Όψεις της Κατοχής σε χωριά της ορεινής Κορινθίας

(Το παρακάτω άρθρο εκπονήθηκε ως εργασία στο πλαίσιο των εργαστηρίων δεξιοτήτων. Στηρίχτηκε και σε προφορικές μαρτυρίες ηλικιωμένων που δεν είχαν αξιοποιηθεί μέχρι σήμερα. Συνεπώς διατηρεί και ιστορική αξία.)

Η περίοδος της τριπλής κατοχής της χώρας μας ήταν από τις πιο δύσκολες που βίωσε ο ελληνικός λαός. Στη χώρα μας η βαρβαρότητα που βίωνε ο λαός από τους κατακτητές, εκδηλωνόταν με βασανιστήρια, μπλόκα, συλλήψεις, εκτελέσεις. Σε χωριά και μικρά μέρη έχουμε ολοκαυτώματα, στη διάρκεια των οποίων έκαιγαν τους τόπους, λεηλατούσαν περιουσίες, εκτελούσαν αθώους ανθρώπους. Εδώ, στην περιοχή μας, έχουμε τον Ιούλιο του 1944 το κάψιμο του Ψαρίου, χωριό της ορεινής Κορινθίας.

Ταυτόχρονα,  οι κάτοικοι και ειδικά αυτοί των  μεγάλων πόλεων, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον λιμό και τις αρρώστιες που οφείλονταν σε αυτόν. Η πείνα της κατοχής στην Ελλάδα ήταν το αποτέλεσμα των αυθαιρεσιών και των επιτάξεων των Γερμανών κατακτητών. Είχαμε 100.000 ανθρώπους που πέθαναν από την πείνα με τα περισσότερα θύματα να καταμετρώνται στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Ιδιαίτερα, ο πρώτος κατοχικός χειμώνας (1941-1942) ήταν ο πιο πολύνεκρος με την Αθήνα να υποφέρει περισσότερο. Νεκροί στοιβάζονταν στους δρόμους, παιδιά έψαχναν στα σκουπίδια για αποφάγια, περιουσίες χάνονταν για ένα κιλό κρέας. Η μαύρη αγορά άνθιζε και οι μαυραγορίτες γίνονταν πάμπλουτοι, εκμεταλλευόμενοι την απελπισία των πεινασμένων ανθρώπων. Οι Αθηναίοι έκαναν εκατοντάδες χιλιόμετρα αναζητώντας τροφή, λίγο αλεύρι, λίγο λάδι, κάποια χόρτα για να μπορέσουν να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειές τους.

 

Κεφαλάρι – Λαύκα

Τα όμορφα χωριά μας στην κατοχή βίωσαν εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις.Υπήρχε πολύ πείνα και η διατροφή τους πολύ σπάνια περιελάμβανε κρέας. Στο κάθε σπίτι κατανάλωναν ό,τι υπήρχε ή ό,τι είχαν, όπως κότες, πρόβατα, γουρούνια. Επιπλέον, μάζευαν χόρτα, σαλιγκάρια, και μερικοί που είχαν αλεύρι, έφτιαχναν ψωμί ή μπομπότα που φτιαχνόταν από καλαμπόκι. Υπήρχε φόβος και ανασφάλεια γιατί ήξεραν πως όσοι αντιστεκόντουσαν στους Γερμανούς, αυτοί τους σκότωναν. Τους νεκρούς τους έθαβαν κοντά σε εκκλησιές, στα νεκροταφεία, εκεί όπου βρίσκονται ακόμα και σήμερα.

Η μετακίνηση γινόταν με τα γαϊδούρια ή με τα πόδια, περισσότερο για να πάνε σε γειτονικά χωριά για να μαζέψουν σαν εργάτες γης τις ελιές και έτσι να πάρουν λίγο λάδι. Το σχολείο λειτουργούσε όχι σε σταθερή βάση στα χωριά μας και ο δάσκαλος ηταν ο παπάς του χωριού που δίδασκε αυτά που ο ίδιος ήξερε.

 

Ψάρι Κορινθίας

Ένα χωριό που κάηκε ολοσχερώς

Με την έναρξη του 2ΟΥ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως πολλές χώρες έτσι και η Ελλάδα μας πέρασε πολλά δεινά. Εμείς θα αναφερθούμε συγκεκριμένα στο χωριό μας.

Στο χωριό μας κατοικούσαν αγρότες και κτηνοτρόφοι. Οι άνθρωποι τότε ήταν πολύ φτωχοί διότι εκτός από την γεωργία και την κτηνοτροφία δεν ασχολούνταν με κάτι άλλο και δεν υπήρχε μηχανική καλλιέργεια. Πολύ δύσκολα χρόνια από ό,τι μας διηγούνται οι μεγαλύτεροι. Όλες οι εργασίες γίνονταν χειρωνακτικά. Παρ’ όλα αυτά είχαν τα προς τα ζειν και ήταν όλοι αγαπημένοι. Όταν ξέσπασε όμως ο πόλεμος η κατάσταση άλλαξε. Οι χωριανοί μας άρχισαν να δυστυχούν. Υπήρχε φόβος, τρόμος, και ανασφάλεια.  Απέναντι στον τρόμο και την κατοχή οι άνθρωποι που αντιστέκονταν ήταν λίγοι. Φοβόντουσαν πολύ και πέρα από αυτό, άρχισαν να υποφέρουν κι από την πείνα λόγω των επιτάξεων, της φτώχειας και της κλεψιάς που κατέφευγαν κάποιοι, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Συνήθως, έτρωγαν ψωμί από καλαμποκάλευρο. Κάποιες φορές μπορεί να έτρωγαν και κρέας, αν υπήρχε. Γενικά, με ό,τι είχε ο καθένας προσπαθούσε να τα καταφέρει να ζήσει. Από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων μαθαίνουμε ότι έρχονταν κόσμος από τις μεγάλες αστικές πόλεις και πούλαγαν ό,τι είχαν για να πάρουν ένα κιλό καλαμπόκι ώστε να γυρίσουν πίσω και να ζήσουν την οικογένεια τους.

Η μετακίνηση εκείνα τα χρόνια γινόταν με τα πόδια ή με τα μουλάρια. Συνήθως μετακινούνταν για λόγους δουλειάς, για τις αγροτικές εργασίες ή για να βοηθήσουν κάποιον που είχε ανάγκη.

Μπορεί να είχαν κατοχή αλλά οι κατακτητές, τη χαρά δεν τους την είχαν πάρει. Οι κάτοικοι του χωριού μας διασκέδαζαν σε γλέντια, πανηγύρια, σε συναντήσεις σε σπίτια, σε γιορτές. Τότε οι Ψαραίοι όπως και τώρα,  ήταν πολύ γλεντζέδες. Στο χωριό μας παρόλο που ήταν φτωχοί άνθρωποι, γίνονταν τα καλύτερα γλέντια, μέσα στα καφενεία αλλά και στα σπίτια. Όλοι οι άνθρωποι ήταν αγαθοί και γλεντούσαν όλοι μαζί. Με λίγα λόγια, όλοι ένιωθαν ίσοι και δεν υπήρχαν κακίες. Όπως χαρακτηριστικά μας είπε κάποια γιαγιά:  «παιδάκι μου με μια ρέγκα γλεντούσαν δυο ήμερες».

Όμως στις  6 Ιούλιου του 1944 έγινε ό,τι χειρότερο. Οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της Μάχης της Σοδειάς,  έκαψαν το χωριό από τη μια άκρη στην άλλη. Εκτός απ΄ τα ντουβάρια, δεν έμεινε τίποτα όρθιο.

Αλλά με πολύ κόπο, με αγάπη και αλληλεγγύη όλοι οι χωριανοί βοηθώντας  ο ένας τον άλλο, κατάφεραν να φτιάξουν δυο δωμάτια σπίτι ώστε να βάλουν την οικογένεια τους κάτω από ένα κεραμίδι. Στα παλιά τα χρόνια, μεταξύ των ανθρώπων υπήρχε κάτι το οποίο σήμερα δεν το συναντάμε εύκολα: η αλληλοστήριξη, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια.

 

Μάχη της Στυμφαλίας

Μια νικηφόρα μάχη

 

Η μάχη της Στυμφαλίας έγινε το 1944 και διήρκησε από 1 έως 3 Ιουλίου. Ήταν μία απο τις μεγαλύτερες μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ με διοικητή τον Εμμ. Βαζαίο εναντίον του 2/22 τάγματος αεροπορικών καταδρομών της 117ης Γερμανικής Μεραρχίας Κυνηγών που έδρευε στην Κόρινθο και η οποία ήταν και υπεύθυνη για το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων στις 13 Δεκεμβρίου 1943 και η οποία έληξε με νίκη των Ελλήνων.

Στη μάχη της σοδειάς, ο σκοπός των Γερμανών κατακτητών ήταν να κάψουν τον κάμπο και να καταστρέψουν όση παραγωγή δεν μπορούσαν να πάρουν. Επίσης, ήθελαν να εκδικηθούν τους κατοίκους της περιοχής γιατί οι αγρότες βοηθούσαν τους αντάρτες να ζήσουν, τους τροφοδοτούσαν όπως και όσο μπορούσαν.

Οι Γερμανοί όμως προσπάθησαν να καταστρέψουν τη σοδειά της χρονιάς, καίγοντας αυτήν και τα χωριά όπως και εκτελώντας και κόσμο, άμαχο πληθυσμό.  Στη μάχη της Στυμφαλίας δεν πολέμησαν μόνο οι αντάρτες αλλά και Στυμφαλιώτες όπως  και κάτοικοι των γύρω χωριών.

Οι κάτοικοι  με αυτοθυσία και αψηφώντας τους κινδύνους , όλες τις μέρες των επιχειρήσεων αλώνιζαν και τις νύχτες μετέφεραν τον καρπό κρυφά σε διάφορα κρησφύγετα. Από την άλλη, οι γυναίκες ως «άλλαι Σουλιώτισσαι» τροφοδοτούσαν τους άνδρες του Συντάγματος του ΕΛΑΣ κατά τις νύχτες, μεταφέροντας στους άνδρες τρόφιμα και νερό σε μικρά βαρελάκια, πυρομαχικά και πάσης φύσεως υλικά και εφόδια.

Σύμφωνα με τον Βαζαίο, οι απώλειες των κατοχικών δυνάμεων έφθασαν τους 420 στρατιώτες, 120 σκοτώθηκαν στη μάχη και κατά την άτακτη υποχώρησή τους στα έλη της Στυμφαλίας. Αναφέρει επίσης, ότι σκοτώθηκαν και 15 ταγματασφαλίτες και αιχμαλωτίστηκαν περίπου 60 Γερμανοί και συνεργάτες τους. Η νίκη κόστισε στα τμήματα του ΕΛΑΣ τουλάχιστον εικοσιπέντε νεκρούς και πενήντα τραυματίες.

Η νίκη όμως του ΕΛΑΣ σήμαινε ότι καταρχάς οι κάτοικοι είχαν εξασφαλίσει τη σοδειά του χρόνου και άρα την επιβίωσή τους όπως επίσης και την πηγή τροφοδοσίας των ανταρτών. Επίσης, οι αντάρτες είχαν πετύχει αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν,  δηλαδή να προστατεύσουν τα χωριά των νομών και οι μάχες και οι συγκρούσεις να περιοριστούν στις πόλεις ή κοντά σε αυτές.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης