του Αλέξιου Γιαχούδη
Κάθομαι στο γραφείο μου, ανοίγω το βιβλίο των μαθηματικών. Σελ. 59: Να λυθούν οι εξισώσεις. Κρατάω το στυλό μου και ξεκινάω: 5x2+3x+6=8…
Προχωράω στη λύση μηχανικά, οι πράξεις γνωστές, τα νούμερα εύκολα… Αφαιρούμαι· το βλέμμα μου κόβει βόλτες ανάμεσα στο τετράδιο και στη γωνία της σελίδας… Ελένη! Το έχω γράψει με ωραία, καθαρά γράμματα δίπλα από την εκφώνηση, στο πάνω και στο κάτω μέρος της σελίδας… Σε όλη την ενότητα! Να στολίζει το βιβλίο μου… Αυτό δεν είναι όνομα, είναι ζωγραφιά.
2η ώρα μαθημάτων: Άλγεβρα, 35 ολόκληρα λεπτά μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι… (Η πλήξη σε όλο της το μεγαλείο…) Η καθηγήτρια γράφει αριθμούς στον πίνακα που μέσα μου όμως μεταμορφώνονται σε γράμματα, Ε, Λ, Ν, Η. Τα βάζεις στη σειρά και ακούς μια μουσική. Γεμίζω αργά αργά τις σελίδες του βιβλίου μου με το όνομά της. Γράμματα μικρά, γράμματα μεγάλα, γράμματα πλαγιαστά…. Όπως και να το γράψω, πάλι όμορφο είναι. Η πιο ωραία λέξη του κόσμου! Δεν είναι τυχαίο που ολόκληρος πόλεμος για μια Ελένη έγινε. Δεν την έλεγαν ούτε Μαρία ούτε Κατερίνα, αλλά Ε λ έ ν η. Τυχαίο;
Αν ήταν χρώμα, θα ήταν το ουράνιο τόξο, αν ήταν γλυκό θα ήταν σοκολάτα, αν ήταν αριθμός θα ήταν…
Ακούω την καθηγήτρια· η φωνή της αυστηρή και μονότονη με επαναφέρει στην τάξη: «Ο αριθμός 3,14 είναι περιοδικός, δεν έχει τέλος!» Σηκώνει χέρι ο Γιάννης, το φυτό της τάξης: «Τι εννοείτε δεν έχει τέλος;»
Από μέσα μου χαμογελάω… Μα πού να ξέρεις Γιάννη τι θα πει δεν έχει τέλος; Αφού δεν έχεις κοιτάξει ποτέ τα μάτια της Ελένης… Πίσω στον συλλογισμό μου… Αν ήταν αριθμός θα ήταν Περιοδικός… μάτια που βυθίζεσαι σε αυτά και ψάχνεις, μάταια, να βρεις το τέλος τους. Πάντα κάτι νέο ανακαλύπτεις σε αυτά, έναν νέο αριθμό, ένα ακόμη μυστήριο.
10 λεπτά ακόμη για να τελειώσει το μάθημα… Γυρίζω το κεφάλι μου διακριτικά και με μεγάλη προσοχή -μην προδοθώ- και τη θαυμάζω. Κάθεται διαγώνιά μου, από τη μέσα πλευρά του θρανίου. Τόσο κοντά, και ταυτόχρονα… Τόσο μακριά.
Δίπλα της η Φιλιώ. Καταραμένη Φιλιώ, έχει έναν όγκο σγουρά μαλλιά και όταν τα αφήνει κάτω κρύβει την Ελένη. Ευτυχώς σήμερα τα έχει μαζέψει σε κοτσίδα.
Η Ελένη έχει ωραία μαλλιά… Ίσια και μακριά, σε καλούν να τα χαϊδέψεις… Διστάζεις όμως γιατί φοβάσαι μήπως τα μπλέξεις και τα βεβηλώσεις. Να “ξερες Ελένη… Άραγε πόσες φορές σου τα έχω χτενίσει και αγγίξει… Ένα ολόκληρο τετράμηνο μαθήματα χημείας, εγώ αυτό κάνω. Οι άλλοι μιλούν για αντιδράσεις και εγώ μελετάω τη δική σου αντίδραση στα δικά μου χάδια. Μια τέλεια καύση! Στα αρχαία όμως προσέχω… Βλέπεις, η Ελένη είναι η καλύτερη στην τάξη και σηκώνεται συχνά στον πίνακα. Έχω μάθει έτσι ολόκληρη τη μέση φωνή!
Η Ελένη έχει αφαιρεθεί και αυτή, κοιτάζει ανυπόμονα τους δείκτες του ρολογιού. Κοιτάζει τις ζωγραφιές στον τοίχο. Κοιτάζει γύρω της να βρει κάτι ενδιαφέρον για να ξεχαστεί.
Ωχ κοίταξε και εμένα!
Αλλάζουμε κατευθείαν και οι δύο το βλέμμα μας στην ακριβώς αντίθετη πλευρά. Τι δειλός που είμαι… Ούτε να την κοιτάξω κατάματα δε μπορώ. Δε με νοιάζει, την επόμενη φορά θα συνεχίσω να την κοιτάζω.
Γυρίζω το κεφάλι μου πλέον ξεκάθαρα στραμμένο προς το θρανίο της. Την κοιτάω. Νομίζω ότι όταν κάποιος σε κοιτάζει έντονα και επίμονα, το αισθάνεσαι, γιατί και η Ελένη γύρισε και με κοίταξε αιφνιδιασμένη. Μόνο που εγώ συνέχισα να την κοιτάω κατάματα.
Νομίζω πως μου χαμογέλασε ντροπαλά. Δεν είμαι όμως και σίγουρος… Κάποιες φορές μπερδεύω την πραγματικότητα με τη φαντασία μου. Μπερδεύω την αληθινή Ελένη, που τη ρωτάω να μου εξηγήσει αρχαία στο διάλειμμα, με το ξόανο Ελένη, που της κρατάω το χέρι, που περπατάμε στο πάρκο και κόβω λουλούδια, για να στολίσω τα όμορφα μαλλιά της. Δεν είμαι σίγουρος αν όντως μου χαμογέλασε…
Είμαι σίγουρος όμως, ότι στα μάγουλά της φύτρωσαν δυο τριαντάφυλλα κατακόκκινα, σαν το αίμα.