Στο δρόμο για την Ευτυχία

 

Κάποτε, αναζητούσα παντού την Ευτυχία, που όλοι μιλούσαν για εκείνη…Την έψαχνα στα μαγαζιά, μήπως την πουλούν για να την αγοράσω, αλλά όταν πήγαινα και ρωτούσα την τιμή της, οι καταστηματάρχες θύμωναν και με έδιωχναν με τα φρύδια τους ζαρωμένα. Με έκαναν να πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είχαν το ίδιο θλιμμένο και μίζερο πρόσωπο, τόσο που νόμιζα ότι φορούσαν μάσκες! Άραγε, είναι σ’ αυτό το χαλάκι που κρύβω τις σκανταλιές μου; Ή βρίσκεται στην αυλή της γιαγιάς, εκεί, πίσω από τις γλάστρες με τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα; Όμως, δεν ήταν σε κανένα από τα μέρη που σκέφτηκα.

Μια μέρα, μια μέρα που έμελλε να αλλάξει η ζωή μου ολόκληρη, συνάντησα την Ευτυχία! Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν, τα πάντα στολισμένα και σε ρυθμούς γιορτινούς χτυπούσαν οι καρδιές. Μόνο που η ψυχή μου, κενή και διψασμένη από χαρά, αφουγκραζόταν τις σκέψεις μου, που έμοιαζαν με μπλεγμένο κουβάρι στα νύχια ενός καλοθρεμμένου γάτου. «Τρία, δύο, ένα» και η αντίστροφη μέτρηση σταματά. Ήρθε ο καινούριος χρόνος! Αλλά τίποτα διαφορετικό δεν αντικρίζουν τα μελαγχολικά μου μάτια…Θαρρείς πως βαστούσα τις ελπίδες μου στο έτος  που πρόκειται να ξεδιπλωθεί μπροστά μας, μα κι αυτό άοσμο και πικρό, σαν το προηγούμενο, μου μοιάζει. Πού είναι όλα εκείνα που μου υποσχέθηκαν; Ποιος καταραμένος αντικατέστησε το χρυσάφι της Ευτυχίας με το κάρβουνο της Δυστυχίας;

Όλα είχαν πάρει ξανά την ίδια τροπή…Το ολόμαυρο πέπλο της θλίψης σκέπασε τα πάντα! Τα δάκρυα είχαν πλημμυρίσει το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό μου, το σώμα μου έστεκε ανήμπορο κι αβοήθητο απέναντι σε βαθύτερους συλλογισμούς που με είχαν κατακλύσει. Όταν, εντελώς ξαφνικά, βρήκα το θάρρος κι άνοιξα την πόρτα. Ετούτη θα ήταν η τελευταία φορά που θα έψαχνα για την κυρά-Ευτυχία, υποσχέθηκα στον εαυτό μου.

Καθώς τα πόδια μου σέρνονταν στο έδαφος, ακολουθώντας πιστά τις εντολές του μυαλού, είδα μόνο άσχημα πράγματα. Ζητιάνους, άρρωστους που υπέφεραν από τις κακουχίες της άδικης ζωής. Αδέσποτα ζωάκια, που γύρευαν απεγνωσμένα το χάδι και την φροντίδα των περαστικών. Ψυχές-φαντάσματα, που δρούσαν ανενόχλητες  κι έσπερναν διαδοχικά τον θάνατο…Μα, πού είναι επιτέλους, αυτή η Ευτυχία;

Έτρεχα, έτρεχα πολύ και οι φωνές τους βούιζαν στ’ αυτιά μου σαν μελίσσι. Ξάφνου, τα βήματά μου με έφεραν σε ένα κατασκότεινο δάσος. Το μόνο που φώτιζε ήταν ένα φτωχικό καλυβάκι στην άκρη μιας παλιάς ξύλινης γέφυρας. Πλησίασα και με υποδέχτηκε μια καλοκάγαθη γριούλα. «Μπες μέσα ,θα κρυώσεις», μου είπε στοργικά και δίχως να χάσω την ευκαιρία την ακολούθησα. «Πες μου, τι θέλεις να μάθεις από εμένα;» και την ρωτώ διστακτικά «Μήπως είσαι η κυρά-Ευτυχία;».Τότε εκείνη αποκρίνεται «Το όνομά μου είναι απλά ένας μύθος, όλοι το ξέρουν, μα ελάχιστοι με ανακαλύπτουν. Ο λόγος; Δεν εκτιμούν αυτά που έχουν! Εγώ είμαι το καθετί που βλέπεις, αγγίζεις κι ακούς, όμως εσύ δεν θέλεις ή μάλλον δεν δέχεσαι να με δεις. Να θυμάσαι πως εμένα δεν με θωρούν εκείνα τα μάτια που καλύπτονται από τα βλέφαρά σου,  τα μάτια της ψυχής!» Και τη ρωτώ δειλά αλλά και μπερδεμένα «Δηλαδή, τώρα που σε γνώρισα, είμαι αυτό που λέμε “ευτυχισμένος”;». Και η σοφή γερόντισσα ανταπέδωσε «Αυτό εξαρτάται μόνο από εσένα!». Έπειτα την χαιρετώ και τραβώ για το δρόμο της επιστροφής.

Πλέον, όλα μου φαίνονταν διαφορετικά. Τα πάντα βροντοφωνάζουν την κυρά-Ευτυχία! Τώρα, τα λαμπερά αστέρια υπερνικούν τον μουντό συννεφιασμένο ουρανό. Η μυρωδιά των λουλουδιών είναι πιο έντονη και το κελάηδημα των πουλιών πιο γάργαρο. Όλα έχουν αποκτήσει μια πιο γλυκιά αίσθηση! Ακόμη κι εκείνα τα πορσελάνινα άψυχα προσωπεία έκρυβαν μια  ανεξήγητα  εκθαμβωτική γοητεία. Όλα είχαν αλλάξει, έγιναν πιο βελούδινα  και η ψυχή μου ήταν λουσμένη από το φως της Ευτυχίας.

… και να θυμάστε πως η πραγματική Ευτυχία εξαρτάται από τα πιο απλά και λεπτά πράγματα, που μπορεί κανείς να ανακαλύψει σ’ αυτό τον κόσμο που ζούμε. Η αναζήτησή τους, όμως, είναι αυτή που ανοίγει το μονοπάτι της συνάντησης με την κυρά-Ευτυχία!

Mary Noodle
Περί Mary Noodle 6 Άρθρα
I’m a writer.I don’t cry.I bleed on paper.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης