Άρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις,
Αυτό μας συμβουλεύει, από την αρχαιότητα, ο Αντισθένης, ο οποίος κάτι θα ήξερε παραπάνω, ας τον ακούσουμε, λοιπόν. Το τέταρτο τεύχος του ΑΛΜΑ(τος) είναι αφιερωμένο στο «δικαίωμα», το οποίο επικαλούμαστε σε πολλές περιπτώσεις «δικαιωματικά» ή, ακόμη και, καταχρηστικά. Για να το κατανοήσουμε καλύτερα, ας εξετάσουμε, καταρχάς, τι ακριβώς σημαίνει στις διάφορες γλώσσες:
Διαβάζουμε στο Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής ότι σημαίνει την «απαίτηση, αξίωση που την επιτρέπει ένας άγραφος νόμος ή που την κατοχυρώνει ένας γραπτός νόμος, σε αντιδιαστολή προς την υποχρέωση ή το καθήκον», μπορεί ένα δικαίωμα να είναι φυσικό ή αστικό. σημαίνει, ακόμη, τη «νόμιμη αμοιβή, φόρο κτλ. που μπορεί να απαιτήσει κάποιος».
Στις αγγλόφωνες χώρες: right, σημαίνει tηn ελευθερία που έχει ένας άνθρωπος στον λόγο, στον τύπο, στην θρησκεία και αναφοράς στην κυβέρνηση, η άλλη σημασία του είναι: δεξιά. Δεξιά σημαίνει και στα γαλλικά: droite, όπου, πέρα από δικαίωμα, σημαίνει και ευθεία. Στα σουηδικά είναι rätt, στα οποία, επίσης, σημαίνει και δεξιά.
Στα ισπανικά η λέξη δικαίωμα μεταφράζεται ως «derecho». Η λέξη derecho ως επίθετο δηλώνει τον σωστό, αυτόν που έχει δίκιο, τον κατάλληλο. Ως ουσιαστικό από την άλλη έχει διάφορες ερμηνείες: μεταφράζεται ως δεξιά για να δηλώσει τον προσανατολισμό, ως το νόμο αλλά και στον πληθυντικό αριθμό για να δηλώσει διάφορους κρατικούς φόρους όπως τους δασμούς, τις χρεώσεις και τα τέλη. Ακόμη, η λέξη derecho –το θηλυκό δηλαδή ουσιαστικό- συνδέεται κατά κόρων με πολιτικά δικαιώματα και ιδίως δεξιές πολιτικές πεποιθήσεις.
Η λέξη «δικαίωμα» μεταφράζεται στα ρώσικα ως “право”. Είναι κληρονομημένη από τα αρχαία ανατολικά σλάβικα (право) και έχει τις ρίζες της στα γερμανικά (recht), τα γαλλικά (droit) καθώς και τη λέξη “правый”. Επίσης, η λέξη “право” έχει συγγένεια με τα ουκρανικά (пра́во), τα λευκορωσικά (пра́ва), την παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα (право), τα βουλγαρικά (пра́во), τα σερβο-κροατικά (пра̏во), τα τσεχικά (právo), τα σλοβακικά (právo),τα πολωνικά (prawo) και τα σλοβενικά (prȃvo) ως προς την τονική ορθογραφία. Η λέξη αυτή, ωστόσο, είναι πολυσήμαντη και δεν σημαίνει μόνο δικαίωμα. “право” σημαίνει πέρα από “δικαίωμα” “σωστό”, “νόμος”, “δικαιοσύνη”, “δίκαιο” και “τίτλος” (;).
Η πιο «εξωτική», ωστόσο, γραφή και προφορά είναι στα κινέζικα: 正确地 (Zhèngquè de).