Χαρακτηριστικά
Διάκριση: Υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2008
· Εκδότης: Πατάκης 2007
· 3η έκδοση 2010
· 90 σελ.
· Συγγραφέα ς: Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου
· Εικονογράφηση: Γιώργος Ναζλής
· Τάξεις: Δ’, Ε’, Στ’
Υπόθεση
Διηγήματα βασισμένα σε πραγματικά περιστατικά βρίσκονται μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, ιστορίες αληθινές που ίσως φαίνονται απίστευτες, όπως τα παραμύθια. Πίσω από τις γραμμές τους κρύβεται ένα κομμάτι της νεότερης Ιστορίας μας, τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μια εποχή που, όσα βιβλία κι αν γράφτηκαν γι’ αυτή, ποτέ δε θα είναι αρκετά. Παράλληλα, η συγγραφέας προτείνει στους νεαρούς αναγνώστες, σαν παιχνίδι, να ανιχνεύσουν γεγονότα, πρόσωπα, τόπους και στιγμιότυπα που μεταπλάστηκαν σε στοιχεία άλλων λογοτεχνικών της έργων.
Απόσπασμα
Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. Ήταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά.
Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή.
«Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;»
Δεν ήξερε ότι με τίποτα δε θ’ άφηνα το τενεκεδάκι μου να πάθει στο δρόμο κακό. Πηγαίνοντας το πρωί στο σχολείο, είχα δει τρεις σκελετωμένους με κουρέλια να ψάχνουν με μάτι άγριο σ’ ένα σωρό από σκουπίδια. Άρπαζαν αποφάγια, φλούδια, κουκούτσια και τα ‘γλειφαν με λαχτάρα…
Μου κόπηκε η ανάσα. Σκέφτηκα πως έτσι θα καταντούσαν κι οι μεγάλοι στο σπίτι αν συνέχιζαν να μην τρώνε, για να έχουμε φαγητό μόνο εμείς τα παιδιά. Κι ύστερα θα πέθαιναν ένας ένας – ο μπαμπάς, η μαμά, η ξαδέρφη μας η Όλγα…
«Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου» δήλωσα ορθά κοφτά.
«Το ίδιο κι εγώ» φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου.
(…)
Η σούπα ερχόταν τακτικά στο σχολείο, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. Ώσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. «Γλυκόζη» το είπαν μα και για σοκολάτα λιωμένη μπορούσες ακόμα να το περάσεις με τη φαντασία σου, αν τη σοκολάτα τη λάτρευες και σου έλειπε όλο και περισσότερο.
Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους.
Ένα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Τι συμβαίνει, παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά.
Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια.
Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά ν α μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν, με της τάξης του τα παιδιά.
«Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του –«πειραχτήρης» ήταν το παρατσούκλι του- να ψιθυρίζει στο διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του.
Ο άλλος έγνεψε «ναι». Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ’ αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή.
Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη.
Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. Ύστερα τ’ αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι.
Όταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα.
Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι.
«Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα.
«Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη» χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!»
Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Κοιτούσαν τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι… Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… Ύστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα.
«Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ’ όνομα του Θεού!» είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Ειν’ αμαρτία!»
Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε…
Μαζεύτηκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτος να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να, πάρετε λίγο!
Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε…
Κριτική:
«… Συλλογή διηγημάτων αυτό το βιβλίο της Λ.Π.-Α., που όμως λες και όλα τους συνθέτουν ένα ελλειπτικό μυθιστόρημα. Χρόνος ενιαίος σε όλα – η περίοδος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής. Κεντρικό πρόσωπο-αφηγητής, σε όλα τα διηγήματα το ίδιο – η συγγραφέας όταν ήταν κορίτσι και ζούσε τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Και γύρω της πρόσωπα της οικογένειάς της, της γειτονιάς της – τα Εξάρχεια του τότε έχουν αρκετές φορές περιγραφεί από τη Λ.Π.-Α.
Θα χαρακτήριζα τα διηγήματα της συλλογής ως ιστορικά. Κι αυτό όχι γιατί δεν έχουν και μάλιστα σε έντονο βαθμό περιγραφές συναισθημάτων και σχέσεων, αλλά γιατί με ευαίσθητο τρόπο καταγράφουν μια εποχή και τους ανθρώπους της. Η ιστορία δεν έχει να κάνει μόνο με τους πρωταγωνιστές της, αλλά και με τους απλούς καθημερινούς αποδέκτες της, αυτούς που ίσως δεν τη διαμορφώνουν, μα τη βιώνουν και εν τέλει μετατρέπουν το ό,τι έχει συμβεί σε εμπειρία επέμβασης στο μέλλον – με άλλα λόγια σε μνήμη. ΄Εργο ώριμο, για αυτό απλό, ανθρώπινο, τρυφερό.»
Μάνος Κοντολέων ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ9.12.2007
«…δέκα διηγήματα μες στα οποία η ζωή δείχνει το αληθινό της πρόσωπο, καθαρό, ανθεκτικό, γελαστό και πληγωμένο. Στιγμές στιγμές και απελπισμένο. Και όμως, είναι τα παιδικά μάτια της ηρωίδας που την κοιτούν, μάτια ανύποπτα, αλλά ευαίσθητα και παρατηρητικά. Αυτά τα μάτια φωτογραφίζουν, κρίνουν, συγκρατούν. Παιχνίδια ομαδικά, απειλές, φόβος, πείνα, στερήσεις, κατακτητές, ελπίδες, αντίσταση, συντροφικότητα, η ανεμελιά της ηλικίας, πρόσωπα και πράγματα, γιορτές, καθημερινότητα και άλλα πολλά. Κι ένα κοριτσάκι που μεγαλώνει μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα. Μέρος της νεότερης Ιστορίας μας τα διηγήματα αυτά. Το βιβλίο δε φορτίζει τον νεαρό αναγνώστη, διότι υπάρχουν πολλά αστεία περιστατικά, στιγμές χαράς, περιγραφή των παιχνιδιών με τα παιδιά της γειτονιάς… Ο λόγος της Λ.Π.-Α., όπως πάντα, ευγενικός, εναργής και χαμηλότονος. Κι ας αναφέρεται σε μέρες τραγικές. Είναι το βλέμμα του παιδιού που τις απαλαίνει. Με ενδιαφέρον θα διαβαστεί και από ενήλικους αναγνώστες.»
Ελένη Σαραντίτη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21.12.2007 ΄Ενθετο «Βιβλιοθήκη».
«΄Οποιος έχει ζήσει τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, τότε που η σοκολάτα ήταν ένα ασύλληπτο όνειρο, ένα δυσεύρετο αγαθό, μπορεί να καταλάβει καλύτερα το συμβολισμό της σοκολάτας στο βιβλίο της συγγραφέα. ΄Οσο περίεργο κι αν φαίνεται, τα στερημένα παιδιά της Κατοχής, αυτά όπου η έλλειψη της σοκολάτας ήταν μία αξεπέραστη παιδική πίκρα, είχαν οράματα, σκοπούς και ιδανικά. Οι ιστορίες του βιβλίου είναι πραγματικές. Παρά το βάρος τους είναι νοσταλγικές και αξέχαστες, γιατί σφράγισαν τη ζωή μας. Και είναι θαυμάσιος ο τρόπος που η συγγραφέας τελειώνει και απογειώνει το βιβλίο της ταυτίζοντας τη σοκολάτα με την ανθρωπιά.»
Αγγελική Βαρελλά Περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, τ. 88, Χειμώνας 2007.
«Οι βιωματικές εικόνες της συγγραφέως, που έχει δώσει σημαντικά μυθιστορήματα με θέμα το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συμβάλλουν στην κατανόηση μιας εποχής δοκιμασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτή η αξιοπρέπεια αποτυπώνεται στις σελίδες των διηγημάτων του βιβλίου. Σελίδες από τις οποίες, άλλοτε με χαρούμενη παιδική ματιά κι άλλοτε με πικρά και στενάχωρα συναισθήματα, αναδύεται μια πινακοθήκη προσώπων γνωστών, λιγότερο γνωστών ή άσημων που τα συναντά ο αναγνώστης και σε άλλα βιβλία της συγγραφέως, και συνάμα καθημερινών γεγονότων που σκιαγραφούν ανάγλυφα τη νεότερη ιστορία μας. Ο ευφυής χειρισμός του ευρήματος της σοκολάτας συνδέεται με στιγμές θαυμασμού και αγάπης, πείνας και ανέχειας, ευγένειας και ελευθερίας. ΄Ενα βιβλίο που έχει και τη θέση της μαρτυρίας, στο οποίο ισορροπείται το συναίσθημα και ο ρεαλισμός, στο όνομα της πέρα από σύνορα ανθρωπιάς. Διαβάζεται απνευστί και από τους ενήλικες.»Γιάννης Παπαδάτος Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Φεβρουαρίου 2008
«Η Λ.Π.-Α. καταπιάνεται μ’ ένα δύσκολο είδος της λογοτεχνίας, το διήγημα, για να μας γνωρίσει κάθε φορά, μέσα σε λίγες σελίδες, σημαντικά γεγονότα κι ιστορίες αληθινές, που πίσω από τις γραμμές τους κρύβεται ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας. Η συγγραφέας, γέννημα θρέμμα των Εξαρχείων, μας μεταφέρει σ’ αυτή την όμορφη και ήσυχη γειτονιά, την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, για να μας διηγηθεί την ιστορία μιας τρελής και θεόφτωχης γυναίκας, το φόβο και τον τρόμο των παιδιών, που εκτελέστηκε από τους γερμανούς για τη δράση και τη σημαντική προσφορά της στον αγώνα κατά του εχθρού. Ξεχωρίσαμε επίσης το διήγημα με τι καραμέλες, όπου η μικρή ηρωίδα θάβει τις τόσο δυσεύρετες, εκείνη την εποχή, καραμέλες για να φυτρώσει μια καραμελιά και να γεύονται τη γλύκα τους όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Μας μάγεψε και η συνάντηση του κοριτσιού με τη Σοφία Βέμπο και η ιστορία με τη σοκολάτα που τη φίλεψε η μεγάλη τραγουδίστρια. Το ίδιο μας συγκίνησε και η χειρονομία της μικρής ηρωίδας να δώσει το τελευταίο της σοκολατάκι στη χαρισματική συμμαθήτριά της, τη Φλέρυ Νταντωνάκη, που τα τραγούδια της συνεχίζουμε να τ’ αγαπάμε. ΄Ενα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο με τη γνωστή ποιότητα γραφής της συγγραφέως. Τρυφερό, αισθαντικό, μας γνωρίζει έναν κόσμο γνήσιο και μας κάνει να πιστέψουμε ότι: “η ανθρωπιά δεν έχει εθνικότητα. Κι όταν αυτό το νιώσουμε μπορούμε να ελπίζουμε ότι πόλεμος δε θα ξαναγίνει ποτέ. Και τότε ο καιρός της σοκολάτας θα είναι ατέλειωτος”. Πιστεύουμε ότι όσοι λατρεύουν τη σοκολάτα, μικροί και μεγάλοι, θ’ αγαπήσουν και το βιβλίο!»Λίτσα ΨαραύτηΠεριοδικό INDEX, τεύχος Φεβρουαρίου 2008
«… Διηγήματα που έχουν να κάνουν με τα χρόνια της Κατοχής και τη ζωή των Αθηναίων κατά τη ζοφερή εκείνη περίοδο, και που η συγγραφέας την προσεγγίζει γλαφυρά, παραστατικά, ολόπλευρα. Με τη μοναδική της πένα μάς παίρνει απ’ το χέρι, για να μας περπατήσει στα στενά των Εξαρχείων, τότε που δε βογκούσαν από τις ορδές των οχημάτων αλλά από τη μπότα του κατακτητή. Η πείνα, η αντίσταση, ο ηρωισμός, η πατρίδα, οι έννοιες του καλού, του κακού και του δικαίου σκιαγραφούνται με τρόπο άμεσο και επιδέξιο. Μια συλλογή διηγημάτων που κάθε παιδί πρέπει να διαβάσει.»Χρύσα Κοζανιτά Περιοδικό ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ, Ιαν.-Φεβ.-Μάρτιος 2008
Πηγή: http://www.loty.gr/kalosirthate.htm