Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που αποφοίτησα από το Εσπερινό Γυμνάσιο Μυτιλήνης με Λυκειακές Τάξεις. Τώρα είμαι 40 χρονών. Το σχολείο αυτό έγινε σημείο αναφοράς σε μία περίοδο της ζωής μου που πήρα την απόφαση να αλλάξω. Θέλοντας να σταματήσω να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, αναρωτήθηκα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Τελικά, η ιδέα έλαμψε στο μυαλό μου: «δεν ξέρω τι θέλω να κάνω, ξέρω όμως τι δεν θέλω να κάνω». Τότε ήταν που έκοψα το κάπνισμα, το ποτό και το ξενύχτι! Από τότε δεν τα πεθύμησα ούτε μια στιγμή. Αφού πέρασαν μερικοί μήνες και προσπαθούσα να καλυτερέψω ως άνθρωπος, ανέβηκε από τα βάθη της ψυχής μου μια έντονη επιθυμία να τελειώσω το Λύκειο.
Όταν ήμουν νεότερος είχα βγάλει μια τεχνική σχολή, μα το Λύκειο το είχα αποφύγει. Χωρίς, λοιπόν, να δώσω αναφορά σε κανέναν, ενώ συγχρόνως ένιωθα άβολα, ίσως και ντροπή, γράφτηκα ένα απόγευμα στο σχολείο. Αυτό ήταν! Πηγαίνοντας σχολείο, ένιωθα ότι έκανα την επανάστασή μου. Για δυο χρόνια εργαζόμουν την ημέρα, ενώ τις βραδινές ώρες παρακολουθούσα τα μαθήματα. Η χαρά που ένιωθα ήταν απερίγραπτη. Παρόλο που ήμουν τόσο κουρασμένος από τη δουλειά, στα μαθήματα ανακουφιζόμουν. Μερικές φορές στην προσπάθειά μου να καταλάβω το μάθημα, ένιωθα το μυαλό μου να ανοίγει.
Είναι αστείο το γεγονός ότι στην τάξη μου ήμασταν πολλοί μαθητές που ενδιαφερόμασταν για τα μαθήματα, με αποτέλεσμα να μελετάμε κάνοντας πολλές ερωτήσεις. Δυο-τρεις πιτσιρικάδες τα βρίσκανε σκούρα, γιατί μαζί μας αναγκαζόντουσαν να παρακολουθούν κι αυτοί. Από την τάξη μου τρεις συμμαθητές μου συνέχισαν στο πανεπιστήμιο, εγώ όχι. Ένας τελείωσε κτηνίατρος, ο άλλος φαρμακοποιός κι ο τρίτος γεωγράφος.
Τελειώνοντας το Λύκειο, η χαρά μου ήταν μεγάλη. Για δύο χρόνια αγωνιζόμουν να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Τώρα τι θα έκανα; Το ίδιο ερώτημα που με απασχολούσε δύο-τρία χρόνια πριν, γύρευε ξανά την απάντηση. Ένιωθα ένα κενό μέσα μου. Με το σχολείο είχα ξεκινήσει την επανάστασή μου…
Τότε πήρα μια άλλη μεγάλη απόφαση. Ήθελα να βρω την αγάπη! Ξεκίνησα, λοιπόν, να κάνω τον γύρο του κόσμου με το ποδήλατο για να τη βρω. Ήταν ένα ταξίδι σε αναζήτηση της αγάπης. Σε αυτό το ταξίδι δε μεταχειριζόμουν χρήματα, ούτε είχα τηλέφωνο. Κοιμόμουν στον δρόμο, όπου έβρισκα, σε οικοδομές, χαλάσματα, εκκλησάκια, χωράφια, εγκαταλελειμμένα σπίτια κ.ά. Έπαιζα μπαγλαμαδάκι σε πλατείες και με τα λιγοστά κέρματα που μου έδιναν αγόραζα ψωμί, παξιμάδια, φρούτα, ελιές. Αυτά τα λιγοστά πράγματα έτρωγα. Όλη μέρα ποδηλατούσα, περίπου οχτώ με δέκα ώρες.
Κάνοντας αρχικά τον γύρο της Ελλάδας, βρέθηκα στο μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Ήταν σαν να με τράβηξε η Παναγία εκεί. Δεν είχα καμία σχέση με την εκκλησία και τον Χριστό μέχρι τότε. Εκεί, με προτροπή του γέροντα Χρυσοστόμου, εξομολογήθηκα και κοινώνησα. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς! Είχα να κλάψω από παιδί.
Το ταξίδι μου συνεχίστηκε μετά από λίγο καιρό και ποδηλατώντας στις βαλκανικές χώρες διέσχισα τα Σκόπια, τη Σερβία, την Κροατία και τη Σλοβενία. Διασχίζοντας τους πρόποδες των Άλπεων, μπήκα στην Ιταλία. Κάπου εκεί φούντωσε η ιδέα μέσα μου να πάω στην Αφρική και να βοηθήσω τα παιδάκια.
Ιδιαίτερη συγκίνηση ένιωθα από μικρός γι” αυτά τα παιδιά, όταν μας τα δείχνανε στην τηλεόραση με τουμπανιασμένες κοιλιές να τα τρώνε οι μύγες. -Παρεμπιπτόντως, τώρα οι τηλεοράσεις μόνο σκουπίδια δείχνουν-. Αφού διέσχισα όλη τη Β. Ιταλία, φτάνοντας στο Μιλάνο, εκεί αποφάσισα να πάω στην Αφρική.
Γύρισα στη Μυτιλήνη. Αφού μάζεψα χρήματα, παίζοντας μπαγλαμαδάκι, προετοιμάστηκα για το μεγάλο αυτό ταξίδι. Το ποδήλατο το άφησα εκεί. Μπορώ να γράψω ολόκληρο βιβλίο με τις περιπέτειες που έζησα σ΄ αυτό το ταξίδι με το ποδήλατο.
Όταν έφτασα στην Κένυα, δε με περίμενε κανένας. Έλεγα στον εαυτό μου ότι θα κάνω μεγάλο έργο εδώ με τα ορφανά. Όλα αυτά που είδα και αντιμετώπισα με έκαναν να βάλω τα κλάματα. Όλη μου η «μαγκιά» εξαντλήθηκε μέσα σε μια βδομάδα παραμονής στην Κένυα.
Γύρισα πίσω με κομμένη τη μιλιά. Κλαίγοντας ξεκίνησα να μαζεύω στη Μυτιλήνη μία κούτα με σχολικά (χαρακάκια, μολύβια, τετράδια κ.τ.λ.) και να τα στέλνω στο σχολείο με τα ορφανά που είχα επισκεφθεί στην Κένυα. Η μία κούτα έγινε δύο, οι δύο τρεις, οι τρεις δέκα και οι δέκα έγιναν 676 κούτες γεμάτες ρούχα, παπούτσια, σχολικό εξοπλισμό, παιχνίδια, αναπηρικά βοηθήματα, κουβέρτες, τρόφιμα και φάρμακα. Γέμισε ένα ολόκληρο κοντέινερ μαζί με μια τεράστια παιδική χαρά χειροποίητη και με χρήματα από εράνους ευρώ-ευρώ.
Το φορτίο αγάπης, ένα φορτίο 14,5 τόνων φτάνει στη Ζιμπάμπουε τελικά. Αυτήν τη χώρα σχεδόν δεν την ήξερα, μα ήταν θέλημα Θεού να πάνε εκεί τα πράγματα. Έδωσαν μεγάλη χαρά στα παιδάκια εκεί. Ο Άγιος Νεκτάριος, που τον παρακάλεσα με δάκρυα στα μάτια, έκανε ένα μεγάλο θαύμα. Πήγα εκεί κι έστησα την παιδική χαρά. Κάθισα 2,5 μήνες.
Πρώτη φορά επισκέφθηκα την Κένυα το 2017. Τη δεύτερη φορά την επισκέφθηκα για 10 μέρες, την άνοιξη του 2022, μετά από τη Ζιμπάμπουε. Αντίκρυσα όλα αυτά που την πρώτη φορά με έκαναν να χάσω τη μιλιά μου. Ο επίσκοπος Μακάριος μού ζήτησε να φτιάξω κι εδώ μία παιδική χαρά για τα 350 ορφανά παιδάκια. Πώς να τα καταφέρω, πώς να αρνηθώ;
Ένα χρόνο μετά, σήμερα δηλαδή, γράφω όλα τα παραπάνω, εδώ στην Κένυα που ήρθα για τρίτη φορά. Τώρα, λοιπόν, που γράφω αυτό το άρθρο εδώ στην Κένυα, παραμονή της μεγαλομάρτυρας αγίας Αικατερίνης, σκέφτομαι ότι, όταν, πριν 10 χρόνια, είπα στον εαυτό μου : «Θέλω να σταματήσω να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος», ξεκίνησα την επανάστασή μου πηγαίνοντας στο Εσπερινό Λύκειο Μυτιλήνης. Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε, που έως τις 10.55΄ το βράδυ έκανα μάθημα, ότι σήμερα θα βρισκόμουν σε μια ξένη τριτοκοσμική χώρα, που τη μαστίζουν οι αρρώστιες, οι εμφύλιοι πόλεμοι, η ορφάνια, η εγκληματικότητα, και θα φτιάχνω τη δεύτερη παιδική χαρά. Με τα χέρια μου χτίζω κι ένα εκκλησάκι των αγίων Ευτέρπης εκ Λέσβου και Γαβριηλίας στο πάρκο, δίπλα στις τραμπάλες και τις τσουλήθρες, εδώ στην αυλή του ορφανοτροφείου με τα 350 παιδάκια.
Πώς θα μπορούσα να τα φανταστώ όλα αυτά; Το ταξίδι σε αναζήτηση της αγάπης συνεχίζεται. Συνεχίζουμε, Αγωνιζόμαστε. Μακάρι να γίνω καλύτερος άνθρωπος…
Παναγιώτης Τηνιακός