ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

αρχείο λήψης (1)

Στο παρόν άρθρο μαθητές και μαθήτριες εκθέτουν τις δημιουργικές εργασίες τους που αφορούν το δημοτικό τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας».

Η συντακτική ομάδα

           Άλλη μια μέρα σήμερα, ας ελπίσουμε να μην έχει γκρεμιστεί πάλι, τριάντα ημέρες το χτίζουμε αυτό το γεφύρι και όλο γκρεμίζεται. Η γυναίκα μου κοιμάται, καλύτερα να μην την ξυπνήσω. Επτά η ώρα, άργησα. Οι άλλοι θα είναι ήδη εκεί και θα με περιμένουν. Πω, πω, ρεζίλι θα γίνω πάλι. Άρπαξα λοιπόν το καπελάκι μου και πήρα το δρόμο μου προς το γεφύρι. “Καλημέρα”, μου είπε ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος. Έπειτα ο Αλέξανδρος, ο Χρήστος και άλλοι 102, συνολικά το χτίζαμε 45 μάστοροι και 60 μαθητάδες. Εγώ ήμουν αρχηγός όλων και όφειλα στους πάντες να το τελειώσω και για το δικό μου καλό, αλλά και για των συγχωριανών μου. Δύο ώρες αργότερα, αφού είχαμε επιδιορθώσει τις χθεσινοβραδινές βλάβες εμφανίζεται ένα κατάμαυρο πουλί σαν χελιδόνι, αλλά μπορούσε να μιλήσει. Ξαφνιάστηκα, πρώτη φορά έβλεπα πουλί που έχει λαλιά. Ήρθε λοιπόν και μας είπε: “Άν δε στοιχειώσετε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα”. Άκουσα και μου κόπηκαν τα πόδια, δεν ήξερα τι να κάνω. Λέω λοιπόν στο πουλί “αργά ντυθεί αργά αλλαχτεί αργά να πάει το γιόμα αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι”. Τότε το πουλί έφυγε και ένα δάκρυ άρχισε να κυλά από τα μάτια μου, αμέσως έτρεξαν όλοι και μου συμπαραστάθηκαν. “Μην ανησυχείς, κάτι θα βρούμε” είπε ο Κωνσταντίνος. “Μην κλαις, θα οργανώσουμε ένα σχέδιο να ξεγελάσουμε το πουλί” πρότεινε ο Αλέξανδρος και μαζευτήκαμε όλοι μαζί να δούμε πώς θα το ξεγελάσουμε. Δέκα λεπτά πέρασαν και δεν είχαμε βρει άκρη. Στο βάθος ερχόταν μία γυναίκα. Στην αρχή όλοι νόμιζαν πως ήταν μία περαστική, αλλά όταν πλησίασε κι άλλο όλοι σοκαρίστηκαν, ήταν η γυναίκα μου, δεν ήξερα τι να κάνω. Τι να της πω. Είμαι στεναχωρημένος και τότε γυρνάει και λέει “Γεια σας χαρά σας μάστοροι και εσείς οι μαθητάδες! Μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργωμισμένος; Τότε αποκρίθηκε ο Χρήστος “Το δαχτυλίδι του ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα και ποιος να βγει και ποιος θα μπει το δαχτυλίδι να βρει;”. “Μάστορα μην πικραίνεσαι και εγώ να πα στο φέρω, εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να βρω” απάντησε εκείνη. Τότε κατέβηκε κάτω αλλά πού να ήξερε τι την περιμένει. Η κακόμοιρη γυναίκα μου φώναξε: “Τράβα καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα τι όλο τον κόσμο ανάγειρα και τίποτε δεν ήβρα”. Τότε πιάνω ένα λίθο και τον βάζω για να κλείσω την είσοδο με ένα βάρος στην καρδιά μου. Βάζει μια φωνή η γυναίκα μου και λέει: “Αλίμονο στη μοίρα μας κρίμα στο ριζικό μας τρεις αδερφάδες είμαστε και οι τρεις κακογραμμένες, η μία έχτισε το Δούναβη και η άλλη τον Αφράτη κι εγώ ή πλιο στερνότερη της Άρτας το γεφύρι. Ως τρέμει το καρυοφυλλο να τρέμει το γιοφύρι κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα να πέφτουν οι διαβάτες”. “Κόρη το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα πο ‘χεις μονάκριβο αδελφό μη λάχει και περάσει”. Αν τρέμουν τα άγρια βουνά να τρέμει το γιοφύρι κι αν πέφτουν τα άγρια πουλιά να πέφτουν οι διαβάτες, τι έχω αδελφό στην ξενιτιά μη λάχει και περάσει”.

 Σταμάτης Διακοσάββας

            Ξεκινάμε να φτιάχνουμε ένα γιοφύρι στην Άρτα, όμως ενώ όλο το πρωί το χτίζουμε το βράδυ γκρεμίζεται ως δια μαγείας. Οι εργάτες μου αγανάκτησαν και έκλαιγαν τους κόπους μας. Μια μέρα ένα πουλί εκεί που καθόμουν έρχεται και μου λέει: “η λύση στο πρόβλημά σου είναι να θυσιάσεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο, έτσι θα στεριώσει η γέφυρα”. Μόλις το άκουσα κόντεψα να πεθάνω από τη στεναχώρια μου, τι να κάνω όμως υπέκυψα και σκέφτηκα το γενικό καλό που θα έκανε αυτό το έργο. Φωνάζω το πουλάκι και του λέω να ειδοποιήσει τη γυναίκα μου να έρθει σιγά-σιγά στο γεφύρι. Εκείνο όμως με παράκουσε και της είπε να έρθει γρήγορα για να βρει τάχα μου τη βέρα μας που έπεσε κάτω από το γεφύρι. Έρχεται η λυγερή μου γρήγορα και τρέχει να κατέβει. Γρήγορα όμως καταλαβαίνει ότι έχει πέσει σε παγίδα και στεναχωριέται. Απελπίζεται και σκέφτεται τις αδερφές της που είχαν την ίδια τύχη. Τι να κάνω, νιώθω τόσο αδύναμος να τη σώσω. Η Λυγερή μου καταριέται αλλά στη συνέχεια αλλάζει την κατάρα της και την κάνει ευχή. Όσο και να βρίσκεται σε δύσκολη θέση σκέφτεται το καλό των άλλων και όχι το δικό της.

 Φιλία Μάτση

 

13 Μαΐου 1612

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

σήμερα το πρωί ξύπνησα έφαγα χαιρέτησα τη γυναίκα μου και έφυγα αμέσως για το γεφύρι χαρούμενος που θα είμαι ακόμα μία μέρα πιο κοντά στο να δω την ολοκλήρωση αυτού του έργου. Μόλις όμως πλησίασα στο χώρο κατασκευής όλη μου η χαρά εξαφανίστηκε, δεν το πίστευαν τα μάτια μου. Το γεφύρι που εγώ και οι μάστορες μου χτίζαμε όλη την προηγούμενη μέρα είχε γκρεμιστεί

21 Μαΐου 1612

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

ξυπνήσαμε άλλη μία μέρα για να δούμε τις ελπίδες και τους κόπους μας γκρεμισμένους μαζί με το γιοφύρι. Κάθε μέρα που περνούσε μας έκανε να νιώθουμε πιο απελπισμένοι, σιγά-σιγά χάναμε την ελπίδα μας. Κάτι έπρεπε να αλλάξει, μια λύση να βρεθεί. Κάποια στιγμή μπροστά μου στάθηκε ένα κάτασπρο πουλάκι που προς μεγάλη μας έκπληξη άρχισε να μιλάει. Όχι να κελαηδάει, αλλά να μιλάει με ανθρώπινη φωνή. Είχαμε μείνει άφωνοι. Τότε το πουλί μας πληροφόρησε πως το γεφύρι δεν θα τελείωνε αν δεν θυσιαζόταν άνθρωπος, αλλά όχι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος παρά η γυναίκα μου. Ξαφνικά ένας κοφτός πόνος εμφανίστηκε πάνω από την καρδιά μου, τα αυτιά μου με τη σειρά τους σταμάτησαν να δουλεύουν, τα μάτια μου θόλωσαν και αυτά σιγά-σιγά. Συνήλθα όσο μπορούσα, έπρεπε να σκεφτώ, ο ρόλος μου ήταν αυτός του συζύγου και το χρέος μου ήταν απέναντι στο λαό. Καθώς σκεφτόμουν έστειλα το πουλί στη γυναίκα μου λέγοντάς του να της πει να έρθει όσο πιο αργά μπορεί μέχρι να οργανώσω τις σκέψεις μου. Αγαπάω τη γυναίκα μου αυτή είναι η αλήθεια, πάντα με στήριζε και πάντα με βοηθούσε. Όμως όσο μεγάλη και να είναι η αγάπη μου για αυτήν δε σταματάω να έχω ένα μεγάλο καθήκον απέναντι στο λαό. Όλα τα καλά πράγματα χρειάζονται θυσίες και σε αυτή την περίπτωση η θυσία θα είναι ένας άνθρωπος που αγαπώ. Λίγα λεπτά μετά αντίκρισα τη γυναίκα μου αναπάντεχα. Έγινα κάτασπρος. Έβλεπα τη χαρά στα μάτια της καθώς χαιρετούσε τους μαθητάδες. Καθώς πλησίαζε άκουσα τους μαστόρους να της λένε πως έχασα τη βέρα μου σε μία από τις καμάρες προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την ψυχρή μου συμπεριφορά. Εκείνη πήρε πρωτοβουλία να βρει τη βέρα. Λίγα λεπτά αργότερα μου φώναξε να της τραβήξω την αλυσίδα γιατί τίποτε δεν βρήκε. Τα πόδια μου όμως δεν κινήθηκαν ούτε τα χέρια μου άλλαξαν θέση. Παρέμεινα εκεί σαν μάρμαρο καθώς οι μάστορες έχτιζαν την καμάρα. Αφού τελείωσαν, χρέος μου ήταν να κλείσω εγώ την καμάρα. Μόλις κατάλαβε η Λυγερή το κακό που της κάναμε, που εγώ της είχα κάνει, άρχισε να καταριέται το γεφύρι και τους διαβάτες του. Τότε της είπαμε να αλλάξει την κατάρα γιατί έχει αδερφό στην ξενιτιά μην τύχει και περάσει. Τότε εκείνη την κατάρα της άλλαξε. Έκανα τότε ένα βήμα πίσω με τα μάτια μου κλειστά μέχρι που δάκρυ πικρό στο πρόσωπό μου εδιάβει. Όλη τη νύχτα εκεί πέρασα ευχόμενος να βρει το κουράγιο να με συγχωρέσει. Πλέον η καρδιά μου είχε ένα κενό που θα μου θύμιζε μέχρι και να πεθάνω πως η γυναίκα μου έφυγε, δεν είναι πια κοντά μου. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι το πένθος είναι το τίμημα που πληρώνεις για την αγάπη.

 Μυρσίνη Κάλφα 

                   Ξύπνησα το πρωί και ήξερα ότι και η σημερινή μέρα θα ήταν ίδια με όλες τις προηγούμενες, δηλαδή θα πήγαινα στο γιοφύρι με τους μαστόρους, θα το βλέπαμε γκρεμισμένο και φτου πάλι από την αρχή. Έτσι μέχρι να φύγω από το σπίτι ξεφυσούσα συνέχεια και με ρώτησε η γυναίκα μου “πρωτομάστορα μου τι έχεις;” και της απαντάω “με αυτό το γεφύρι τα έχω ολημερίς το χτίζουμε το βράδυ γκρεμίζεται ε, δεν  ξέρω τι άλλο πρέπει να κάνω πια, έχω κουραστεί” και μου λέει με μια σιγουριά “όλα καλά θα πάνε”. Τότε της χαμογέλασα και έφυγα να πάω να δω τι θα γίνει και σήμερα. Έλα όμως που έπρεπε να ήμουν χαρούμενος αν και πίστευα ότι θα είναι μία μέρα όπως όλες οι άλλες. Αλλά το μεσημέρι έρχεται ένα πουλί και έκατσε λίγο πιο δίπλα από εκεί που καθόμουν. Στην αρχή δεν του έδωσα σημασία αλλά μετά άκουσα κάποιον να μας μιλάει και γυρνάμε και βλέπουμε το πουλί να μας μιλάει και να μας λέει “Α Δε στοιχειώσετε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει”. Μόλις το ακούω αυτό λέω έντονα θα βρούμε κανένα περαστικό που δεν ξέρουμε και θα τον κτίσουμε μέσα στο γεφύρι αλλά δεν ήταν μόνο αυτό και συνέχισε και έλεγε “και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά μόνο του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα”. Μόλις τα ακούω αυτά κατευθείαν δακρύζω, δεν ήξερα τι να κάνω αλλά κάπως έπρεπε να είμαι δυνατός και να θυσιάσω την αγάπη μου και την ευτυχία μου για όλους τους κατοίκους του χωριού. Τότε λέω στο πουλί να πάει να της πει αργά ντυθεί αργά αλλαχτεί αργά να πάει το γιόμα αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γεφύρι. Το πουλί μου κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και πήγε να βρει τη γυναίκα μου, ήμουνα όμως πάρα πολύ ταραγμένος και αγχωμένος που μπέρδεψα τα λόγια μου. Τόνισα στο πουλί να της πει να κάνει αργά για να καθυστερήσει όσο πιο πολύ μπορεί μήπως βρούμε κάποια άλλη λύση και γλυτώσει η γυναίκα μου. Όλοι οι μάστορες βρισκόντουσαν σε πανικό όπως και εγώ και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Μετά από λίγη ώρα βλέπω τη Λυγερή να έρχεται όλο χαρά και ντυμένη στα άσπρα. Αμέσως πετάχτηκα πάνω και άρχισα να αγχώνομαι ακόμη πιο πολύ γιατί δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα από τότε που έφυγε το πουλί. Δεν μπορούσα καν να την κοιτάζω όμως με ήξερε τόσο καλά που κατάλαβε κατευθείαν ότι δεν είμαι καλά και με ρώτησε τι έχω. Δεν απάντησα αλλά της είπε ένας από τους μαστόρους ότι έχασα το δαχτυλίδι μου μέσα στην καμάρα. Η Λυγερή πρόθυμη και μέσα στη χαρά και ανυποψίαστη προσφέρθηκε να πάει να το πιάσει και εκεί ήταν που μου ράγισε ακόμη πιο πολύ η καρδιά μου γιατί ήξερα τι την περιμένει. Μόλις μπαίνει μέσα και καταλαβαίνει ότι δεν έχει τίποτα εκεί αρχίζει και αγχώνεται και κατευθείαν ξεσπάω στα κλάματα. Αρχίσαμε να ρίχνουμε τσιμέντο, μάλιστα εγώ της έριξα το πιο πολύ δεν μπορούσα να την ακούω να κλαίει και να ξέρω ότι θα πεθάνει από εμένα αλλά πίστευα ότι θα καταλάβει για ποιο λόγο το κάνω. Έριξε μια κατάρα για το γεφύρι αλλά τότε ένας μάστορας της θύμισε ότι έχει και έναν αδελφό που άμα ρίξει αυτή την κατάρα θα είχε και αυτός την ίδια μοίρα οπότε κατευθείαν την άλλαξε. Ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω και να χωνέψω αυτό που έκανα, ελπίζω όμως να με καταλάβει για ποιο λόγο το έκανα και να μην με μισεί. Τέλος, εύχομαι να ξέρει πόσο την αγαπώ.

 Νίκη Παπαγιαννίδου 

Κατά τη γνώμη μου ο πρωτομάστορας βρέθηκε ανάμεσα σε ένα μεγάλο δίλημμα, έπρεπε δηλαδή να πάρει μία πολύ σοβαρή απόφαση που θα καθόριζε τη συνέχεια όλης του της ζωής. Από τη μία πλευρά είχε τη γυναίκα του η οποία εκτός από αγάπη του πρόσφερε ευτυχία, φροντίδα και συντροφιά και από την άλλη είχε το γιοφύρι το οποίο δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα χρέος που όφειλε να ξεπληρώσει δηλαδή να χτίσει. Η γυναίκα του αποτελούσε το ατομικό του καλό ενώ η  γέφυρα το κοινό καλό και έπρεπε να διαλέξει ποιο θα θυσιάσει και ποιο θα σώσει. Εμείς τι θα κάναμε στη θέση του; Θα προτιμούσαμε το ατομικό καλό ή το κοινό καλό; Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο πρωτομάστορας δεν μπορούσε καν να διαλέξει διότι το να μη χτιζόταν η γέφυρα αποτελούσε απώλεια για όλο τον πληθυσμό, ενώ ο θάνατος της γυναίκας του απώλεια δική του. Ο πρωτομάστορας επέλεξε να φερθεί ως ήρωας αυτής της ιστορίας, επέλεξε να χάσει εκείνος για να κερδίσουν άλλοι και ας του κόστισε τη γυναίκα του. Επομένως, αυτό που μας διδάσκει αυτή η ιστορία είναι πως κάποιες φορές στη ζωή μας θα βρεθούμε και εμείς σε δίλημμα στο οποίο θα συγκρουστούν και οι δικοί μας κοινωνικοί ρόλοι, όπως του πρωτομάστορα συγκρούστηκε ο ρόλος του συζύγου με αυτόν του πρωτομάστορα. Όμως σκέφτηκε πως έχει ένα καθήκον. Έτσι και εμείς όσο και να θέλουμε να φερθούμε εγωιστικά μερικές φορές, οι επιλογές μας ταράζουν και τους γύρω μας και τους επηρεάζουν.

 Μυρσίνη Κάλφα 

Έτσι όπως ξύπνησα μές στο χάραμα ετοιμάζομαι, ντύνομαι, αποχαιρετώ τη γυναίκα μου και πάω άλλο ένα πρωινό στη δουλειά ελπίζοντας ότι θα έχει πραγματοποιηθεί θαύμα και το γιοφύρι που εγώ και οι άντρες μου χτίζουμε τόσο καιρό έμεινε σταθερό και δεν καταστράφηκε. Μες στη νύχτα φτάνω λοιπόν  στη γέφυρα και κοιτάω γύρω μου και βλέπω όλα μου τα μαστόρια να είναι κουρασμένα, αποτελειωμένα και νευριασμένα, διότι άλλη μία φορά η δουλειά μας χάθηκε μες στη νύχτα. Προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να πείσω τα μαστόρια να μην τα παρατήσουν ακόμα κι αν ο ίδιος εγώ ήθελα να μην ξανασχοληθώ με το έργο αυτό αντίκρισα ένα πουλί το οποίο προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου. Πλησίασα και το άκουσα να λέει “το γιοφύρι αυτό θα μείνει σταθερό μόνο αν θυσιάσεις τη γυναίκα σου”. Με το που άκουσα τα λόγια αυτά του πουλιού ένιωσα κρύο ιδρώτα να τρέχει στα μάγουλά μου και την καρδιά μου να χτυπάει σαν να θέλει να βγει από μέσα μου. Αφού πέρασαν 1-2 λεπτά απαντάω στο πουλί προσπαθώντας να αλλάξω κάπως τα πράγματα. Πήγαινε στο σπίτι μου και όταν τη δεις πες της να ετοιμαστεί και να έρθει όσο πιο αργά μπορεί. Το πουλί έφυγε αμέσως και εγώ ένιωθα ακόμα την καρδιά μου να τρελαίνεται και το κεφάλι μου να γίνεται όλο και πιο βαρύ γεμάτο με σκέψεις όπως “Μακάρι να μην είναι σπίτι”, “Μακάρι να μην έρθει”, “Ελπίζω να κάνω τη σωστή επιλογή”. Μετά από μισή ώρα αντικρίζω από μακριά το πρόσωπό της αγχωμένο και ξεκινάω πάλι να προβληματίζομαι γιατί ήρθε πολύ νωρίς. Όταν πια ήρθε στο Γιοφύρι ρώτησε αν όλα ήταν καλά και εγώ με έναν τεράστιο κόμπο στο λαιμό της λέω πως το δαχτυλίδι μου έπεσε μέσα στη γέφυρα. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου είπε “μην αγχώνεσαι, θα το πιάσω εγώ” και έτσι αθώα σκεπτόμενη μόνο να με βοηθήσει μπήκε μέσα και αφού κατάλαβε τι έγινε παίρνουν οι μάστορες μου τα υλικά και στρώνουν για να βάλω εγώ την πέτρα που ήταν βρεγμένη από τα δάκρυά μου. Την υπόλοιπη ημέρα έβαλα τα μαστόρια να δουλέψουν, ενώ εγώ έτρεξα στο σπίτι για να προσπαθήσω να ηρεμήσω από την πράξη που έκανα, η οποία ελπίζω να ήταν η σωστή.

Ιωάννης Παπαοικονόμου

 

 

Όλα ήταν καλά εκείνη την ημέρα μέχρι που έγινε το κακό. Ξημερώνει, σηκώνομαι κεφάτη, φτιάχνω το κολατσιό του πρωτομάστορα στα γρήγορα γιατί θα αργούσε, ντομάτα με λίγο ψωμί γιατί και η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Τον χαιρετάω και φεύγει. Καθαρίζω το σπίτι ώσπου να λάμψουν όλα. Μπαίνω στη συνέχεια στην κουζίνα, ετοιμάζω στο τσουκάλι λίγο φαΐ να το πάω στον πρωτομάστορα. Ξαφνικά, ένας θόρυβος ακούγεται από το παράθυρο της κουζίνας βγαίνω να δω και βλέπω ένα πουλάκι να στέκεται κοντά στην πόρτα μου. Το περίεργο ήταν ότι είχε ανθρώπινη λαλιά.Μου φώναζε “γρήγορα-γρήγορα πρόβλημα στο γεφύρι τρέχα!”. Δεν πρόλαβα να πάρω το φαΐ και έτσι πανικόβλητη φεύγω από το σπίτι, φτάνω στο γεφύρι, ο πρωτομάστορας τρέχει στην αγκαλιά μου, προσπαθεί να μου τα εξηγήσει όλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα αυτιά μου, έπρεπε να με θυσιάσουν λέει για να σταθεί αυτή η γέφυρα.Αγαπώ τον πρωτομάστορα ξέρω πόσο θέλει να γίνει αυτή η γέφυρα. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο παρά να υπακούσω. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, όχι για μένα αλλά για αυτόν που με έβλεπε για τελευταία φορά.

 

Χριστιάνα Τσαγκαλίδου 

Άλλη μία μέρα φτάνω στο γιοφύρι και είναι γκρεμισμένο, τόσες ατελείωτες ώρες δουλειάς εχθές, όλες χαμένες. Αυτό συμβαίνει μέρες τώρα, δεν ξέρουμε τι πηγαίνει λάθος. Αρκετές φορές έχω σκεφτεί να τα παρατήσω αλλά έχω βάλει έναν στόχο και θα τον υπηρετήσω, ο κόσμος να χαλάσει. Πάνω που πάω να φωνάξω τους εργάτες να αρχίσουν και σήμερα, ένα πουλί κάθεται δίπλα στο ποτάμι εκεί που καθόμουν, αλλά το πουλί δεν κελαηδούσε αλλά μίλησε σαν άνθρωπος. Σοκαρίστηκα, συγκρατήθηκα όμως γιατί ήθελα να δω τι θα μου πει αυτό το μυστήριο πουλί. Αρχίζει και λέει αν δεν θυσιαστεί ένας άνθρωπος γεφύρι δε στεριώνει. Εκείνη την ώρα πάγωσα, ο μόνος τρόπος να σταθεί το γεφύρι ήταν να θυσιάσω την αγαπημένη μου γυναίκα. Κρύος ιδρώτας κύλησε από το κούτελο μου και μέσα στην βιασύνη είπα στο πουλί να να πάει στη γυναίκα μου και να πει να ετοιμαστεί και να έρθει σιγά-σιγά. Ήθελα να καθυστερήσω το γεγονός αυτό όσο μπορούσα δεν το είχα επεξεργαστεί ακόμα το τι θα ακολουθούσε. Για κακή μου τύχη νομίζω πως το πουλί από τη βιασύνη παράκουσε και στη γυναίκα μου είπε να έρθει γρήγορα. Όταν την είδα ένας κόμπος με έπιασε στο στομάχι από τις ενοχές. Είδε ότι ήμουν ανήσυχος και όταν ρώτησε τι έχω της είπα ότι το δαχτυλίδι μου έπεσε στην καμάρα και δεν μπορούσα να το πιάσω. Η γυναίκα μου κατευθείαν προσφέρθηκε και κατέβηκε στην καμάρα να το βρει. Έψαχνε, έψαχνε, τίποτε δεν βρήκε, τι να βρει το δαχτυλίδι στην τσέπη μου ήταν. Το πήρα απόφαση και με καρδιά έτοιμη να σπάσει έβαλα την πρώτη πέτρα ενώ φώναζε να την ανεβάσουμε. Είναι ο μόνος τρόπος υπενθύμισα στον εαυτό μου να στηθεί το γεφύρι. Η γυναίκα μου καταριόταν τους διαβάτες και το γεφύρι όταν όμως της θύμισαν τον αδελφό της άλλαξε την κατάρα για να μην κινδυνεύσει. Μετά από τόσο πόνο και ιδρώτα το γεφύρι στέριωσε όπως είπε το πουλί.

 Μιχαήλ Ιντζές 

Ξημέρωσε καινούρια μέρα, Πέμπτη σήμερα, ο άντρας μου έφυγε στη δουλειά πριν καν προλάβω να ξυπνήσω. Μα πόσο την αγαπάει πια τη δουλειά αυτός ο άνθρωπος. Κάτι μου έλεγε προχτές πως η γέφυρα που χτίζουν γκρεμίζεται κάθε βράδυ και πρέπει να την τελειώσουν. Κάθε μέρα, όλη μέρα φτιάχνει τη γέφυρα εγώ πιστεύω πως αξίζει ένα διάλειμμα, από την άλλη όμως πιστεύω πως θα έδινε ότι έχει και δεν έχει για αυτή την κατασκευή. Όλα κυλούσαν ομαλά όπως κάθε άλλη μέρα μέχρι που άκουσα έναν παράξενο θόρυβο έξω από την πόρτα. Άνοιξα και μπροστά στα μάτια μου βρέθηκε ένα όμορφο καφέ πουλάκι. Αφού το κοίταξα για λίγη ώρα κάτι ασυνήθιστο συνέβη. Άνοιξε το στόμα του και ξεκίνησε να μιλάει. Όχι να κελαηδάει, να μιλάει κανονικά άπταιστα ελληνικά. Δεν πολυέδωσα σημασία στο πόσο παράξενο ήταν μέχρι που το αυτί μου πήρε τη λέξη πρωτομάστορας. Σύμφωνα με τα λόγια του ο άντρας μου με χρειάζεται γρήγορα στη γέφυρα. Έκλεισα την πόρτα και έτρεξα να ετοιμαστώ. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν μήπως έπαθε κάτι αλλιώς γιατί να με χρειαζόταν εκεί γρήγορα; Ετοιμάστηκα και έφυγα λοιπόν, κοντά ήταν το γεφύρι σε 10 λεπτά ήμουν εκεί. Φτάνοντας το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι ο άντρας μου. Μα γιατί είχε αυτό το απελπισμένο ίσως στεναχωρημένο ύφος; Τον πλησιάζω λοιπόν ρωτώντας τι γίνεται και η απάντηση με ανακούφισε. Του έπεσε το δαχτυλίδι του γάμου μας μέσα σε μια καμάρα. Μου φάνηκε λίγο παράξενο που ήθελε εμένα να μπω να το βρω διότι υπήρχαν τόσα άτομα εκεί, αλλά χωρίς να το πολυσκεφτώ το συμφώνησα βέβαια και ρώτησα πού είναι. Με έδεσαν με ένα σκοινί για ασφάλεια και μπήκα να ψάξω στην καμάρα. Μάταια πιστεύω μπήκα καθώς δεν μπορούσα να το βρω πουθενά. “Τραβήξτε με έξω” τους φώναξα αλλά δεν πήρα καμία απάντηση. Γυρνάω να δω τι συνέβη και βλέπω τον ίδιο μου τον άντρα να κλείνει το άνοιγμα με πέτρες. Μέσα στον πανικό μου εγώ δεν είχα χρόνο να κάνω τίποτα ούτε και να αναρωτηθώ τι συμβαίνει. Πριν το πάρω είδηση τα πάντα είχαν γίνει μαύρο σκοτάδι, δεν μπορούσα να βγω, ήξερα όμως ότι ήταν γραφτό να έρθει έτσι το τέλος της ζωής μου όπως και στις αδελφές μου. Έτσι και εγώ θα πεθάνω παγιδευμένη μέσα σε γέφυρα. Το στόμα μου έτρεχε μόνο του χωρίς να σκέφτομαι τι λέω ξεκίνησα να ρίχνω κατάρες στη γέφυρα, κατάρες προς όλους τους διαβάτες που θα περάσουν αυτό το γιοφύρι. Πάλι καλά όμως ο άντρας μου μού θύμισε τον αδελφό μου λέγοντας να αλλάξω την κατάρα για να μην καταραστώ και εκείνον καθώς είναι ο μόνος που μένει πίσω. Έτσι και έκανα. Λοιπόν την υπόλοιπη ιστορία της ζωής μου θα την αφήσω για τη φαντασία σας.

 Άννα Παπαοικονόμου 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε

Top