Η λέξη māori σημαίνει «κανονικός» ή «κοινός» στη Μάορι γλώσσα και διακρίνει τα θνητά όντα από τους θεούς. Η λέξη έχει συγγενείς όρους σε μερικές άλλες Πολυνησιακές γλώσσες όπως τα Χαβαϊανά στα οποία η λέξη maoli σημαίνει «ντόπιος, ιθαγενής, αληθινός ή πραγματικός». Είναι επίσης το όνομα των ανθρώπων και της γλώσσας των Νήσων Κουκ, που αναφέρονται ως Μάορι Νήσων Κουκ. Χιονία Γκατζώνη
Κατά τον 19ο και αρχές του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκε η ιδέα πως οι Μάορι είχαν ταξιδεύσει στη Νέα Ζηλανδία με τον αποκαλούμενο «Μεγάλο Στόλο». Οι μεταναστευτικές αφηγήσεις ποικίλουν ανάμεσα στις φυλές ή iwi Μάορι, των οποίων τα μέλη μπορούν να ταυτιστούν με διαφορετικά waka στις γενεαλογίες τους ή whakapapa. Δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο ανθρώπινης εγκατάστασης στη Νέα Ζηλανδία πριν από τους ταξιδιώτες Μάορι. Από την άλλη, δυνατά στοιχεία από την αρχαιολογία, τη γλωσσολογία και την φυσική ανθρωπολογία υποδεικνύουν πως οι πρώτοι άποικοι ήταν Ανατολικοί Πολυνήσιοι που έγιναν οι 
Οι Ανατολικοί Πολυνήσιοι πρόγονοι των Μάορι ήταν κυνηγοί, ψαράδες και καλλιεργητές. Μετά την άφιξήτους στη Νέα Ζηλανδία, οι Μάορι έπρεπε να προσαρμόσουν άμεσα τον υλικό τους πολιτισμό και τις γεωργικές πρακτικές στο κλίμα της νέας γης, που ήταν κρύο και δριμύ σε σχέση με την τροπική Πολυνησία. Γκάμπριελ Χύσα
ΟΙ ΛΑΠΩΝΕΣ
Οι Λάπωνες έχουν ανάστημα κοντό (1,20μ – 1,50μ) και ασχολούνται με το κυνήγι και το ψάρεμα. Οι ίδιοι ονομάζονται Σαμπέ. Για μεταφορικό μέσο χρησιμοποιούν το έλκηθρο το οποίο, εκτός από τα σκυλιά, το σέρνουν και οι τάρανδοι. Το δέρμα τους είναι μελαχρινό κίτρινο, το πρόσωπό τους πλατύ με εξέχοντα ζυγωματικά και το κεφάλι τους βραχύ. Έχουν μικρά πόδια, χέρια και ίσια μαλλιά.
Η γλώσσα τους είναι η σααμική και κυριότερες θρησκείες τους είναι ο λουθηρανισμός, η ορθοδοξία και οι ανιμιστικές δοξασίες. Ντύνονται με δέρματα ταράνδου και τρέφονται με το κρέας των ταράνδων και των ψαριών. Όσοι μένουν μόνιμα κάπου, φτιάχνουν ξύλινα σπίτια και τα σκεπάζουν με φλοιούς δέντρων, κλαδιά, λάσπη κτλ.
Οι Λάπωνες είναι κτηνοτροφικός λαός. Ο τάρανδος είναι για τους Λάπωνες ότι το μοσχάρι για τους Αμερικανούς, το πρόβατο για τις στέπες της Ασίας και το κατσίκι για τη Μεσόγειο. Ο τάρανδος δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα εξημερωμένο αρκτικό ελάφι, ελευθέρας βοσκής. Ζουν νομαδική ζωή κι ασχολούνται κυρίως με την εκτροφή ταράνδων, αν και μερικοί έχουν αποκτήσει σκανδιναβικό τρόπο ζωής. Οι τάρανδοι είναι για τους Λάπωνες πολύτιμα ζώα, γιατί απ’ αυτούς παίρνουν το κρέας τους και το δέρμα. Οι τάρανδοι είναι πάντα ελευθέρας βοσκής.
Οι τέσσερις εποχές δεν ήταν αρκετές για τους Λάπωνες και τους Σάμι του παρελθόντος. Συνεπώς δόμησαν το χρόνο σε οκτώ περιόδους: φθινόπωρο-χειμώνας, χειμώνας, χειμώνας-άνοιξη, άνοιξη, άνοιξη-καλοκαίρι, καλοκαίρι, καλοκαίρι-φθινόπωρο και φθινόπωρο. Έτσι με αυτόν τον τρόπο, οι τέσσερις κύριες εποχές συμπληρώνονταν από τέσσερις «ημι-εποχές».
Οι Λάπωνες ζούνε πάντα στο Βορρά. Είναι στις χώρες της Σκανδιναβίας και της Ρωσίας. Οι Λάπωνες κατ” εκτίμηση σήμερα είναι μεταξύ 50.000-100.000, από τους περίπου 2.000.000 ανθρώπους που διαβιούν σε όλη αυτή την περιοχή.
Στέφανος Γιολδάσης
