ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ

ΑΥΤ

 ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

Ο όρος “αυτoεκτίμηση” αρχίζει να γίνεται πλέον παγκόσμια κατανοητός. Συνήθως χρησιμοποιείται για ν” αναφερθούν οι αξιολογήσεις που οι άνθρωποι κάνουν, αλλά και συντηρούν σχετικά με τον εαυτό τους. Περιλαμβάνει διαθέσεις αποδοχής ή απόρριψης και το βαθμό που οι άνθρωποι νιώθουν αξιόλογοι, μοναδικοί και αποτελεσματικοί, στη καθημερινή τους ζωή.
Ο William James (1890), ίσως ο ιδρυτής της ψυχολογίας της αυτοεκτίμησης, είδε την αυτοεκτίμηση σαν την απόσταση ανάμεσα στον “ιδανικό εαυτό” και στον “αντιληπτό εαυτό”. Ο Nathaniel Branden (1983), όρισε την αυτοεκτίμηση ως “την (προ)διάθεση να βιώνει κανείς τον εαυτό του ως επαρκή για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής, αλλά και ως άξιο να δεχτεί την επιτυχία και την ευτυχία”. Η Briggs ανέφερε ότι η αυτοεκτίμηση είναι “το σύνολο των συναισθημάτων που κάποιος έχει για τον εαυτό του, συμπεριλαμβανομένου του αυτοσεβασμού και της αυταξίας. Αυτά τα συναισθήματα, δήλωσε, βασίζονται στην πεποίθηση ότι το άτομο είναι: α) αξιαγάπητο και β) αξίζει το κόπο που σημαίνει ότι είναι αρκετά επαρκής ώστε να αντιμετωπίζει τον εαυτό του, αλλά και το περιβάλλον του, ενώ έχει κάτι να προσφέρει στους άλλους.
Οι Bean & Clemes εξισώνουν την αυτοεκτίμηση με το συναίσθημα της ικανοποίησης που προκύπτει όταν οι ατομικές ανάγκες ικανοποιούνται. Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που οι άνθρωποι χειρίζονται τον κόσμο ή τον επηρεάζουν μέσα από τις ικανότητες τους ,αλλά και από τον τρόπο που επηρεάζονται από τον κόσμο ή το περιβάλλον τους. Οι Carothers & Gasten πιστεύουν ότι η αυτοεκτίμηση είναι το τι πιστεύει και αισθάνεται κάποιος για την αυτοεικόνα του. Το “California Task Force” για την Προαγωγή της Αυτοεκτίμησης και της Προσωπικής και Κοινωνικής Υπευθυνότητας (1990) συμφώνησε ότι η αυτοεκτίμηση ορίζεται ως “εκτιμώ τη δική μου αξία και σπουδαιότητα κι έχω τη διάθεση να είμαι υπόλογος για τον εαυτό μου και να ενεργώ υπεύθυνα απέναντι στους άλλους”.
Τον Ιούνιο του 1992, το Διοικητικό Συμβούλιο του “Εθνικού Συμβουλίου για την Αυτοεκτίμηση”, με το οποίο είναι συνδεδεμένο και το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΥΤΟΕΚΤIΜΗΣΗΣ, συμφώνησε ότι αυτοεκτίμηση είναι “η εμπειρία του να είσαι ικανός να χειρίζεσαι τις προκλήσεις της ζωής και να αισθάνεσαι άξιος για την ευτυχία”. Ο ορισμός αυτός προκύπτει από την εγκεφαλική διαδικασία της αξιολόγησης του εαυτού και της συναισθηματικής διαδικασίας του να νιώθεις ότι “αξίζεις”.

Έξι περιοχές καθορίζουν αυτές τις διαδικασίες:

Κληρονομικά χαρακτηριστικά, όπως ευφυΐα, εμφάνιση, σωματικές ικανότητες.
Ηθική αρετή ή ακεραιότητα.
Κατορθώματα ή επιτυχίες στη ζωή, όπως δεξιότητες, κεκτημένα υπάρχοντα, επιτεύγματα.
Η αίσθηση ότι σε συμπαθούν και σε αγαπούν.
Η αίσθηση ότι είσαι μοναδικός, αξίζεις το καλύτερο κι ότι αξίζεις το σεβασμό των άλλων.
Η αίσθηση ότι εσύ ελέγχεις τη ζωή

ΠΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ Η ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

 Τα παιδιά αρχίζουν να μορφοποιούν τα πρώτα συναισθήματα αυτοεκτίμησης τις πρώτες έξι εβδομάδες τις ζωής τους, ανάλογα με το πώς εκτιμούν ότι ο κόσμος αντιδρά στις σωματικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Καθώς διέρχονται τα ποικίλα στάδια της ανάπτυξης, η αυτοεκτίμησή τους τροποποιείται ανάλογα με το πώς αντιδρούν οι σημαντικοί γι’ αυτούς ενήλικες στις ανάγκες τους και το βαθμό που αυτές ολοκληρώνονται επιτυχώς σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο.
Ο Stanley Coopersmith (1967) αναγνώρισε τρεις βασικές συνθήκες που προάγουν την υψηλή αυτοεκτίμηση στο περιβάλλον της οικογένειας :

Αγάπη και στοργή χωρίς όρους.
Σωστά καθορισμένα όρια, που σταθερά εφαρμόζονται.
Σεβασμός που δίνεται στα παιδιά φανερά, άμεσα και καθημερινά.

Η μορφοποίηση των διαθέσεων (τάσεων) αρχίζει ν’ αναπτύσσεται καθώς τα παιδιά πλησιάζουν τους άλλους, απαιτούν κι αρχίζουν να περπατούν. Όταν αυτές οι προσπάθειες συναντούν θετικές αντιδράσεις κι ενθάρρυνση, τότε τα παιδιά αρχίζουν ν’ αναπτύσσουν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης. Εάν όμως, από την άλλη πλευρά, τα παιδιά υποβιβάζονται και οι απαιτήσεις – ανάγκες τους συναντούν θυμό ή αδιαφορία, τότε τα παιδιά τείνουν να αισθάνονται ότι δεν τα θέλουν ή ότι είναι λιγότερο σημαντικά. Η γονεϊκή αντίδραση στις πρώτες προσπάθειες του παιδιού να περπατήσει ή κατά τον έλεγχο των σφιγκτήρων, για παράδειγμα, έχει ένα σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το παιδί έχει ήδη μάθει να είναι ευαίσθητο στα συναισθήματα τη μητέρας του ή του πατέρα του. Αν, για παράδειγμα, οι γονείς φοβούνται ότι το παιδί θα πέσει όταν κάνει τα πρώτα του βήματα, τότε το παιδί τείνει να είναι πολύ επιφυλακτικό και να φοβάται να ρισκάρει. Όταν ένα παιδί εκπαιδεύεται στον έλεγχο των σφιγκτήρων και δεν είναι έτοιμο για κάτι τόσο σημαντικό για τους γονείς, τότε το παιδί εισπράττει το αίσθημα ότι δεν ικανοποιεί τις γονεϊκές φιλοδοξίες.
Το στάδιο που κοινά αναφέρεται σαν “τα φοβερά 2χρονα”, είναι το πρώτο στάδιο που το παιδί αντιλαμβάνεται στην ατομική του δύναμη. Οι προσπάθειες του παιδιού να καθορίσει τι είναι “δικό μου” και τι αφορά “εμένα”, οδηγούν σ’ ένα αίσθημα ταυτότητας ως ένα μοναδικό άτομο, ξεχωριστό από τους άλλους.
Από τη στιγμή που τα παιδιά πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο, τα βασικά στοιχεία της αυτοεκτίμησης βρίσκονται στη θέση τους και τα παιδιά με υψηλά ή χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης μπορούν εύκολα ν’ αναγνωριστούν. Τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση εμπλέκονται εύκολα με τους άλλους μαθητές, απολαμβάνουν νέες εμπειρίες, είναι περίεργα και κάνουν ερωτήσεις, προσφέρουν αυθόρμητα και ανταποκρίνονται στις προκλήσεις. Τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολεύονται ν’ αποχωριστούν τους γονείς τους, είναι απόμακρα, εμπλέκονται σε δραστηριότητες όταν νιώθουν ασφαλή, παρακολουθούν τους άλλους για ν’ αποφασίσουν τι θα κάνουν πριν δοκιμάσουν κάτι καινούργιο. Σπάνια κάνουν ερωτήσεις ή απαντούν παρορμητικά, έχουν δυσκολία στο να μοιράζονται και τείνουν να σχετίζονται στενά μ’ έναν περιορισμένο αριθμό παιδιών.
Μερικά παιδιά μπορεί να είναι από τη φύση τους ντροπαλά κι εσωστρεφή, έχουν όμως υψηλή αυτοεκτίμηση, ακόμη κι αν δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις ή δεν προσφέρουν αυθόρμητες απαντήσεις. Όμως το παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση εμφανίζει υψηλό βαθμό άγχους, φοβάται να ρισκάρει και δεν σχετίζεται θετικά με τα άλλα παιδιά.
Πολλά παιδιά περνάνε ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους με ένα γονέα ή προέρχονται από οικογένειες όπου και οι δύο γονείς εργάζονται πολλές ώρες. Συχνά αυτοί οι γονείς έχουν πολλές ασχολίες και αγωνίζονται ν’ αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτά τα παιδιά ν’ αναπτύξουν ένα δυνατό αίσθημα ταυτότητας και να κατανοήσουν τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους. Είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτά να πεισθούν ότι είναι σημαντικά άτομα που αξίζουν το σεβασμό και την ευτυχία. Οι μελέτες αποδεικνύουν ότι παιδιά που δε λαμβάνουν προσοχή ή ανατροφοδότηση, τείνουν να έχουν φτωχότερη αντίληψη για τον εαυτό τους, από εκείνα που δέχονται θετική είτε αρνητική ανατροφοδότηση σε τακτική βάση. Είναι δηλαδή σαν τα παιδιά να εξισώσουν το συναίσθημα τού πόσο σημαντικά είναι με το σύνολο της προσοχής που λαμβάνουν.
Οι δάσκαλοι μπορούν να έχουν ένα σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση των μαθητών τους, μερικές φορές χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό στην περίπτωση των παιδιών που προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες ή που δεν έχουν βιώσει ανατροφοδότηση ή κάποια θετική προσοχή. Οι δάσκαλοι της Α/βάθμιας εκπαίδευσης μπορούν εύκολα να αντιληφθούν εκείνα τα παιδιά που χρειάζονται επιβεβαίωση και που μερικές φορές κάνουν τα πάντα προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του δασκάλου. Αν αυτά τα παιδιά καταλάβουν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν την προσοχή του δασκάλου μέσα από κάποιο επίτευγμα ή θετικό μέσο, τότε θα καταφύγουν στην ανάρμοστη συμπεριφορά, για να μην αγνοηθούν. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό, οι δάσκαλοι να μεταφέρουν ένα αίσθημα φροντίδας σε κάθε μαθητή, ειδικότερα σ’ εκείνους που δεν κάνουν εύκολα σχέσεις και οι οποίοι χρειάζονται αυτό το αίσθημα περισσότερο από τους άλλους.
Καθώς τα παιδιά πλησιάζουν την εφηβεία, οι παράγοντες που έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή στην αυτοεκτίμησή τους αρχίζουν να αλλάζουν. Από το να ευχαριστεί κανείς τους ενήλικες, τείνει να κερδίσει την αποδοχή των συνομηλίκων του. Για τα αγόρια, ηλικίας 11-14, η σωματική δύναμη και η δημοτικότητα στα κορίτσια, φαίνεται να είναι παράγοντες πρωταρχικής σημασίας. Για τα κορίτσια, η δημοτικότητα στα αγόρια είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία αφιερώνουν ένα σημαντικό ποσό χρόνου στο να περιποιούνται την εξωτερική τους εμφάνιση, στο να ενημερώνονται για το ποιος είναι φίλος με ποιόν και στο να συμβαδίζουν με τον εφηβικό τους κόσμο. Το κοινωνικό στάτους σε σχέση με τους συνομήλικες γίνεται σημαντικό για τον έφηβο. Είναι όμως δυνατόν, μαθητές που είχαν υψηλή αυτοεκτίμηση γιατί μπορούσαν να ικανοποιήσουν τους ενήλικες, τώρα να υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση ή να απομονωθούν κοινωνικά. Οι μαθητές που δεν μπορούν να κερδίσουν την αποδοχή μέσα από τυπικά μέσα, μπορεί να κινδυνεύουν να αναπτύξουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Σ’ αυτή την περίπτωση αγωνίζονται για να βρουν τρόπους με τους οποίους να αισθανθούν σημαντικοί, έστω και με αποκλίνοντες τρόπους. Τέτοιοι μαθητές συνήθως είναι αυτοί που πίνουν αλκοόλ ή καταφεύγουν στα ναρκωτικά, καυχιούνται για τα σεξουαλικά τους επιτεύγματα ή ρισκάρουν επικίνδυνα.
Οι πρωταρχικοί παράγοντες στους οποίους βασίζεται η αυτοεκτίμηση συνεχώς αλλάζουν. Καθώς οι μαθητές πηγαίνουν στο Λύκειο, το άγχος των εξετάσεων αυξάνει και η σημασία της κοινωνικής δημοτικότητας μειώνεται. Δίνεται περισσότερη σημασία στην εκτίμηση του ατόμου για τις ικανότητές του. Η “καριέρα” απασχολεί ιδιαίτερα τον έφηβο σ’ αυτή την ηλικία. Με την έναρξη της ενηλικίωσης μεγαλύτερη σημασία δίνεται στην επιτυχία, στην επίτευξη και στο εισόδημα, ενώ λιγότερη σημασία αποδίδεται στους παράγοντες που ήταν τόσο σημαντικοί στην εφηβεία-αθλητικές επιτεύξεις, δημοτικότητα, κοινωνική θέση.

Πώς μπορούν οι δάσκαλοι να βοηθήσουν τους μαθητές σ’ αυτή τη διαδικασία;  

Πρώτον, μπορούν να παρέχουν ευκαιρίες ώστε τα παιδιά να κερδίζουν την προσοχή και να αισθάνονται σημαντικοί με αποδεκτούς τρόπους.

Δεύτερον, μπορούν να φροντίσουν ώστε κανένα παιδί να μην αισθάνεται απομονωμένο ή κοινωνικά απορριπτέο. Σε μερικές περιπτώσεις ίσως να είναι απαραίτητο να διδαχτούν βασικές κοινωνικές δεξιότητες τα παιδιά που δεν έχουν ποτέ διδαχτεί, όπως το πώς να συναναστρέφονται τους άλλους, ώστε να κερδίζουν την αποδοχή.
Τρίτον, είναι σημαντικό να τονίζουν στους μαθητές τη σημασία της εσωτερικής αίσθησης της αυτοεκτίμησης από το να βασίζονται σε εξωτερικές πηγές όπως: το να ευχαριστούν τους άλλους, την εμφάνιση, τη δημοτικότητα, την κοινωνική θέση. Οι εσωτερικές πηγές βασίζονται στη δυνατή αίσθηση της ταυτότητας ή της αντίληψης “του ποιος είναι κάποιος”, την ξεκάθαρη γνώση του ατόμου που “κάποιος θέλει να είναι” και τα πράγματα που “αυτός θέλει να πετύχει”.
Τέταρτον, οι δάσκαλοι μπορούν να ενθαρρύνουν τα παιδιά, να έχουν διορατικότητα και σχετική πρόβλεψη του μέλλοντος, βοηθώντας τα να θέτουν στόχους για τον εαυτό τους και να χρησιμοποιούν κατάλληλα μέσα για να πετύχουν σ’ αυτούς τους στόχους.

 

 Έρευνα για την Αυτοεκτίμηση

Οι έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι υπάρχει πολύ στενή σχέση μεταξύ της αυτοεκτίμησης και της ακαδημαϊκής απόδοσης (Beane & Lipka, 1984, Brookover, 1965, Keegan, 1987, Wylie, 1974).
Η έλλειψη αυτοεκτίμησης είναι συσχετισμένη με την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, τις αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο, την εγκατάλειψη του σχολείου, τις εφηβικές εγκυμοσύνες, και την εφηβική εγκληματικότητα. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η έλλειψη αυτοεκτίμησης προκαλεί αυτά τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά υπάρχουν αποδείξεις (Skager, 1988), ότι η ύπαρξη της αυτοεκτίμησης μπορεί να αποτρέψει μαθητές, που σε άλλη περίπτωση θα εμπλέκονταν σ’ αυτές τις καταστάσεις έχοντας μοναδικό σκοπό ν’ αποκτήσουν την αναγνώριση των συμμαθητών και φίλων τους.
Ίσως ν’ αναρωτιέστε, ποιο εμφανίζεται πρώτο: Τα συναισθήματα της αυτοεκτίμησης ή η επιτυχία; Η αυτοεκτίμηση έχει σαν αποτέλεσμα την επιτυχία ή το αντίθετο; Έχουν πολύ στενή σχέση. Έρευνες έχουν δείξει ότι η αυτοεκτίμηση είναι το αντίδοτο της αποτυχίας στη ζωή και ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση των ικανοτήτων που χρειάζονται για να επιτύχει κανείς. Ο Covington (1984), υποστηρίζει ότι η αυτοεκτίμηση δεν παρακινεί τους μαθητές να κάνουν κάτι. Απλά, η διάθεση να διατηρήσουν την αυτοεκτίμηση που ήδη έχουν είναι το κίνητρο για την επιτυχία. Άλλες έρευνες έχουν δείξει (Scheiter and Kraut, 1979), ότι η αυτοεκτίμηση αυξάνεται όταν αυξάνονται και τα επιτεύγματα. Το θέμα λοιπόν, δεν είναι ποιο προηγείται, αλλά ποιες είναι οι διαδικασίες και οι τεχνικές που ακολουθούνται και καταλήγουν στα υψηλά επιτεύγματα και στην υψηλή αυτοεκτίμηση. Ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους οι μαθητές καθορίζει την προσωπικότητά τους – τον τρόπο που σκέφτονται, τον τρόπο που σχετίζονται με τους άλλους, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν και τις επιλογές και τις αποφάσεις που παίρνουν.

Η Διαδικασία Δημιουργίας της Αυτοεκτίμησης

Ο σκοπός αυτού του προγράμματος είναι να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες στο περιβάλλον, ώστε να εξελιχθούν πέντε βασικά επίπεδα, τα οποία είναι απαραίτητα για την αυτοεκτίμηση.

 

1. Η Αίσθηση της Ασφάλειας
2. Η Αίσθηση της Ταυτότητας
3. Η Αίσθηση του Ανήκειν
4. Η Αίσθηση του Σκοπού
5. Η Αίσθηση της Προσωπικής Επάρκειας

Οι έρευνες έχουν δείξει ότι αυτοί οι πέντε παράγοντες υπάρχουν στα άτομα που έχουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων με υψηλή αυτοεκτίμηση, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων: να σχετίζονται με άλλους, να προσεγγίζουν τα διάφορα προβλήματα έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να δουλεύουν για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων στόχων, να σκέπτονται και να πράττουν βασιζόμενοι στην κρίση τους, να επιτυγχάνουν σ’ οτιδήποτε κάνουν.
Το πρόγραμμα “Χτίζοντας την Αυτοεκτίμηση” είναι μία διαδικασία, η οποία απευθύνεται στις προσωπικές ανάγκες των μαθητών με συστηματικό τρόπο. Αυτή η προσέγγιση είναι πιο αποδοτική, εφ’ όσον οι μαθητές δραστηριοποιούνται ευκολότερα όταν οι βασικές τους ανάγκες για ασφάλεια, ταυτότητα και κοινωνική αποδοχή έχουν ικανοποιηθεί.
Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση γονείς και καθηγητές πιστεύουν, εσφαλμένα, ότι αυτές οι βασικές ανάγκες ικανοποιούνται στο σπίτι ή μέσα από την κοινωνική δομή του σχολείου. Όταν όμως κάποιος συνειδητοποιήσει ότι από 12 – 17 ετών, οι μαθητές βιώνουν όλη την μετάβαση από τις αξίες των γονέων / ενηλίκων, στις αξίες της ομάδας για να καταλήξουν στις προσωπικές τους αξίες, σε σχέση πάντα με την ασφάλεια, την ταυτότητα και το αίσθημα του ανήκειν, τότε μπορεί να κατανοήσει γιατί αισθάνονται τόσο αβέβαιοι για τον εαυτό τους. Αφού αυτό ισχύει για την περίπτωση παιδιών που ζουν σ’ ένα σταθερό και υποστηρικτικό περιβάλλον, φανταστείτε πόσο ανασφαλή νοιώθουν τα παιδιά που προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες.
Σ’ ένα τυπικό σχολείο πολύ σπάνια έχουν τη δυνατότητα όλοι οι μαθητές να πάρουν αναγνώριση ή να αισθανθούν ότι ανήκουν με το να εμπλακούν σε κάποιες αθλητικές διοργανώσεις ή στα μαθητικά συμβούλια. Γι’ αυτό πολλοί μαθητές αισθάνονται ότι είναι “αόρατοι” και απομονωμένοι και αυτά τα συναισθήματα εμφανίζονται και στην τάξη. Όταν ο καθηγητής ενσωματώσει αυτές τις συναισθηματικές δυσκολίες στην διαδικασία διδασκαλίας, μπορεί να διδάξει το μάθημά του αποδοτικά ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει και τις ιδιαίτερες ανάγκες των μαθητών με το να θέσει την αυτοεκτίμηση σε υγιή θεμέλια.
Από την άλλη, εάν ο καθηγητής αδιαφορήσει για τις βασικές ανάγκες των μαθητών και καταλήξει σε πιέσεις διαφόρων τύπων ή απειλές, σαν ένα τρόπο να δραστηριοποιήσει τους μαθητές, η αίσθηση της ασφάλειας του μαθητή απειλείται, ενώ η πρωτοβουλία και η κινητοποίησή του μειώνεται. Ο μαθητής δεν εστιάζεται πια στην μάθηση αλλά στο πώς θα επιβιώσει, πώς θα πάρει κοινωνική αναγνώριση, πώς θα δημιουργήσει κάποια εικόνα για τον εαυτό του, ή την εντύπωση που θα θέλει να έχουν οι φίλοι του γι’ αυτόν.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΑΚΚΑΛΗ

ΖΑΦΕΙΡΟΥΛΑ   ΧΑΤΖΗΕΛΕΝΟΥΔΑ

 

Σχολιάστε

Top