή μου. Νομίζω πως το έχω μάθει απ’ έξω αυτό το δρομολόγιο, ούτως ή άλλως μετά από έναν χρόνο και κάτι διαδικτυακών μαθημάτων το κάνω και με κλειστά τα μάτια. Η ίδια ρουτίνα κάθε μέρα. Μέσα σε δέκα λεπτά από την ώρα που ξυπνάω πρέπει να προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου και να πάρω θέση για μάθημα, πατώντας τον σύνδεσμο του καθηγητή που έχουμε την πρώτη ώρα, ενώ ταυτόχρονα ανοίγω το κινητό μου για να δω τις τελευταίες ειδοποιήσεις.
Το πρωινό πάντα παίρνει θέση στο γραφείο μου στα μέσα της πρώτης ώρας για να το φάω κατά τη διάρκεια της. Όσον αφορά στο πρωινό έχω ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα το οποίο δεν έχει λύση. Πάντα έχω τον φόβο ότι την ώρα που το τοστ είναι μπουκωμένο μέσα στο στόμα μου, σε σημείο να μην μπορώ να πάρω ανάσα, θα μου ζητήσει ο καθηγητής να πω μάθημα. Δυσάρεστες εμπειρίες… Γενικά οι πρώτες τρεις ώρες είναι οι πιο δύσκολες ό,τι μάθημα και αν έχω, διότι μόνο σωματικά είμαι ξύπνιος ενώ ψυχικά κοιμάμαι ακόμα, και δεν νομίζω να είμαι ο μόνος.
Ενώ έχουν περάσει τόσοι μήνες τηλεμαθημάτων και βρισκόμαστε στη τελική ευθεία για τις διακοπές του Πάσχα, φτάνει η μέρα Πέμπτη. Εξάωρο, σχετικά χαλαρό πρόγραμμα με εξαιρέσεις, τελευταίες μέρες της εβδομάδας, γεμάτος αυτοπεποίθηση ξυπνάω το πρωί για να ξεκινήσω την μέρα μου. Όπως κάθε μέρα, σηκώθηκα και κάθισα στο γραφείο μου για να ξεκινήσει η πρώτη διδακτική ώρα. Νυσταγμένος έπρεπε να βρω τρόπο να παρακολουθήσω το μάθημα αλλά και να συμμετέχω κιόλας, διότι η έλλειψη συμμετοχής μου στερεί βαθμούς (βαθμοθηρικό ακούστηκε αυτό!). Ενώ το γνωρίζω αυτό συνεχίζω ακάθεκτος, αν και με ενοχές, να κοιτάω το κινητό μου. Το θετικό είναι ότι μπορώ και ακούω ταυτόχρονα την παράδοση του μαθήματος χωρίς να χάνω την ροή του. Οι πρώτες ώρες περνάνε τόσο γρήγορα που, πλέον, σκέφτομαι το κοτόπουλο στον φούρνο με πατάτες που θα φάω το μεσημέρι. Έλα, όμως, που κάθε μέρα μας επιφυλάσσεται και μια δυσάρεστη, συνήθως, έκπληξη.
Κάποια στιγμή φτάνει και η τρίτη ώρα, είχα ήδη αργήσει να μπω στο μάθημα ένα-δύο λεπτά καθώς το ρολόι του σαλονιού πάει πίσω. Τρέχοντας βιαστικός μπαίνω στο δωμάτιο μου, κάθομαι στο γραφείο μου και πατάω τον σύνδεσμο της φιλολόγου μας. Η ίδια μας υποδέχτηκε όλους θερμά και ξεκινήσαμε το «μάθημα» με συζητήσεις υψηλού επιπέδου με τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Μετά από αρκετή ώρα ξεκίνησε και η παράδοση του μαθήματος. «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ήταν το μάθημα μας στο οποίο θα γράψουμε και διαγώνισμα.
Ενώ η ώρα έφτασε προς το τέλος της, το «ρολόι» της τάξης μας, ο Γιάννης τον οποίο εμείς είχαμε ορίσει, για ακόμα μια φορά, ξέχασε να ενημερώσει ότι απομένουν πέντε λεπτά. Δημιουργήθηκε έντονη αναστάτωση και μιλούσαμε όλοι μαζί, ταυτόχρονα, κάνοντας φασαρία. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα υπομονής η καθηγήτρια μας κλείνει, με «δημοκρατικές διαδικασίες» τα μικρόφωνα μας και μας λέει να ησυχάσουμε, θέλει να μας κάνει κάποια ανακοίνωση. Διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου, καθώς την τελευταία φορά που μας είχε πει κάτι τέτοιο μας είχε αναφέρει διαγώνισμα, επομένως δεν είχα καθόλου καλό προαίσθημα. Δεν έπεσα και πολύ έξω: μας ανάθεσε να γράψουμε ένα διήγημα των χιλίων λέξεων (!) με ελεύθερο θέμα. Στην αρχή σαστίζω, δεν ήξερα καν τι είναι το διήγημα αν και, παράλληλα, μου έρχονται ιδέες για το τι μπορώ να γράψω, πιθανά λανθασμένες. Ανακουφίστηκα από το γεγονός ότι δεν είχε ξεκάθαρη προθεσμία, έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με την εργασία αυτή στις διακοπές του Πάσχα.
Τα σχολεία κλείνουν, η Μεγάλη Εβδομάδα περνάει χωρίς να το καταλάβω, ενώ ακόμα δεν έχω ασχοληθεί με το διήγημα, γιατί η καθημερινότητά μου περιελάμβανε πολύ εκκλησία. Όσο ποτέ, νομίζω. Κάποια στιγμή, όμως, ήρθε η ώρα που έπρεπε να το γράψω. Πλέον, με λιγοστές ιδέες και ψάχνοντας κάτι διαφορετικό και δημιουργικό, κατέληξα να το συζητάω με τον πατέρα μου:
-Μπαμπά να σε ρωτήσω λίγο κάτι;
-Ό,τι θες, τι έγινε ;
-Βασικά, έχω να γράψω ένα διήγημα για το σχολείο , αλλά δεν έχω κάποια ιδιαίτερη ιδέα.
-Μπορείς να γράψεις για το περσινό καλοκαίρι που ήταν και ιδιαίτερο εξαιτίας της πανδημίας
-Μπα, δεν νομίζω. Εγώ σκεφτόμουν να γράψω για κάποια εμπειρία που μου έχει μείνει από τα παιδικά μου χρόνια ή έστω για κάποιο ταξίδι που έχουμε πάει.
-Καλές ιδέες είναι όλες. Δεν ξέρω, αναλόγως τι σας ζητάει η καθηγήτρια διάλεξε ένα θέμα στο οποίο θα μπορούσες να αποδώσεις καλύτερα.
- Ωχ! Κάτσε μισό λεπτό. Μου ήρθε μία ιδέα αλλά δεν ξέρω…άστο λίγο να το σκεφτώ και θα σου πω
-Εντάξει, ό,τι χρειαστείς πες μου!
Η ιδέα που μου ήρθε μου φάνηκε πολύ ιδιαίτερη έτσι αποφάσισα να την γράψω, χωρίς να απευθυνθώ ξανά στον πατέρα μου. Πήγε πολύ καλύτερα από ότι περίμενα, αλλά για πάρω και μία δεύτερη γνώμη το έδωσα και στους γονείς μου να το διαβάσουν. Τα σχόλια τους ήταν ενθαρρυντικά και είδα ότι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα να γράψω κάτι τέτοιο. Έτσι, το απόγευμα της ίδιας μέρας διόρθωσα κάποια μικρολαθάκια , το καθαροέγραψα και το έστειλα στην καθηγήτρια μου, κάνοντας τον σταυρό μου.
Το μόνο που απομένει είναι να μάθω είναι εάν αυτή η σκέψη είναι καλή ή όχι. Υπομονή μέχρι να το βαθμολογήσει η φιλόλογος μου. Δυστυχώς, εσείς δεν θα μάθετε ποτέ το αποτέλεσμα… Το διήγημα, όμως, το διαβάσατε!