ΑΠΩΛΕΙΑ

(για τον  πατέρα  μου)

Στ” ανάθεμα

εκεί  που  χώμα  κι  αίμα  έσμιξαν

– αντίκρυ  ο  λόφος  με  τρεις  λεύκες  δροσερές

ένα  κρυφό  ρυάκι  σαρκοφάγο

χωρίς  σταματημό  αντηχεί  στ” αυτιά  μου

το  πικρό  του  μήνυμα–

Μεγάλωσα  άξαφνα

δεν  ήθελα

στιγμή  κακιά, ο  κόσμος  γέρασε

έγιναν  οι  ρυτίδες  άβυσσος

τα  μακριά  μαλλιά  μου  στο  θαμπό  σκοτάδι  ρίζωσαν

και  γίναν  πέτρα.

Ν” ακούω  μόνο  άνεμο  και  άνεμο  και  άνεμο

που  αφήνει  κάπου  κάπου  δυο  παράπονα  στις  κρύες  πόρτες  σου.

» Άιντε,  η  ζωή  σαν  όνειρο  πώς  μοιάζει!»  θα  είπες  φεύγοντας

και  σαν  πικρό  ποτήρι — ορκίζομαι — θα  τηνε πιω

στο  δρόμο  που  άνοιξες  εσύ

μόνος  και  πάλι  μόνος  σου –σαν  άνθρωπος.

Σαν  ταξιδιώτης  που  στα  πόδια  έχει  γνώση  ατρύγητη

κι  όμως…

μ ΄ένα  κλαδί  βασιλικό  στις  ασημένιες  τούφες  των  μαλλιών.

Ακολουθούμε  εμείς  σκυφτοί

έχοντας  φυλαγμένη  μια  σταλιά  ελπίδα στ” ανθρώπινά  μας  τίποτα.

Κι  έπειτα  όλο  και  πιο  βαθύ  μενεξελί  τα  μάτια  σου

κι  ύστερα  όλο  και  πιο  ναύτης  σε  ψηλά  βουνά — η  μοίρα  μου .

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης