Ο Σπύρος Λούης ήταν Έλληνας μαραθωνοδρόμος. Υπήρξε ο πρώτος αθλητικός θρύλος της νεότερης Ελλάδας και από τις σημαντικότερες μορφές των Α” Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1872, στο Μαρούσι Αττικής από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο μικρός Σπύρος τον βοηθούσε, κουβαλώντας νερό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για την αντοχή του, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του. Εξαιτίας των αγωνιστικών του προσόντων, ο Λούης σε ηλικία 24 ετών, μπήκε από το «παράθυρο» στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1896, μετά από προτροπή του διοικητού του Ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, ο οποίος ήταν αθλητικός κριτής. Ο Λούης έτρεξε χωρίς καμία προετοιμασία και κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο.
Ο Λούης μετά τον θρίαμβό του δεν ξαναέτρεξε ποτέ και έζησε μία ήρεμη ζωή εργαζόμενος ως αγρότης, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Δημιούργησε συνάμα και την δική του οικογένεια. Ο θρύλος του όμως παρέμεινε αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες, ως επίσημο προσκεκλημένο. Ο ίδιος εμφανιζόταν ντυμένος φουστανελάς , με το χρυσό του μετάλλιο στο στήθος. Το 1936, όταν προσκλήθηκε από τον Χίτλερ στη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου, του προσέφερε ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης και ήταν ο μοναδικός που δεν χαιρέτησε το Γερμανό ηγέτη με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έπραξαν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έφερνε δύσκολα, εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της συζύγου του. Ο Σπύρος Λούης πέθανε πάμφτωχος στο Μαρούσι , στις 26 Μαρτίου του 1940.