Το νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν αδιαμφισβήτητα από τους σημαντικότερους χώρους θρησκευτικής πρακτικής στην αρχαία Ελλάδα. Ο ερειπωμένος, πλέον, χώρος βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος του νομού Πρέβεζας, στο σημείο που, κατά τον Όμηρο, “έσμιγε ο ποταμός Αχέρων με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών”.
Στην περιοχή που βρίσκεται το νεκρομαντείο έχουν βρεθεί στοιχεία ανθρώπινης δραστηριότητας που τοποθετούνται γύρω στο 13ο – 14ο αιώνα π.Χ. Τα ερείπια των εγκαταστάσεων που σώζονται σήμερα χρονολογούνται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, ενώ η νεότερη επέμβαση στο χώρο συνέβη με το χτίσιμο της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Το νεκρομαντείο του Αχέροντα αλλά και άλλα, έχουν μια σημαντική διαφορά από τα απλά μαντεία της αρχαιότητας: Στα μαντεία οι επισκέπτες πήγαιναν με το σκοπό να λάβουν από το ιερατείο χρησμό, δηλαδή πρόβλεψη, η οποία δινόταν πάντοτε αλληγορικά, λόγω της αβεβαιότητας που υπήρχε, προφανώς, για το μέλλον. Στα νεκρομαντεία, αντίθετα, οι επισκέπτες πήγαιναν για να “έρθουν σε επαφή με τον Κάτω Κόσμο”, μέσω ειδώλων και ήχων από φιλικά ή συγγενικά πρόσωπα.
ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Στο νεκρομαντείο του Αχέροντα θεωρούνταν πως για να έρθει ο επισκέπτης σε επαφή με τις ψυχές του Κάτω Κόσμου θα έπρεπε να τις ξυπνήσει από τη λήθη τελώντας προσφορές και δίνοντάς στα πνεύματα να πιούν αίμα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Όμηρο, η νεκρή μητέρα του Οδυσσέα δεν αναγνώρισε το γιο της μέχρι που αυτός της έδωσε να πιει αίμα. Οι ψυχές θεωρούνταν άυλες. Οι ιερείς παρουσίαζαν στους θρησκευόμενους πλαστά δήθεν είδωλα των ψυχών των νεκρών μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού που αποτελούνταν από γρανάζια, μοχλούς και καστανιέτες.
Οι επισκέπτες του νεκρομαντείου, μπαίνοντας στον χώρο, ξεκινούσαν μια σειρά από διαδικασίες προετοιμασίας μέχρι να “έρθουν σε επαφή με τους νεκρούς”. Πιο συγκεκριμένα, αφού οι ιερείς τους έκαναν ερωτήσεις για τον λόγο της επίσκεψής τους, αλλά και την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, τους οδηγούσαν μέσα από διάφορα δωμάτια και διαδρόμους, οι οποίοι ήταν φτιαγμένοι για να προσδίδουν στον χώρο το απαιτούμενο μυστικιστικό στοιχείο. Οι θρησκευόμενοι ταΐζονταν μια δίαιτα η οποία αποτελούνταν από κουκιά, χοιρινό λίπος και όστρακα, ο συνδυασμός των οποίων διευκόλυνε την αποδυνάμωση των αισθήσεων και τη διαμόρφωση μιας παραισθησιακής κατάστασης στον επισκέπτη. Η διαδικασία πιθανότατα κρατούσε μερικές μέρες, πράγμα λογικό, αφού χρειαζόταν ορισμένος χρόνος για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών.
Ύστερα, μετά από πολλή προετοιμασία, ο επισκέπτης έφτανε στην κεντρική αίθουσα, όπου γίνονταν οι χοές, δηλαδή προσφορές σε υγρή μορφή (γάλα, μέλι, κρασί, αίμα θυσιασμένων ζώων κλπ.), οι οποίες χύνονταν στο δάπεδο δήθεν για να εξευμενιστούν οι θεοί του Κάτω Κόσμου. Μετά εμφανίζονταν στον ίδιο χώρο οι “σκιές” των νεκρών και επικοινωνούσαν με τον επισκέπτη. Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν πως είχε κατασκευαστεί ένα είδος γερανού, παρόμοιο με αυτούς που χρησιμοποιούνταν στο θέατρο, ειδικά φτιαγμένο για να παρουσιάζει στον πιστό ομοιώματα που έμοιαζαν με τις “σκιές” των νεκρών. Τέλος, ο επισκέπτης έφευγε από την έξοδο, η οποία ήταν διαφορετική από την είσοδο, για να διατηρείται η μυστικότητα. Αξίζει να σημειωθεί πως το να μιλήσεις για την εμπειρία στο νεκρομαντείο θεωρούταν ύβρη.
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως ένας αρχαίος πολιτισμός, ο οποίος άκμασε πριν περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια, είχε ήδη την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ένα τέτοιο έργο. Βέβαια, δεν εκπλήσσεται κανείς, αν συνειδητοποιήσει πως υπήρχαν σοβαρά οικονομικά κίνητρα για να εκτελέσει το ιερατείο (ανώτερη κοινωνική τάξη) το συγκεκριμένο σχέδιο. Πιθανότατα ήταν επιτηδευμένο το γεγονός πως οι επισκέπτες έπρεπε να τελούν σημαντικές προσφορές υλικών αγαθών για να τους επιτραπεί να συμμετάσχουν στις τελετουργίες. Παρατηρούμε εδώ μια κλασική περίπτωση συγκαλυμμένης με θρησκευτικό προσωπείο εκμετάλλευσης και εξαπάτησης των επισκεπτών του μαντείου. Μάλιστα, εδώ αυτό το στοιχείο είναι ακόμη πιο έντονο, αφού οι τελετουργικές διαδικασίες ήταν σχεδιασμένες ώστε να εξασθενούν τις αισθήσεις των θρησκευόμενων.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η αρχιτεκτονική του χώρου (πολυγωνική τοιχοδομία, σιδερόφρακτες πύλες, εσωτερική διαίρεση με διαδρόμους) θυμίζει μαυσωλείο, ήταν εντελώς επιτηδευμένη, και στόχευε στην ενίσχυση του μυστικιστικού στοιχείου και στη διευκόλυνση της λατρείας των θεών-ειδώλων. Το κυρίως ιερό χωρίζεται με δυο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα και δύο μικρές πλαϊνές. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μια άλλη, υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο, η οροφή της οποίας στηρίζεται σε 15 πώρινα (από πωρόλιθο) τόξα, η Ιερά Κρύπτη.
Αξίζει να σημειωθεί η ιδιαιτερότητα της ακουστικής της συγκεκριμένης αίθουσας, η οποία συμπεριλαμβάνει ταυτόχρονα απόλυτη ησυχία και πολύ χαμηλό χρόνο αντήχησης. Μάλιστα, οι ακουστικές τιμές πλησιάζουν αυτές των ανηχοϊκών θαλάμων (σύγχρονα εργαστήρια ακουστικής. Οι αρχαιολόγοι έχουν βγάλει το συμπέρασμα πως ο χώρος ήταν συνειδητά κατασκευασμένος έτσι ώστε να δημιουργεί στον επισκέπτη έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα.
Πηγές (Διαβάστε περισσότερα):
https://el.wikipedia.org/wiki/Νεκρομαντείο_Αχέροντα
https://www.visitpreveza.gr/anakalipste/nekromantio-acheronta/
Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα – Αρχαιολογία Online (archaiologia.gr)