Λιπάσματα
Περιέχουν κυρίως άζωτο, φώσφορο και κάλιο. Μέτα την εφαρμογή τους στις καλλιέργειες, μια μεγάλη ποσότητα παρασύρεται από τα νερά της βροχής και καταλήγει σε λίμνες και θάλασσες, όπου διαταράσσει τη φυσική βλάστηση και συμβάλλει στο φαινόμενο του ευτροφισμού μαζί με τα απορρυπαντικά Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατείσδυση αζώτου με την μορφή των νιτρικών αλάτων προς τους υπόγειους υδροφορείς, οι οποίοι εφοδιάζουν μέσω γεωτρήσεων με πόσιμο νερό ανθρώπινες κοινότητες. Τα νιτρικά μέσα στο σώμα μετατρέπονται σε νιτρώδη και αυτά με τη σειρά τους σε νιτροζαμίνες. Τα νιτρώδη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για τα μωρά, διότι προκαλούν οξείδωση της αιμογλοβίνης στο αίμα, προκαλώντας την αρρώστια που λέγεται μεθαιμογλοβιναιμία ή κυάνωση. Έχει σαν αποτέλεσμα ελλιπή οξυγόνωση του αίματος που κάνει το δέρμα των μωρών μπλε, γι’ αυτό και ονομάζεται σύνδρομο των μπλε μωρών ( blue baby syndrome). Είναι αρκετά σπάνια αρρώστια. Έχουν σημειωθεί 2.000 περιπτώσεις παγκοσμίως από το 1945.Τέλος,οι νιτροζαμίνες θεωρούνται καρκινογόνες. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι ορισμένα λαχανικά (σέλινο, σπανάκι, παντζάρια, καρότα,) αποτελούν σημαντικότερη πηγή νιτρικών ενώσεων από ότι το νερό και ορισμένα αλλαντικά συντηρητικά κρεάτων και καπνιστών ψαριών αποτελούν πηγή νιτρωδών ενώσεων.
Απορρυπαντικά
Τα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά υλικά είναι προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης που σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την αγορά τους καταλήγουν διαμέσων των αποχετευτικών συστημάτων στο υδάτινο περιβάλλον (υπόγεια νερά, θάλασσα, λίμνες, ποτάμια κλπ.) ή αφού περάσουν από βιολογικό καθαρισμό ως λίπασμα εδάφους ή εκεί που δεν προβλέπεται κατευθείαν στο έδαφος. Είναι πολύ σπουδαίο, τόσο για τον χειρισμό όσο και για την επιλογή αυτών των προϊόντων, να γνωρίζουμε τα προβλήματα που δημιουργεί αυτή η κατάληξη. Είναι όμως εξίσου σπουδαίο, να γνωρίζουμε εάν και κατά πόσο επιβαρύνουν το περιβάλλον και την υγεία των εργαζομένων στους χώρους παραγωγής των πρώτων υλών ή των ίδιων των προϊόντων, να γνωρίζουμε κατά πόσο επιδρούν άμεσα ή έμμεσα στην υγεία μας τόσο με την επαφή όσο και με την εισπνοή.
Αν και τα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά εξετάζονται αναλυτικά για τις ουσίες περιέχουν επισημαίνονται μόνο για τις οδηγίες και τις προφυλάξεις σε περιπτώσεις ατυχημάτων ή κατάχρησης τους. Τι γίνεται όμως με την χρόνια χρήση αυτών των επικίνδυνων ουσιών όπου τα αποτελέσματά τους εμφανίζονται μετά από χρόνια; Πως επιτρέπονται σε είδη καθημερινής ανάγκης χημικές εστίες που έχουν καρκινογόνο μεταλλαξιογόνο τερατογόνο δράση ή καταστρεπτικές συνέπειες για το περιβάλλον, όταν μόνο κατά τους πειραματισμούς θανατώνονται εκατοντάδες ποντίκια, σκυλιά, κουνέλια κ.α.
Τα απαλά και λαμπερά ρούχα, η αστραφτερή κουζίνα, το απολυμασμένο και πεντακάθαρο μπάνιο συνήθως συνοδεύονται και με δερματοπάθειες, αλλεργίες, αναπνευστικά προβλήματα και αντίστοιχα με συνέπειες στο περιβάλλον, όπως βρώμικη θάλασσα, μολυσμένα νερά μαζικοί θάνατοι ψαριών κλπ. Τα απορρυπαντικά περιέχουν ένα μεγάλο ποσοστό πρώτων υλών με μοριακή δομή ξένη προς τη φύση, που σημαίνει ότι δεν βιοαποικοδομούνται ή αυτό γίνεται ιδιαίτερα αργά. Έτσι λοιπόν, για τη διάθεση ενός απορρυπαντικού δεν απαιτείται 100% βιοαποικοδόμηση αλλά 90% και αυτό στη πρωτογενή της φάση. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αν ένα προϊόν έχει λιγότερο από 10% ουσίες που δεν διασπώνται και δεν αφομοιώνονται ουσιαστικά (σε εύλογο χρονικό διάστημα)μπορεί να βαπτιστεί οικολογικό, φιλικό στο περιβάλλον. Ή επίσης χρησιμοποιείται συχνά σε διαφημίσεις η εξοικονόμηση ενέργειας και η φιλικότητα στο περιβάλλον(μερικές φορές με την υποστήριξη περιβαλλοντικών φορέων) και δεν γίνεται λόγος για τη μη-βιοδιασπασιμότητα των διαφημιζόμενων προϊόντων Στα εμπορικά απορρυπαντικά το μεν δραστικό στοιχείο περιέχει σε ποσοστό έως και 50% και τα δε πρόσθετα έως και 40%, διότι έτσι επιτυγχάνονται φθηνότερα τελικά προϊόντα. Αυτές ακριβώς όμως, οι ποσότητες των πρόσθετων ουσιών, δηλαδή των φωσφορικών αλάτων, συντελούν στην ιδιαίτερη μορφή ρύπανσης των νερών που ονομάζεται ευτροφισμός, δηλαδή της υπέρμετρης, αύξηση θρεπτικών ουσιών στους υδάτινους αποδέκτες, με συνέπεια την εξάντληση του διαλυμένου οξυγόνου και το θάνατο των ψαριών.
Σχήμα 1. Ανατροπή ισορροπίας στην ανάπτυξη των υδρόβιων οργανισμών λόγω ευτροφισμού.
Παθογόνοι μικροοργανισμοί
Με τον όρο μόλυνση του νερού, εννοούμε την ύπαρξη παθογόνων μικροοργανισμών ή ιών στο νερό, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν αρρώστιες στον άνθρωπο ή τα ζώα. Ένας από τους σημαντικότερους φορείς ασθενειών ήταν πάντα το νερό μέσω του οποίου μπορούν να μεταδίδονται: (α) βακτήρια (σαλμονέλα του τύφου, σιγκέλα, δονάκιο της χολέρας), (β) ιοί που προκαλούν ηπατίτιδα, πολυομυελίτιδα, εντεροϊοί κ.λπ., (γ) εντερικά παράσιτα όπως οι αμοιβάδες.
Σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την πρόκληση νοσημάτων από μικρόβια και ιούς είναι η λεγόμενη “μολυσματική δόση”. Για τα πιο πολλά από τα εντεροπαθογόνα μικρόβια (σαλμονέλα, δονάκιο της χολέρας κ.λπ.) η μολυσματική δόση είναι μεγαλύτερη των 100.000 μικροβίων. Για λίγα μόνο (μικροοργανισμοί δυσεντερίας και τυφοειδής) η μολυσματική δόση είναι πολύ μικρή, μόλις 10-100 μικρόβια. Δεδομένου πως ένας κολυμβητής δεν πίνει παραπάνω από 20 cm3 νερού, υπολογίστηκε πως αυτά τα τελευταία δεν μπορούν να περιέχουν τα προαναφερθέντα ποσά μικροοργανισμών που συνιστούν τη μολυσματική δόση, εφόσον τα μη παθογόνα κολοβακτηριοειδή δεν υπερβαίνουν τα 10.000 σε 100 cm3 θαλάσσιου νερού.
Πάντως, μετά από επιδημιολογικές έρευνες στην Ευρώπη , διαπιστώθηκε μεγαλύτερη συχνότητα παθήσεων του δέρματος, των ματιών και των αυτιών σε κολυμβητές παρά σε μη κολυμβητές.
Τα οστρακοειδή είναι θαλάσσιοι οργανισμοί που τρέφονται κατακρατώντας θρεπτικά υλικά μέσω της διήθησης ποσοτήτων νερού με αποτέλεσμα κατακράτηση μικροβίων και ιών , σε βαθμό ίσως ανώτερο από κάθε άλλο είδος υδρόβιου οργανισμού.
Σαν δείκτης μικροβιακής μόλυνσης χρησιμοποιείται η συγκέντρωση κολοβακτηριδίων. Επιλέχτηκαν σαν δείκτης, διότι ενώ αυτά καθ’ εαυτά δεν προκαλούν νόσο, βρίσκονται πάντα στον εντερικό σωλήνα του ανθρώπου, αποβάλλονται καθημερινώς σε συγκεντρώσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων κατά άτομο, ή δε πιστοποίηση της παρουσίας τους είναι σχετικά εύκολη και γρήγορη. Η ύπαρξη κολοβακτηριδίων, λοιπόν, υποδηλοί πιθανότητα μόλυνση του νερού και από άλλους μικροοργανισμούς ευρισκομένους στα κόπρανα και στα ούρα.
Πίνακας 2.1. Αριθμός κολοβακτηριδίων που περιέχεται σε διαφορετικού βαθμού μόλυνσης νερού.
| Αριθμός (κολοβακτηρίδια ανά 100ml νερού) | Χαρακτηρισμός |
| λιγότερο από 1 | πόσιμο νερό |
| 10-100 | μη ρυπασμένο νερό λίμνης |
| 1.000-5.000 | ύποπτο μόλυνσης |
| 5.000-10.000 | σαφώς μολυσμένο |
| 10.000-100.000 | βαριά μολυσμένο |
| περισσότερα από 100.000 | αστικά λύματα |



