
Η προσφυγιά είναι μια από τις τραγικότερες εμπειρίες στην ανθρώπινη ιστορία, ένα βίωμα που μεταμορφώνει ζωές, διαλύει οικογένειες και αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στις συλλογικές μνήμες των λαών. Ωστόσο, η προσφυγιά δεν αποτελεί ένα φαινόμενο του παρελθόντος. Μέχρι και σήμερα, άνθρωποι παγκοσμίως αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά εδάφη τους λόγω πολέμων, διώξεων και κλιματικών κρίσεων. Η τραγική επανάληψη αυτής της ιστορίας μας υπενθυμίζει ότι ο ξεριζωμός δεν γνωρίζει σύνορα, θρησκείες ή εθνικότητες. Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε την τιμή να συνομιλήσουμε με την Δρ. Κλαίρη Αχιλλέως, καθηγήτρια φυσικής στο 1ο Πρότυπο ΓΕΛ «Μανόλης Ανδρόνικος», η οποία βίωσε, ως παιδί, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Την ευχαριστούμε θερμά για αυτήν την τόσο ειλικρινή συνέντευξη – μαρτυρία.
των Δημήτρη Καράκα & Αποστολίας Χατζηπολυχρόνη
– Ποια είναι η γενέτειρά σας; Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στη Λάπηθο, μια κωμόπολη στη βόρεια Κύπρο, περίπου 10-15 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας. Σήμερα βρίσκεται στην κατεχόμενη Κύπρο. Ήταν ένας τόπος μοναδικής ομορφιάς. Θυμάμαι ότι όταν χιόνιζε στην Τουρκία, μπορούσαμε να δούμε από το χωριό μας τα χιονισμένα βουνά της απέναντι ακτής.
Αν αναζητήσετε πληροφορίες για τη Λάπηθο, θα διαπιστώσετε πως ήταν ένα χωριό φημισμένο για την ομορφιά του. Συχνά έλεγαν ότι ήταν το ωραιότερο της Κύπρου. Χτισμένο αμφιθεατρικά, με καταπράσινο τοπίο γεμάτο λεμονιές και λουλούδια παντού, χαλί τα κυκλάμινα στους πρόποδες του βουνού αποτελούσε έναν μικρό παράδεισο. Είχε τόσο πεδινές όσο και ορεινές γειτονιές, καθώς βρισκόταν στον Πενταδάκτυλο, και έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Το έδαφος ήταν ιδιαίτερα εύφορο και το περιβάλλον μαγευτικό. Η Λάπηθος ήταν μια ζωντανή κωμόπολη, αρκετά μεγάλη, με τρία δημοτικά σχολεία και ένα γυμνάσιο που φιλοξενούσε περίπου 500 μαθητές, όχι μόνο από την ίδια την κωμόπολη αλλά και από τα γύρω χωριά. Η ζωή εκεί ήταν όμορφη, γεμάτη φυσική ομορφιά και ζωντάνια.
– Για πόσο καιρό ζήσατε εκεί;
Έμεινα στη Λάπηθο μέχρι τα 14 μου χρόνια. Τότε, το 1974, έγινε η τουρκική εισβολή. Είχα μόλις τελειώσει τη Δευτέρα Γυμνασίου όταν αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Η εισβολή δεν συνέβη ξαφνικά. Προηγήθηκε το πραξικόπημα στην Κύπρο, στις 15 Ιουλίου 1974, μια Δευτέρα. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή που χρησιμοποίησε η Τουρκία για να επέμβει. Σύμφωνα με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, που είχαν υπογραφεί το 1960, τρεις χώρες είχαν τον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων: η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία. Όταν η Ελλάδα παρενέβη καταργώντας το δημοκρατικό καθεστώς της Κύπρου, η Τουρκία ισχυρίστηκε ότι είχε το δικαίωμα να επέμβει για να αποκαταστήσει την ειρήνη, δεδομένου ότι στο νησί ζούσαν τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι, μαζί με κάποιες άλλες μειονότητες. Έτσι, η εισβολή έφερε τον ξεριζωμό. Ήταν μια βίαιη αλλαγή που σημάδεψε για πάντα τη ζωή μας.
– Τι συνέβη το πρωινό της εισβολής; Πώς το βιώσατε εσείς και η οικογένειά σας;
Λοιπόν, θεώρησαν ότι το πραξικοπηματικό καθεστώς θα ήταν επικίνδυνο για την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων και έτσι επενέβησαν για να αποκαταστήσουν, όπως είπαν, την ειρήνη. Ήταν μια «ειρηνευτική» εισβολή. Αυτό συνέβη το Σάββατο – από τη Δευτέρα μέχρι το Σάββατο, μέσα σε πέντε μέρες.
Ήταν 5:20 το πρωί, η μητέρα μου, που συνήθως ξυπνούσε πολύ νωρίς για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε προς τη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή αντίκρισε τα τεράστια πολεμικά πλοία. Ήταν τόσο κοντά, που φαινόταν σαν να βρίσκονταν μέσα στο χωράφι μας, μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Από το παράθυρο έβλεπες μόνο ένα μέρος του πλοίου – ήταν τόσο μεγάλα που γέμιζαν ολόκληρο το οπτικό μας πεδίο. Μας ξύπνησε τρομοκρατημένη: «Ελάτε να δείτε τι έχει στη θάλασσα!» Σηκωθήκαμε όλοι, η οικογένεια, και προσπαθήσαμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Ήταν τουρκικά; Τι ήταν αυτά τα πλοία; Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση, ξεκίνησε ο βομβαρδισμός από τα αεροπλάνα.
Το σπίτι μας ήταν το μοναδικό διώροφο στην περιοχή. Στο ισόγειο υπήρχε ένας μεγάλος χώρος, τον οποίο χρησιμοποιούσαμε ως γκαράζ και αποθήκη. Ο πατέρας μου, που δούλευε μεταφέροντας λεμόνια με το φορτηγό του στο λιμάνι, είχε εκεί αποθηκευμένα διάφορα πράγματα για τη δουλειά του. Μέσα σε λίγα λεπτά, όλοι οι γείτονες μαζεύτηκαν στο γκαράζ μας, καθώς ήταν το πιο ασφαλές σημείο της γειτονιάς. Ο βομβαρδισμός ήταν ανηλεής , χωρίς σταματημό από τις 5:30 μέχρι τις 7.00. Κάθε φορά που ακούγαμε αεροπλάνα να πλησιάζουν «στήναμε» αυτί να διακρίνουμε ένα διαφορετικό θόρυβο και τότε θα ήταν τα Ελληνικά……όμως δεν ήρθαν ποτέ!!!!
Γύρω στις 7:15, η μητέρα μου ένιωσε πως δεν ήταν ασφαλές να μένουμε άλλο στο γκαράζ. Υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε προς τη θάλασσα, και πλέον βομβάρδιζαν και τα πλοία. Έτσι, αποφασίσαμε να μετακινηθούμε σε ένα μικρότερο, πίσω δωμάτιο – το παλιό πλυσταριό μας, το οποίο δεν είχε παράθυρο προς τη θάλασσα. Μας πήρε λίγα λεπτά να αδειάσουμε τον χώρο και να μεταφερθούμε εκεί. Ήταν 7:25. Μόλις πέντε λεπτά αργότερα, στις 7:30, μια βόμβα έπεσε ακριβώς δίπλα στο γκαράζ. Τα θραύσματα εισχώρησαν μέσα, καταστρέφοντας τα πάντα. Είχαμε εκεί μια παλιά ντουλάπα της γιαγιάς μου – έγινε κομμάτια. Σε εκείνη τη γωνιά ήμασταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, και αν δεν είχαμε μετακινηθεί την τελευταία στιγμή, δεν θα είχαμε επιζήσει. Από τύχη ζούμε – και εμείς και οι υπόλοιποι.
– Τι συνέβη μετά την πρώτη μέρα της εισβολής; Πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα;
Πέρασε η πρώτη μέρα. Το βράδυ μάς ειδοποίησαν κάποιοι φίλοι ότι είχαν καταφύγει σε ένα υπόγειο, όπου είχαν μαζευτεί πολλά γυναικόπαιδα, καθώς οι άντρες τους είχαν φύγει για να πολεμήσουν. Ζήτησαν αν μπορούσε να πάει εκεί κάποιος άντρας, για να υπάρχει μια αίσθηση προστασίας. Στο δικό μας σπίτι, επειδή οι άντρες ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, δεν τους είχαν στρατολογήσει.
Ο πατέρας μου, ωστόσο, είχε λάβει κλήση να βοηθήσει με το φορτηγό του. Το φορτηγό είχε πάνω του ένα μεγάλο, ασημί ντεπόζιτο νερού, που αντανακλούσε το φως. Εκείνος πήγε στον αστυνομικό σταθμό για να ρωτήσει αν έπρεπε να το αδειάσει ή να περιμένει οδηγίες, σε περίπτωση που χρειαζόταν στο στρατό για καύσιμα ή νερό. Του είπαν να το κρατήσει και να περιμένει στο σπίτι μέχρι νεωτέρας. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που η γειτονιά μας δέχθηκε τόσο έντονο βομβαρδισμό – γιατί το ασημί χρώμα του ντεπόζιτου το έκανε να ξεχωρίζει. Όταν έπεσε η βόμβα δίπλα στο σπίτι μας, ο πατέρας μου βγήκε έξω. Το παρμπρίζ του φορτηγού είχε σπάσει, αλλά το όχημα λειτουργούσε ακόμα. Το κατηύθυνε προς τα χωράφια και το έκρυψε όσο καλύτερα μπορούσε για να μην φαίνεται.
Εκείνο το βράδυ αποφασίσαμε να μετακινηθούμε, όλη η οικογένεια, στο σπίτι των φίλων μας. Αφήσαμε τους γείτονες στο δικό μας σπίτι. Πριν φύγουμε, ειδοποίησε την αστυνομία λέγοντας: «Είμαι εδώ, αν με χρειαστείτε». Τη νύχτα της 20ής προς 21η Ιουλίου, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Φυσούσε ένας πολύ δυνατός αέρας. Και μέσα σε αυτόν τον αέρα ακουγόταν μία φωνή: Βοήθεια… βοήθεια… βοήθεια… Ήταν μεσάνυχτα. Τίποτα δεν κινούνταν. Οι μάχες μαίνονταν. Βόμβες έπεφταν, πυροβολισμοί ακούγονταν παντού. Και το ερώτημα ήταν: Τι κάνεις τώρα; Βγαίνεις έξω να δεις ποιος ζητά βοήθεια; Είναι κάποιος αληθινά τραυματισμένος ή μήπως είναι παγίδα των Τούρκων για να μας αναγκάσουν να αποκαλυφθούμε και να μας σκοτώσουν; Δεν ξέραμε αν είχαν ήδη μπει στο χωριό. Τελικά, οι γονείς μου αποφάσισαν να βγουν έξω. Η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα. Βγήκαν λοιπόν να ψάξουν. Βρήκαν έναν τραυματισμένο στρατιώτη στα σκαλιά της εκκλησίας. Οι συμπολεμιστές του τον είχαν αφήσει εκεί για να αναζητήσουν βοήθεια. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ξένοι στο χωριό και δεν ήξεραν πού να τον πάνε. Πιθανότατα έψαχναν επί ώρες και εκείνος, νομίζοντας ότι τον εγκατέλειψαν, άρχισε να φωνάζει. Οι γονείς μου τον πήραν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Όλη η διαδικασία κράτησε τέσσερις-πέντε ώρες. Όσο περίμενα, σκεφτόμουν διαρκώς ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ! Ότι τους σκότωσαν! Όταν επέστρεψαν, εγώ είχα χάσει τη λαλιά μου. Για μία εβδομάδα δεν μπορούσα να μιλήσω.
Έτσι περάσαμε τις μέρες μέχρι τις 22 Ιουλίου, αν θυμάμαι καλά – την ημέρα που κηρύχθηκε η, ας το πούμε, «εκεχειρία».
– Πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα μετά την εκεχειρία; Πώς ήταν η ζωή σας ως πρόσφυγες;
Υπογράφηκε μια εκεχειρία, όμως οι μάχες δεν σταμάτησαν. Τα τουρκικά στρατεύματα είχαν προχωρήσει προς την Κερύνεια και κάθε βράδυ ακούγαμε πυροβολισμούς και συγκρούσεις. Επειδή μάθαμε τι συνέβη εκεί, στις 26 Ιουλίου φύγαμε από το χωριό. Δεν πήραμε σχεδόν τίποτα μαζί μας, πιστεύοντας πως σύντομα θα επιστρέφαμε. Πήραμε μόνο λίγα ρούχα και κατευθυνθήκαμε προς τη Μόρφου, όπου είχαμε συγγενείς που μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν.
Στις 3 Αυγούστου, οι γονείς μου επέστρεψαν στο χωριό για να ποτίσουν τα χωράφια τους, τις λεμονιές, πήγαιναν και άλλοι χωριανοί. Ξημερώνοντας εκείνη την ημέρα δόθηκε μεγάλη μάχη από την ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) και ο στρατός διαβεβαίωσε τους γονείς μου και τους άλλους χωριανούς ότι οι Τούρκοι είχαν απωθηθεί. Τους είπαν ότι το χωριό ήταν ασφαλές και οι γονείς μου μπόρεσαν να κινηθούν ελεύθερα. Όμως, στις 6 Αυγούστου, οι Τούρκοι επέστρεψαν και αυτή τη φορά το χωριό χάθηκε οριστικά. Προχώρησαν και κατέλαβαν περισσότερα εδάφη. Στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε ο δεύτερος γύρος της εισβολής. Η εκεχειρία κατέρρευσε.
Φύγαμε από τη Μόρφου και καταφύγαμε στα βουνά, στο Τρόοδος. Εκεί, η αδελφή της νονάς μου είχε ένα σπίτι, όπου μείναμε τέσσερις οικογένειες – γύρω στα δεκαπέντε άτομα. Μείναμε εκεί μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν ανακοινώθηκε πως τα σχολεία θα άνοιγαν τον Οκτώβριο. Τότε κατεβήκαμε στη Λευκωσία. Αρχικά, φιλοξενηθήκαμε από τη θεία μου και στη συνέχεια ψάξαμε να νοικιάσουμε ένα σπίτι. Ήμασταν τυχεροί, γιατί η περιοχή μας πριν την εισβολή ήταν εύπορη, λόγω της καλλιέργειας λεμονιών, και οι γονείς μου είχαν κάποια χρήματα στην άκρη. Έτσι, μπορέσαμε να νοικιάσουμε σπίτι και να μην ζήσουμε σε καταυλισμό, όπως συνέβη με πολλούς άλλους πρόσφυγες που έμειναν σε σκηνές μέσα στον χειμώνα.
Το σπίτι μας, όμως, ήταν άδειο. Τα πρώτα μας καθίσματα ήταν σαμπρέλες από ένα πρατήριο βενζίνης. Η γειτόνισσα μας έδωσε ένα κρεβάτι, ένα καναπεδάκι, λίγα πιάτα, και έτσι σιγά-σιγά το επιπλώσαμε. Οι γονείς μου δεν είχαν δουλειά. Ο πατέρας μου ήταν επαγγελματίας οδηγός, αλλά στην Κερύνεια – και πλέον δεν υπήρχαν πελάτες. Η μητέρα μου, που ήταν νοσοκόμα πριν παντρευτεί, είχε σταματήσει να εργάζεται. Τουλάχιστον, μας έγραψαν σε ένα καλό σχολείο. Από εκεί ξεκίνησε η νέα μας ζωή.
- Πώς μετακινηθήκατε μέχρι τη Λευκωσία όταν έγινε η εισβολή;
Με το αυτοκίνητό μας. Ο πατέρας μου είχε το επαγγελματικό του φορτηγό αλλά είχαμε και ένα ΙΧ.
– Πώς ήταν η καθημερινότητα ως πρόσφυγες; Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε με το φαγητό;
Εκτός από τη στέγαση, υπήρχε και το ζήτημα του φαγητού. Υπήρχαν συσσίτια, ή μάλλον κάτι σαν κοινωνικά παντοπωλεία, όπου οι πρόσφυγες μπορούσαν να παίρνουν τρόφιμα. Τα πιο συνηθισμένα ήταν λάχανα και αγγουράκια. Όμως, λόγω της ζέστης –ακόμα και τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη κάνει ζέστη στην Κύπρο– αυτά τα τρόφιμα στοιβάζονταν για καιρό και ανέπτυσσαν γλίτσα. Η μυρωδιά και η εικόνα τους χαράχτηκαν στη μνήμη μου τόσο έντονα, που όταν οι γονείς μου βρήκαν δουλειά και μπορούσαμε να αγοράσουμε φαγητό, πέρασαν έξι χρόνια μέχρι να ξαναφάω λάχανο και αγγουράκι.
Επίσης, μας έδιναν κονσέρβες με ζαμπονάκια. Ακόμα και σήμερα τα βλέπω στα σούπερ μάρκετ και θυμάμαι εκείνη την εποχή. Η μητέρα μου, με τη βοήθεια μιας γειτόνισσας, χρησιμοποιούσε μια χειροκίνητη μηχανή του κιμά για να τα αλέσει. Έτσι, τα έφτιαχνε κεφτεδάκια, γιατί δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε κανονικό κιμά.
– Πώς επηρέασε η προσφυγιά τη σχολική σας ζωή και την προσαρμογή σας;
Έχω έναν αδερφό, τρία χρόνια μεγαλύτερο από εμένα. Θα πήγαινε τρίτη Λυκείου όταν φύγαμε. Όπως κι εγώ, αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο. Ο πρώτος καιρός ήταν πολύ δύσκολος για όλους τους πρόσφυγες, ειδικά για όσους έμειναν σε σκηνές. Εμείς, που καταφέραμε να βρούμε σπίτι, ήμασταν σε λίγο καλύτερη κατάσταση, αλλά η προσαρμογή ήταν σκληρή.
Στο χωριό μας, το σχολείο ήταν εξαιρετικό. Ακόμα και σήμερα, όταν το θυμάμαι, λέω πως δεν έχω ξαναδεί τέτοιο σχολείο με τόσες υποδομές. Είχε τρία εργαστήρια, αίθουσα εικαστικών με ανακλινόμενα τραπέζια για σχέδιο, εργαστήριο ξυλουργικής, οικιακής οικονομίας, βιβλιοθήκη, κλειστό γυμναστήριο και μια εντυπωσιακή αίθουσα τελετών. Οι καθηγητές, οι περισσότεροι ντόπιοι, ήταν εξαιρετικοί και έκαναν ό,τι μπορούσαν για τους μαθητές.
Από εκεί, βρεθήκαμε σε ένα εντελώς διαφορετικό σχολικό περιβάλλον. Το παλιό μας σχολείο είχε περίπου 500 μαθητές. Ξαφνικά, έπρεπε να προσαρμοστούμε σε ένα σχολείο με 1.000 παιδιά. Ήταν ακόμα η εποχή που τα σχολεία στην Κύπρο ήταν διαχωρισμένα σε Θηλέων και Αρένων—πήγα σε ένα σχολείο Θηλέων, ενώ ο αδερφός μου σε ένα Αρένων. Η αλλαγή ήταν τεράστια και η προσαρμογή δύσκολη.
– Πώς σας αντιμετώπιζαν οι συμμαθητές σας στο νέο σχολείο;
Τα περισσότερα παιδιά μάς αποδέχτηκαν χωρίς πρόβλημα. Κάποια δεν μας έδιναν σημασία, ίσως επειδή το σχολείο θεωρούνταν αριστοκρατικό—ήταν εκεί τα παιδιά υπουργών και υψηλόβαθμων στελεχών, θεωρείται ένα από τα καλύτερα σχολεία της Κύπρου. Κάποιοι είχαν «τη μύτη ψηλά», αλλά γενικά δεν ένιωσα έντονη απόρριψη.
Αυτό που με πείραξε περισσότερο ήταν μια στιγμή με μια καθηγήτρια. Ήταν πολύ καλή στο μάθημά της, όμως ένα σχόλιό της με στιγμάτισε. Σε μια τάξη με σαράντα παιδιά, όπου τα μισά ήταν πρόσφυγες, ένα κορίτσι, έλειπε για εβδομάδες. Η καθηγήτρια ρωτούσε συνέχεια τη φίλη της: «Πού είναι η φίλη σου; Γιατί δεν έχει έρθει;». Η φίλη της απαντούσε: «Είναι στην Ελβετία, κυρία». Ο πατέρας της, είχε φυγαδεύσει την οικογένειά του εκεί. Όταν επέστρεψε, η πρώτη ερώτηση της καθηγήτριας ήταν: «Πώς ήταν στην Ελβετία; Πέρασες ωραία εκεί;».
Εκείνη τη στιγμή, μέσα στην τάξη, υπήρχαν παιδιά που είχαν χάσει τα πάντα—τα σπίτια τους, τις δουλειές των γονιών τους, ζούσαν σε σκηνές, είχαν χάσει ακόμα τους γονείς ή τα αδέλφια τους. Και η καθηγήτρια ρωτούσε το κορίτσι πώς πέρασε στην Ελβετία. Δεν το ξέχασα ποτέ, μου φάνηκε πολύ τραγικό. Παρόλα αυτά, προσαρμοστήκαμε. Εκεί τελείωσα το σχολείο. Δεν ήμουν ενθουσιασμένη όταν αποφοίτησα, αλλά η ζωή συνεχίστηκε.
– Πώς άλλαξε η στάση της οικογένειάς σας απέναντι στις σπουδές;
Στο χωριό μας, τη δεκαετία του ’70, οι γονείς επεδίωκαν να σπουδάσουν τα αγόρια τους, ενώ τα κορίτσια θεωρούνταν πως έπρεπε να βρουν μια καλή δουλειά, συνήθως στο δημόσιο. Ο πατέρας μου, παρόλο που ήμουν άριστη μαθήτρια, έλεγε: «Θα σου βρούμε μια καλή δουλειά όταν τελειώσεις το Λύκειο». Εγώ όμως του έλεγα: «Θέλω να σπουδάσω» και εκείνος απαντούσε: «Δεν χρειάζεται, θα βρούμε μια καλή δουλειά».
Όταν έγιναν όλα αυτά και όταν ξεκινήσαμε το σχολείο στη Λευκωσία, με φώναξε και μου είπε: «Να συνεχίσεις να είσαι καλή μαθήτρια, γιατί τώρα θα σπουδάσεις». Τον ρώτησα: «Γιατί άλλαξες γνώμη, μπαμπά;». Και μου απάντησε: «Γιατί είναι το μόνο που μένει. Όλα τα άλλα χάνονται». Έτσι, και ο αδερφός μου και εγώ σπουδάσαμε, ο αδερφός μου έφυγε έναν χρόνο πριν από μένα, γιατί έκανε δύο χρόνια ως φαντάρος, έχουμε τρία χρόνια διαφορά. Έτσι είναι στην Κύπρο, πρώτα πηγαίνουν φαντάροι και μετά έρχονται για σπουδές. Ο αδερφός μου σπούδασε Ιατρική, εγώ Φυσική, μετά μεταπτυχιακό και διδακτορικό. Οι γονείς μας πήραν δάνειο για να μας στηρίξουν, το οποίο πλήρωναν για πολλά χρόνια μετά. Αυτό να το θυμάστε: η μόρφωση είναι το μόνο που μένει. Οι άνθρωποι αυτοί έχασαν τα πάντα, αλλά προσπάθησαν να στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν, γιατί ήξεραν ότι αυτή ήταν η μόνη περιουσία που κανείς δεν μπορούσε να τους πάρει.
- Επιστρέψατε ποτέ;
Δεν μπορούσαμε να πάμε. Οι περιοχές μας είναι ακόμα κατεχόμενες. Να επιστρέψουμε και να μείνουμε στο σπίτι μας δεν είναι δυνατό. Από το 2004, αν θυμάμαι καλά, αποφασίστηκε το άνοιγμα των «συνόρων», αλλά μόνο υπό την έννοια ότι μπορούσαμε να επισκεφθούμε τις κατεχόμενες περιοχές ως επισκέπτες. Έτσι, πήγαμε να δούμε το σπίτι μας.
- Τι βρήκατε εκεί;
Η γιαγιά μου είχε μείνει εγκλωβισμένη στο χωριό για έναν χρόνο. Είδε πως, μετά την εισβολή, κάποιοι Τουρκοκύπριοι εγκαταστάθηκαν στο σπίτι μας. Όταν οι τουρκικές αρχές τούς εκδίωξαν, δεν της επέτρεψαν καν να ανέβει τις σκάλες για να πάρει μερικά προσωπικά μας αντικείμενα. Ο Τουρκοκύπριος που βρισκόταν εκεί τής είπε: «Αυτό το σπίτι είναι δικό μου πλέον». Όταν άνοιξαν τα σύνορα, αποφασίσαμε να πάμε. Στην αρχή πήγαν οι γονείς μου, αλλά δεν τους επέτρεψαν να μπουν μέσα στο σπίτι. Απέναντι ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου, όπου είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι από την Τραπεζούντα. Αυτοί μάς υποδέχθηκαν, μάς άνοιξαν τις πόρτες του σπιτιού. Ήταν καστανόξανθοι, δεν έμοιαζαν καθόλου με την εικόνα του Τούρκου που είχαμε στο μυαλό μας.
Η μητέρα μου επέστρεψε ξανά, αλλά και πάλι δεν της επέτρεψαν την είσοδο. Τελικά, οι Τραπεζούντιοι τούς έπεισαν να μας δεχτούν. Στο μεταξύ, ο Τουρκοκύπριος που είχε εγκατασταθεί στο σπίτι μας είχε φύγει – είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του και, ίσως, αυτός να ήταν το πρόβλημα. Στο σπίτι μου γεννήθηκαν εφτά παιδιά. Μετά από εκείνη την πρώτη φορά, πηγαίναμε περιστασιακά. Η μητέρα μου, μία φορά τον χρόνο, το επισκεπτόταν, έστω και για λίγο. Όταν έφυγε από τη ζωή, πριν από τέσσερα χρόνια, κάθε φορά που επιστρέφω στην Κύπρο, επισκέπτομαι το σπίτι. Από τα εφτά παιδιά που γεννήθηκαν εκεί, έχουν μείνει μόνο δύο, καθώς η μητέρα τους έχει πεθάνει. Αυτά τα δύο αγόρια με υποδέχονται πάντα θερμά, με αποκαλούν αδελφή και μου λένε διαρκώς πως το σπίτι είναι δικό μου και πως μπορώ να πηγαίνω όποτε θέλω.
Από τις εκατό λεμονιές που υπήρχαν γύρω από το σπίτι, επιβίωσε μόνο μία. Αυτή εξακολουθεί να δίνει καρπούς, από τον Σεπτέμβρη έως τον Μάρτη. Μια φορά, όταν έτυχε να επισκεφθώ το χωριό τον Μάρτη, με φώναξαν να μαζέψουμε λεμόνια. Με άφησαν να κόψω καρπούς από τη δική μας λεμονιά, που έχει την ίδια ηλικία με τον αδερφό μου, καθώς οι γονείς μου τη φύτεψαν τότε. Το δυσάρεστο είναι πως, πριν από μία εβδομάδα, επικοινώνησα μαζί τους και μου είπαν ότι θα φύγουν από το σπίτι, γιατί πρόκειται να εγκατασταθούν εκεί Τούρκοι από την Τουρκία. Δεν κατάλαβα τον λόγο. Σκέφτηκα πως το είχαν πουλήσει. Όμως, με διαβεβαίωσαν πως δεν θα το πουλούσαν ποτέ, γιατί δεν τους ανήκει – είναι δικό μου.
Στενοχωρήθηκα πολύ. Αν το πάρουν Τούρκοι από την Τουρκία, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μας επιτρέπουν ούτε να το επισκεπτόμαστε. Αυτοί που έμεναν ως τώρα εκεί όχι μόνο μας άφηναν να μπούμε, αλλά μου έδειχναν το σπίτι, μου έλεγαν: «Έλα να δεις την κουζίνα σας, το δωμάτιό σας». Έβαλα έναν κοινό γνωστό να διερευνήσει τι συμβαίνει, αν όντως σκοπεύουν να φύγουν, γιατί μπορεί και να μην ισχύει. Εκείνος εξεπλάγη όταν του το ανέφερα. Μου είπε πως του φαίνεται απίθανο. Περιμένω να δω τι θα μάθει. Κάποιοι φίλοι μου μού είπαν: «Γιατί στενοχωριέσαι, αφού δεν το έχεις;». Δεν το έχω, πράγματι. Όμως, είναι σημαντικό να ξέρω πως μπορώ να το επισκεφθώ, να ανέβω, να σταθώ για λίγο, να δω τη θέα στη θάλασσα και το βουνό. Είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά είναι κάτι. Πολλοί φίλοι μου δεν έχουν καν αυτή τη δυνατότητα. Δεν τους επιτρέπουν ούτε να πλησιάσουν τα σπίτια τους. Έλεγα πως είμαι τυχερή. Τώρα, θα δείξει.
Όταν πηγαίνω εκεί, είμαι μόνο επισκέπτρια. Δεν αγοράζω τίποτα από τις κατεχόμενες περιοχές. Συνήθως, πηγαίνω με έναν παιδικό μου φίλο από το χωριό. Εκείνος επισκέπτεται την περιοχή κάθε Σάββατο, γιατί πιστεύει πως η παρουσία μας εκεί είναι σημαντική – για να ξέρουν πως δεν ξεχνάμε. Δεν αφήνουμε χρήματα σε καταστήματα. Υπάρχει, όμως, μια οικογένεια Τουρκοκυπρίων από τη Λάπηθο, που δεν καταπάτησαν ελληνική περιουσία και έχουν στήσει μια επιχείρηση στο δικό τους κτήμα. Σε αυτούς πάμε για να πιούμε μια λεμονάδα, να πιούμε έναν καφέ. Πάντα μας κερνάνε. Χαίρονται πολύ που μας βλέπουν.
- Στη Λευκωσία πηγαίνετε πλέον;
Ναι, πλέον έχουμε ένα σπίτι εκεί. Οι γονείς μου, 25 χρόνια μετά την εισβολή, κατάφεραν να αγοράσουν ένα διαμέρισμα στη Λευκωσία. Κάθε καλοκαίρι, όταν επισκέπτομαι την Κύπρο, μένω σε αυτό το σπίτι.
- Ο αδερφός σας;
Και ο αδερφός μου πηγαίνει, αλλά λόγω της δουλειάς του οι επισκέψεις μας συνήθως δεν συμπίπτουν. Τον Σεπτέμβριο έμεινε για πέντε μέρες, ενώ τον Νοέμβριο ταξιδέψαμε μαζί για τέσσερις μέρες. Ο λόγος της επίσκεψής μας τότε ήταν μια εκδήλωση προς τιμήν του πατέρα μας.
Η Κύπρος έχει και την ιστορία του 1955-1959, τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο πατέρας μας συμμετείχε σε αυτόν, και στη συγκεκριμένη εκδήλωση τιμήθηκαν οι αγωνιστές της περιόδου εκείνης. Αν και έχει φύγει από τη ζωή, του απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος. Αυτό που θέλω να πω είναι πως όσοι άνθρωποι αγωνίστηκαν τότε για να διώξουν τους Άγγλους και να ελευθερωθεί η Κύπρος έφυγαν βαθιά πικραμένοι. Κάποιοι σκοτώθηκαν στη μάχη, πολλοί θυσιάστηκαν, και όμως, παρά τον αγώνα τους, η Κύπρος τελικά έμεινε μισή – με το βόρειο τμήμα της υπό τουρκική κατοχή.
- Τώρα που σύντομα θα δημοσιοποιηθούν κάποια αρχεία, έχετε κάποια σκέψη πάνω σε αυτό;
Ο φάκελος της Κύπρου ανοίγει σιγά σιγά, και είναι απαραίτητο να έρθουν όλα στο φως. Η υπόθεση της Κύπρου ήταν μια προδοσία. Όλα ξεκίνησαν από τη Χούντα, που στην ουσία «πούλησε» την Κύπρο. Είναι κρίμα, και γι’ αυτό πρέπει να αποκαλυφθεί η αλήθεια, ώστε να φανεί ξεκάθαρα τι πραγματικά συνέβη.
Να σας πω κάτι χαρακτηριστικό: Η εισβολή έγινε το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974, ενώ το πραξικόπημα είχε προηγηθεί τη Δευτέρα 15 Ιουλίου. Μόλις δύο μέρες πριν από την εισβολή, την Πέμπτη 18 Ιουλίου, οι πραξικοπηματίες επέβαλαν κατ” οίκον περιορισμό. Στις μεγάλες πόλεις τα μέτρα ήταν αυστηρά, όμως στα χωριά δεν υπήρχε ιδιαίτερος έλεγχος, ούτε μάχες μεταξύ στρατιωτών.
Εκείνη τη μέρα, πιέσαμε τον πατέρα μας να μας πάει μια βόλτα στη θάλασσα. Τα καλοκαίρια περνούσαμε όλη τη μέρα εκεί. Πήγαμε λοιπόν σε ένα από τα παραλιακά κέντρα – από εκείνα τα παραδοσιακά, με οροφή από καλάμι, χτισμένα πάνω στους βράχους, δίπλα στο νερό. Φτάνοντας, είδαμε χωριανούς να κοιτάζουν επίμονα τη θάλασσα. Υπήρχαν πλοία ορατά με γυμνό μάτι. Άρχισαν οι συζητήσεις: «Είναι ο έκτος Αμερικανικός στόλος», έλεγε κάποιος. «Όχι, είναι ελληνικά», έλεγε άλλος. «Όχι, είναι τουρκικά». Και τελικά, ήταν τουρκικά. Οι Τούρκοι είχαν ήδη ξεκινήσει.
Το ερώτημα είναι: Ο στρατός δεν τα είδε; Υπήρχαν στρατόπεδα στην παραλία. Κανείς δεν αντιλήφθηκε ότι πλησίαζαν τα τουρκικά πλοία; Βρεθήκαμε εντελώς απροετοίμαστοι. Ο στρατός τότε διοικούνταν από Ελλαδίτες αξιωματικούς, πολλοί εκ των οποίων ήταν Χουντικοί. Βέβαια, υπήρχαν και άλλοι που ήταν άξιοι και σκοτώθηκαν πολεμώντας, αλλά αρκετοί ήταν άνθρωποι του καθεστώτος. Υπάρχει μια συγκλονιστική μαρτυρία στρατιώτη, που περιγράφει τι συνέβη σε ένα στρατόπεδο κοντά στο σημείο της απόβασης. Το στρατόπεδο βομβαρδιζόταν, και ο αξιωματικός τους έλεγε: «Μην ανησυχείτε, ασκήσεις κάνουν οι Τούρκοι». Τελικά, ο συγκεκριμένος στρατιώτης πιάστηκε αιχμάλωτος. Αν διαβάσετε το βιβλίο του, το οποίο βασίζεται στις αναμνήσεις του από την αιχμαλωσία και υπάρχει στη βιβλιοθήκη, θα βρείτε εκεί πολλές λεπτομέρειες για όσα συνέβησαν εκείνες τις ημέρες.
- Άρα πιστεύετε ότι το ζήτημα της Κύπρου δεν έχει καλυφθεί επαρκώς ιστορικά; Για παράδειγμα, στα σχολεία διδάσκεται όσο θα έπρεπε;
Όχι, δεν έχει. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν γι’ αυτό, γιατί η διδασκαλία της ιστορίας σπάνια φτάνει μέχρι τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Είναι κρίμα. Και μην νομίζετε ότι μόνο στην Ελλάδα υπάρχει αυτό το πρόβλημα· το ίδιο συμβαίνει και στην Κύπρο. Ακόμα και εκεί, οι νέοι της ηλικίας σας συχνά δεν γνωρίζουν αρκετά. Η μνήμη διατηρείται κυρίως μέσα από όσους έζησαν τα γεγονότα και φρόντισαν να τα μεταφέρουν στα παιδιά τους. Τα δικά μου παιδιά, για παράδειγμα, τα γνωρίζουν πολύ καλά, γιατί φρόντισα να τους μιλήσω γι’ αυτά.
- Ο πατέρας ή η μητέρα σας μιλούσε ποτέ για όσα έγιναν;
Η μητέρα μου μιλούσε πολύ γι’ αυτά. Ο πατέρας μου, αντίθετα, όχι. Ήταν πάντα εσωστρεφής. Όταν τον ρωτούσα κάτι, συνήθως κούναγε το χέρι του αδιάφορα, σαν να μην ήθελε να μιλήσει. Νομίζω πως ένιωθε μεγάλη απογοήτευση.
- Οπότε πιστεύετε ότι αυτά τα ζητήματα πρέπει να συζητιούνται;
Ναι, φυσικά. Πρέπει να τα συζητάμε, και κυρίως τα παιδιά της Κύπρου να γνωρίζουν την ιστορία τους. Αυτή η γη είναι δική μας. Αν δεν τη διεκδικήσουμε, αν την ξεχάσουμε, τότε απλώς θα την αφήσουμε στα χέρια των Τούρκων. Δεν γίνεται οι επόμενες γενιές να μη γνωρίζουν πού γεννήθηκε η μητέρα, η γιαγιά ή η προγιαγιά τους. Πρέπει να ξέρουν, να επισκέπτονται αυτά τα μέρη, να θυμούνται. Και αν στο μέλλον βρεθεί μια λύση, να μπορούν να διεκδικήσουν ό,τι τους ανήκει.
[Αυτό που ακούτε είναι ότι στην Κύπρο η ζωή είναι ωραία. Είναι πολύ... Όντως είναι, όχι “ωραία.” Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω. Είναι πολύ μικρή η Κύπρος, είναι πολύ περιορισμένη.
Όμως είναι πολύ καλό το επίπεδο ζωής, πολύ καλοί μισθοί, άνεση οικονομική κτλ. οι πρόσφυγες πια έχουν... Εντάξει, τώρα πια δεν έχουν… Οι άνθρωποι πέθαιναν πιο πολύ. Έχουν βρει δουλειές, τα παιδιά τους έχουν αποκατασταθεί, γενικά είναι καλά. αλλά βασικά αυτοί που πληρώνουν το ψυχικό τίμημα όλης αυτής της κατάστασης, πέρα από το υπόλοιπο ότι χάσανε τις περιουσίες τους κλπ., είναι οι πρόσφυγες. Νομίζω οι υπόλοιποι Κύπριοι δεν… συμμετέχουν σε αυτό και κάπου μπορεί να είναι λογικό. Κυρίως αυτοί που ζήσανε εκεί πέρα, έτσι, τα παιδιά τα νέα που δεν ζήσανε εκεί πέρα, δεν μπορούν να καταλάβουν την έκταση αυτών των συναισθημάτων που νιώθουν οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί.]
- Θα επιστρέφατε στη Λάπηθο, αν σας δινόταν η δυνατότητα;
Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που τίθεται πάντα σε έναν πρόσφυγα είναι αν, όταν βρεθεί κάποια λύση, θα επιστρέψει. Μου το έχουν ρωτήσει κι εμένα, στο παρελθόν. Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου πάντα έλεγαν ότι, φυσικά, θα γυρίσω. Όταν όμως εμένα μου τίθεται το ερώτημα, σκέφτομαι το σπίτι, το οποίο θα το κρατήσω. Δεν ξέρω αν θα επιστρέψω μόνιμα, αλλά τα καλοκαίρια σίγουρα θα είμαι εκεί. Γενικά, όποτε έχω διακοπές, θα είμαι εκεί. Παρ” όλα αυτά, μπαίνει και ένα άλλο ερώτημα: ποιοι θα είναι γύρω σου; Δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Γιατί η γιαγιά μου, ο παππούς μου, οι γονείς μου, οι γείτονές μας, ακόμη και κάποιοι φίλοι συνομήλικοί μου, όλοι έχουν φύγει από τη ζωή. Οπότε, δεν θα είναι το ίδιο. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ένας φίλος μου, παιδικός φίλος, που πάμε στο χωριό στην Κύπρο, λέει: «Ο τόπος είναι οι άνθρωποι. Όταν οι άνθρωποι λείπουν, ο τόπος είναι έρημος».
Τελικά, αυτό που συνέβη, με κάνει να αισθάνομαι πως μας έκλεψαν την παιδική μας ηλικία. Για μένα, που ήμουν παιδί τότε, μας έκλεψαν τα παιδικά μας χρόνια. Χάσαμε τους φίλους μας, τα πάντα. Υπάρχει αυτό το συναίσθημα ότι χάσαμε τα πάντα. Κάτι σταμάτησε ξαφνικά, μας το πήραν και μετά άρχισε μια άλλη ζωή.
Τα παιδιά σας έχουν επισκεφθεί την Λάπηθο;
Ναι, τα πήγα και θα τα ξαναπάω. Τώρα πια είναι μεγάλα. Η κόρη μου είναι 29 ετών και ο γιος μου 23. Ο γιος μου, μάλιστα, ασχολείται πολύ με το θέμα. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Επηρεασμένος από όλα αυτά και λόγω του ότι σπούδασε Αρχιτεκτονική, επέλεξε να κάνει τη διπλωματική του εργασία, πριν πάρει το πτυχίο του, πάνω στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Το αεροδρόμιο βρίσκεται στη νεκρή ζώνη και δεν λειτουργεί. Σκέφτηκε, αρχικά, να κάνει την εργασία του στη Λάπηθο, όμως κατέληξε ότι θα ήταν δύσκολο να τραβήξει φωτογραφίες και να συλλέξει πληροφορίες από την τουρκική πλευρά. Για να του δώσουν στοιχεία, θα έπρεπε να υπογράψει έγγραφο που να αναγνωρίζει το ψευδοκράτος, κάτι που φυσικά δεν θα έκανε. Έτσι, κατέληξε ότι θα ήταν πιο εύκολο να ασχοληθεί με το αεροδρόμιο, καθώς εκεί βρίσκονται τα Ηνωμένα Έθνη. Όντως, πήγε, του έδωσαν άδεια, και μπόρεσε να το επισκεφθεί. Εγώ, από την άλλη, δεν έχω δει το αεροδρόμιο από τότε. Ο γιος μου το επισκέφθηκε το 2020, επηρεασμένος από όλα όσα έχουμε ζήσει.
- Υπάρχει κάποιο περιστατικό που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση;
Να το αναφέρω και αυτό, γιατί μίλησα για τη Χούντα, αλλά υπήρχαν και Ελλαδίτες αξιωματικοί που απέτρεψαν την «παράδοση» του αεροδρομίου Λευκωσίας στους Τούρκους. Έλληνας αξιωματικός παράκουσε τις εντολές του αρχηγείου, που του έλεγε να πάρει τους στρατιώτες του και να αποχωρήσει. Έδωσαν μάχες εκεί και κατάφεραν να κρατήσουν τον έλεγχο του αεροδρομίου, με τη συμφωνία ότι θα το παρέδιδαν στα Ηνωμένα Έθνη. Ωστόσο, τα Ηνωμένα Έθνη καθυστερούσαν να το παραλάβουν, ενώ από το Γενικό Επιτελείο Στρατού του δόθηκε εντολή: «Πάρε τους στρατιώτες και φύγε».
Εκείνος γνώριζε πως οι Τούρκοι ήταν ακροβολισμένοι γύρω από την περιοχή και ότι, αν αποχωρούσαν, θα καταλάμβαναν αμέσως το αεροδρόμιο. Τα Ηνωμένα Έθνη προσποιούνταν αδιαφορία. Έτσι, απάντησε: «Εγώ δεν φεύγω από εδώ, αν δεν έρθουν τα Ηνωμένα Έθνη να το παραδώσω». Παράκουσε τις εντολές των ανωτέρων του και κράτησε τη θέση του μέχρι που τα Ηνωμένα Έθνη αναγκάστηκαν να πουν: «Έχουμε να κάνουμε με τρελό, δεν πρόκειται να φύγει». Τελικά, ήρθαν και το παρέλαβαν. Έτσι, το αεροδρόμιο της Λευκωσίας παρέμεινε στη νεκρή ζώνη και δεν έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Ήταν ένας στρατηγικός στόχος υψίστης σημασίας.
Σας ευχαριστούμε πολύ!
Κι εγώ σας ευχαριστώ!