Κάποτε στην Πολωνία ζούσε ένα νεαρό κορίτσι με μόνο της πόθο την αγάπη. Βλέπετε προέρχονταν από μια οικογένεια που δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ τους. Το μόνο που υπήρχε ήταν ζήλια και μίσος. Τα αδέλφια της έβλεπαν το ένα το άλλο με μίσος αλλά το νεαρό κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο. Αγαπούσε όλα τα αδέλφια της και δεν ξεχώριζε κανένα, ούτε τα ζήλευε. Βλέπετε είχε μοιάσει στην αγαπημένη της γιαγιά την οποία έχασε όταν ήτανε μικρή. Για αυτήν, η γιαγιά της αποτέλεσε υπόδειγμα προς μίμηση.
Η γιαγιά της γεννήθηκε σε μια οικογένεια τελείως διαφορετική από αυτή της μικρής της εγγονής. Οι γονείς της, προσπαθούσαν πολλά χρόνια να κάνουν παιδί κι έτσι όταν επιτέλους το κατάφεραν το μόνο που ήθελαν για την μονάκριβή τους ήταν … αγάπη. Πίστευαν πως η αγάπη ήταν το καλύτερο φάρμακο για όλα τα προβλήματα της ζωής και χωρίς αυτή κανένας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη ζωή του. Γι’ αυτόν τον λόγο την μεγάλωσαν μες στην αγάπη. Την αγάπη τους για αυτήν της την έδειχναν συνεχώς. Έτσι λοιπόν, η γιαγιά αγαπούσε τα πάντα στη ζωή της. Δεν έβλεπε παρά μόνο την θετική πλευρά ενός θέματος και ούτε που έβλεπε την αρνητική του πλευρά. Ήταν ευγνώμων για ό,τι είχε και φρόντιζε τους γύρω τις πάντα με αγάπη.
Κάπως έτσι, μεγάλωσε και τα παιδιά της. Με αυτή τη λογική μεγάλωσε- ή μάλλον προσπάθησε να μεγαλώσει – και τα παιδιά της. Η αλήθεια είναι πως δεν τα κατάφερε και πολύ αλλά δεν έφταιγε αυτή. Ένας τρομερός πόλεμος ξέσπασε την εποχή εκείνη που είχε ως συνέπεια να χωρίσει για σχεδόν πάντα αυτήν την οικογένεια. Η οικογένεια χωρίστηκε γιατί μέσα σε όλον τον πανικό του πολέμου και της εκκένωσης των πόλεων ζητήθηκε από τους πολίτες να βάλουν πρώτα όλα τα παιδιά μέσα στα τρένα της απόδρασης. Έτσι, πριν προλάβουν να επιβιβαστούν οι γυναίκες, οι οδηγοί των τρένων ενημερώθηκαν ότι ερχόταν στρατιές εχθρικών στρατιωτών στην πόλη. Μη θέλοντας να καθυστερήσουν κι άλλο, τα τρένα έφυγαν και οι γυναίκες έμειναν πίσω με την ελπίδα να επιζήσουν και να βρουν ξανά τα παιδιά τους. Αυτό βέβαια δεν έγινε ποτέ. Πέρασαν χρόνια και μόνο τότε μερικές μανάδες βρήκαν τα παιδιά τους. Τα παιδιά τα είχαν δώσει σε οικογένειες μιας άλλης χώρας για να καταφέρουν να ζήσουν. Έτσι, τα παιδιά της γιαγιάς πήγαν σε μια οικογένεια όπου δεν υπήρχε αγάπη. Όλοι κοιτούσαν το συμφέρον τους και τον εαυτό τους. Ήταν πονηροί και σκληροί. Στα δύο αυτά παιδιά της γιαγιάς ήταν ακόμα πιο σκληροί. Τους έβαζαν να κάνουν όλες τις δουλειές, τους υποχρέωναν να δουλεύουν και εννοείται δεν έπρεπε να φέρνουν αντιρρήσεις. Αν έκαναν κάτι που δεν έπρεπε έτρωγαν ξύλο και υποβάλλονταν και σε σκληρότατες τιμωρίες. Έζησαν σχεδόν 20 χρόνια της ζωής τους με αυτή την οικογένεια και γι’ αυτό και στην ενήλικη ζωή τους εφάρμοσαν αυτά που έμαθαν. Δηλαδή δε σκέφτεσαι παρά μόνο τον εαυτό σου και η αγάπη δεν είναι σημαντική. Όταν τα παιδιά της γιαγιάς ενηλικιώθηκαν, ξαναενώθηκε η οικογένεια της αγάπης, δηλαδή η οικογένεια της γιαγιάς.
Περνώντας τα χρόνια τα παιδιά της έκαναν τα δικά τους παιδιά τα όποια όμως τα μεγάλωσαν με πολύ αυστηρότητα και καθόλου αγάπη. Όταν επισκέπτονταν τη γιαγιά τους αυτή τους μιλούσε για την αγάπη και τους έλεγε πως δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από αυτήν. Όλα τα εγγονάκια της λάτρευαν την γιαγιά τους. Όμως όταν ήταν περίπου 10 χρονών πέθανε. Τα εγγόνια της στεναχωρήθηκαν πάρα πολύ γιατί την αγαπούσαν πολύ . Αφού ήταν η μόνη που τους έδειχνε αγάπη. Όταν το κοριτσάκι μεγάλωσε κράτησε στην ψυχή της όλα όσα της είπε η γιαγιά της. Θέλοντας να νιώσει την αγάπη στη ζωή της έφυγε από το σπίτι της αναζητώντας την. Δεν ξεχνούσε ποτέ της την φράση της γιαγιά της, η οποία είχε χαραχθεί στη ψυχή της « Στο τέλος της ημέρας το μόνο που μετρά είναι η αγάπη αλλά ποτέ δεν θα πρέπει να ικετεύεις για την αγάπη και το ενδιαφέρον κανενός »
Στασινού Παναγιώτα – Ελπίδα