Από τον Αλέξη Γιαχούδη
Το άρωμα από τα μοσχομυριστά κουλουράκια και τα μικρά κόκκινα κεριά είχε πλημμυρίσει την τραπεζαρία. Μετά από σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια η οικογένεια θα βρισκόταν ξανά μαζί για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Η απουσία όμως του μπαρμπα-Δημήτριεφ ήταν αισθητή. Τώρα πια η μεγάλη πολυθρόνα δέσποζε άδεια μπροστά στο τζάκι…
Ο Ιβάν και η Ειρήνη έτρεχαν πάνω κάτω ανυπομονώντας να δουν το νέο τους ξαδελφάκι.
Ένας χτύπος διέκοψε τα τρεχαλητά τους. Αμέσως, ξεπρόβαλε στο χωλ η θεία Νάστια κρατώντας στην αγκαλιά της τον μικρό Μίσα. Ενώ οι μεγάλοι χαιρετιόνταν φιλώντας ο ένας τον άλλο σταυρωτά και ανταλλάσσοντας ευχές, τα παιδιά διαφωνούσαν για το ποιος θα έπαιζε πρώτος με τον ξάδελφό τους.
Το σπίτι ήταν γεμάτο ζωή! Η μητέρα και η θεία των παιδιών ετοίμαζαν τα τελευταία πιάτα για το δείπνο. Όλοι ευχαριστήθηκαν το νόστιμο φαγητό, ακούγοντας με μεγάλη προσήλωση τις ιστορίες και τα ανέκδοτα του θείου.
Κανείς δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Είχε ήδη βραδιάσει και το κρύο ήταν τσουχτερό. Η οικογένεια μαζεμένη γύρω από το αναμμένο τζάκι έστεκε βουβή μη μπορώντας να πάρει το βλέμμα της από τον Μίσα, που κοιμόταν ήσυχα στην παλιά πολυθρόνα του παππού του. Χωρίς να το καταλάβουν το κενό μέσα τους εξαφανίστηκε. Ο μπαρμπα-Δημήτριεφ έφυγε χαρίζοντάς τους ένα πραγματικό δώρο. Ένα δώρο γεμάτο ελπίδα…