της Δέσποινας Παπαζιώγα
Ξύπνησαν πάλι τα κανόνια
βουβές οι κραυγές, δεν σταματούν
και κάποιοι κοιμούνται στα σαλόνια
με πόση αναισθησία, αδιαφορούν.
Βαδίζουν χιλιάδες περήφανα γαλόνια
Σταθμός θανάτου: το βουνό
και στήνονται σαν άβουλα, ασήμαντα πιόνια.
Και όλα χάνονται∙ προσφορά σε ποιον Θεό;
Μαυρίζει το τοπίο με τα χρόνια
έρημη η φύση, όπως την ποθούν,
κι υπάρχει πρόθυμη τροφή για τ’ όρνια
όσο οι σφαγές αίμα σκορπούν.
Οι νέοι με τα λυτά κορδόνια
την παιδικότητα αφήνουν στον βωμό
και φεύγουν απάνω στα καμιόνια.
Και όλα χάνονται∙ προσφορά σε ποιον Θεό;
Τριγυρίζουν στην πόλη ανήθικα κλεφτρόνια
τη συμφορά των άλλων για να εκμεταλλευτούν
και βλέπεις μάνες να σκεπάζουν με σεντόνια
μάτια άψυχα∙ θρηνούν, δεν συγχωρούν.
Κανείς δεν αναμένει τη συμπόνια,
όλοι τους μένουν στο «Εγώ».
Δεν ακούν τον Άδη να γελά σαρδόνια…
Και όλα χάνονται∙ προσφορά σε ποιον Θεό;
Και λες: Πότε έπαψαν να κελαηδούν τρυγόνια;
Πότε σταμάτησαν οι άλλοι τον χορό;
μάλλον αναμένονται εκ νέου χιόνια…
Και όλα χάνονται∙ προσφορά σε ποιον Θεό;