Ο Ιούδας

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, κεφ. Ε (δημοτικό σκολειό)

Τη μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησιά να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε ύστερα στο σκολειό να μας ξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστισμένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού. Άρχισε, λοιπόν, ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πώς ο Θεός κατέβηκε στη γης και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε για να σώσει από την αμαρτία. Ποιαν αμαρτία; καλά καλά δεν καταλάβαμε. Μα καταλάβαμε καλά πώς είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τους πρόδωκε, ο Ιούδας.

-            Κι ήταν ο Ιούδας σαν τον… σαν τον…

Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον από μας έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλό του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό που ‘χε φωνάξει πέρυσι την Τρίτη Τάξη: «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί».

-          Να, σαν το Νικολιό! Φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!

Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο. Κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίντυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό.

Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χεροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε. Κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγούσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε «Ιούδα! Ιούδα!» ωσότου έφτασε σπίτι του και τρύπωξε μέσα.

Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια. Έφερνε σ’ ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούρια παπούτσια πού ‘χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για τη Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.

-          Δε με γνωρίζεις; Έκαμε. Δε με θυμάσαι;

-          Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.

-          Το Νικολιό! Φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.

-          Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.

Σχολιάστε