
Σεπτέμβριος 405
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Ξύπνησα το πρωί αγανακτισμένος με την κατάσταση που ζω. Οι Σπαρτιάτες δεν έχουν εμφανιστεί και εμείς συνεχίζουμε να τους προκαλούμε. Ντύθηκα, πλύθηκα και βγήκα έξω από το δώμα μου να δω λίγο ήλιο. Σιγά σιγά ξύπναγε όλο το πλήρωμα και οι στρατηγοί ήταν ήδη στο κατάστρωμα. Μετά από κανα μισάωρο μας είπαν ότι πρέπει να ξανακάνουμε αυτό που κάναμε πριν δύο μέρες. Να ξαναπάμε στην αγορά.
Πήρα τον εξοπλισμό μου και ξεκίνησα μαζί με τους άλλους προς τη Σηστό. Περπάταγα και περπάταγα μέχρι που έφτασα. Αμέσως ξεκίνησα να ψωνίζω τρόφιμα και αντικείμενα για να εφοδιαστούμε. Ξαφνικά, εκεί που ψώνιζα, άκουσα φωνές και αμέσως προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Γύρναγα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, για να δω τι γινόταν. «Μας επιτίθενται! Γρήγορα στα καράβια!!!». Αυτό μόνο χρειάστηκε ν” ακούσω για να αρχίσω να τρέχω προς τα πλοία μας. Όταν φτάσαμε μαζί με τους άλλους , ήταν ήδη πολύ αργά. Βλέπω όμως από μακριά ένα πλοίο του Κόνωνα και ανέβηκα πάνω χωρίς δεύτερη σκέψη. Καθίσαμε λίγο ακόμη, μα ήταν άδικος κόπος. Η μάχη ήταν ήδη τελειωμένη. Χάσαμε!
Ναι, αυτό έγινε. Χάσαμε. Μα καλά, έπρεπε να το περιμένω, φαινόταν. Επειδή είχαμε κερδίσει στις Αργινούσες δεν σήμαινε ότι θα νικούσαμε και εδώ τους Σπαρτιάτες. Μπορώ να πω κιόλας ότι το μέρος που είχαμε αγκυροβολήσει δεν ήταν καλό. Δεν ήταν ασφαλές και φεύγαμε ανά δύο μέρες για ανεφοδιασμό για πολλές ώρες. Έπρεπε να το περιμένω. Αυτό που δεν περίμενα ήταν αυτό που μας είπε ο Αλκιβιάδης. Ήξερα ότι ήταν αλήθεια, αλλά δεν περίμενα να βγει κιόλας. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία τι έγινε, ας μην τα αναλύω. Σημασία έχει ότι χάσαμε – ηττηθήκαμε…
Σ” αφήνω τώρα. Ελπίζω να τα πούμε πάλι σύντομα.
Αντώνης,
ο Αθηναίος
Λουκία Κεπενού, Α2.