Ελληνικό δημοτικό τραγούδι και επανάσταση του 1821

ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ

Μάνα μου, τα, μάνα μου, τα κλεφτόπουλα,
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε, πίνουν και γλεντάνε.
Μα, ένα μικρό, μα, ένα μικρό κλεφτόπουλο,
δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι, δεν πίνει, δεν γλεντάει.

Μόν’ τ’ άρματα, μόν’ τ’ άρματά του κοίταζε,
του ντουφεκιού του λέει «γεια σου, Κίτσο μου, λεβέντη.
»Ντουφέκι μου, ντουφέκι μου, περήφανο
σπαθί ξεγυμνωμένο, μια χαρά ‘σουν το καημένο.

»Πόσες φορές, πόσες φορές με γλίτωσες,
απ’ του εχθρού τα χέρια κι απ’ των Τούρκων τα μαχαίρια.»

ΖΑΛΟΓΓΟ

Έχε γεια, καημένε κόσμε,
έχε γεια, γλυκειά ζωή
και συ, δύστυχη πατρίδα,
έχε γεια παντοτεινή.

ΕΠΩΔΟΣ:
Έχετε γεια, βρυσούλες, λόγγοι,
βουνά ραχούλες.

Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά
κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε,
δίχως την ελευθεριά.

Οι Σουλιώτισσες δε “μαθαν
για να ζούνε μοναχά,
ξέρουνε και να πεθαίνουν,
να μη στέργουν στη σκλαβιά.

Σαν να παν σε πανηγύρι,
σ’ ανθισμένη πασχαλιά,
μεσ’ στον Άδη κατεβαίνουν,
με τραγούδια, με χαρά.(2)

ΕΧΕ ΓΕΙΑ ΚΑΗΜΕΝΕ ΚΟΣΜΕ [Κική Φραγκούλη]

ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ

Μαύρη, μωρέ, πικρή είν’ η ζωή που κάνουμε.
Εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.

Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο,
όλη μερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι.

Με φό-, μωρέ, με φόβο τρώμε το ψωμί,
με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε.

Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε,
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.

Κοντά, μωρέ, κοντά στα ξημερώματα
κοντά στα ξημερώματα, γυρίζω να πλαγιάσω.

Το χέ-, μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα.

Και το, μωρέ, και το ντουφέκι μου αγκαλιά,
και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάννα.


Μετάβαση στο scratch.mit.edu

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης