από την Ιωάννα Μπινιάρη
(παραφράζοντας τον τίτλο του άλλου βιβλίου του Λέο Μπουσκάλια «Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις.»)
“Έχω μια πολύ βαθιά εντύπωση πως το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος – είναι η απάθεια. Είναι το να μη δίνεις δεκάρα για τίποτα. Αν κάποιος με μισεί, αυτό θα πει ότι πρέπει να «νιώθει» κάτι για μένα, αλλιώς δεν θα μπορούσε να με μισήσει. Έτσι, υπάρχει κάποιος τρόπος να ‘ρθω σ’ επαφή μαζί του. Αν δεν σας αρέσει το σκηνικό όπου ζείτε, αν είσαστε δυστυχισμένοι, αν είσαστε μοναχικοί, αν νιώθετε ότι τίποτα αξιόλογο δεν σας συμβαίνει, αλλάξτε το σκηνικό σας. Φτιάξτε ένα καινούργιο. Φροντίστε να έχετε γύρω σας άλλους ηθοποιούς. Γράψτε ένα καινούργιο θεατρικό έργο. Κι αν δεν είναι κι αυτό καλό, παρατήστε το και γράψτε ένα άλλο. Υπάρχουν εκατομμύρια θεατρικά έργα – τόσα, όσα και οι άνθρωποι. Ο Νίκος Καζαντζάκης έλεγε: «Έχεις το πινέλο και τα χρώματά σου ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα». Ένα αξιαγάπητο πρόσωπο αναγνωρίζει ότι έχει ανάγκες. Χρειάζεται ανθρώπους που να νοιάζεται, και κάποιον που να νοιάζεται τουλάχιστον γι’ αυτόν, που στ’ αληθινά να τον βλέπει και να τον ακούει. Το λέω και πάλι, ίσως μόνο ένα άτομο, αλλά που να ‘ναι κάποιος που νοιάζεται βαθιά. Καμιά φορά χρειάζεται μόνο ένα δάχτυλο για να γεφυρώσεις το χάσμα.
Δεν ξέρω πόσοι από σας έχετε δει το έργο Η μικρή μας πόλη, αλλά μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές είναι όταν η μικρή Έμιλη πεθαίνει και πηγαίνει στο νεκροταφείο, και οι θεοί της λένε ότι μπορεί να ξαναγυρίσει πίσω στη ζωή για μια μέρα. Κι αυτή διαλέγει να γυρίσει πίσω για να ξαναζήσει τη μέρα των δωδέκατων γενεθλίων της. Κατεβαίνει τις σκάλες φορώντας το καινούριο – για τα γενέθλιά – της φόρεμα, με τις μπούκλες της ν’ ανεμίζουν, τόσο ευτυχισμένη επειδή είναι αυτή που γιορτάζει. Αλλά η μαμά της είναι τόσο απασχολημένη φτιάχνοντας την τούρτα των γενεθλίων της, ώστε ούτε που γυρίζει να την κοιτάξει. Έρχεται κι ο μπαμπάς, και είναι τόσο απασχολημένος με τα βιβλία και τα χαρτιά του που του δίνουν χρήμα, ώστε την προσπερνά κι ούτε που τη βλέπει. Ο αδελφός της βρίσκεται στον δικό του κόσμο κι ούτε που νοιάζεται κι αυτός να της ρίξει μια ματιά. Η Έμιλη τελικά φτάνει στο κέντρο της σκηνής ολομόναχη, φορώντας το καινούργιο για τα γενέθλια της φουστάνι. Και λέει: «Παρακαλώ, ας με κοιτάξει κάποιος!». Γυρνά στη μητέρα της και λέει: «Μαμά, σε παρακαλώ, μόνο για μια στιγμή, κοίταξέ με!». Αλλά κανένας δεν το κάνει, και τότε στρέφεται προς τους θεούς, κι αν θυμάστε, λέει περίπου: «Πάρτε με από δω! Ξέχασα το πόσο δύσκολο ήταν να είσαι ανθρώπινο πλάσμα. Κανένας πια τώρα δεν γυρίζει να κοιτάξει τον άλλον…». ”
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Η αγάπη» (1972) του Λέο Μπουσκάλια, το οποίο μου χάρισε η μητέρα μου. Λένε πως η αγάπη είναι το βαθύτερο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. Ποιος, όμως, ορίζει τι είναι αυτό το συναίσθημα; Πώς ξαφνικά ένα τόσο βαθύ συναίσθημα καταλήγει σε αδιαφορία; Και αν όλα τελικά είναι μια παροδική ευχαρίστηση και τίποτα παραπάνω; Αδυνατώ να αντιληφθώ τον ορισμό της αγάπης – αν βέβαια υπάρχει – ίσως γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις φαντάζουν, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, αρκετά οδυνηρές. Με στοιχειώνει και με θυμώνει που χάθηκε η καλοσύνη απ’ τις καρδιές μας. Κυριαρχούν οι αρνητικές σκέψεις μέχρι και για τον πρώτο τυχόντα, που δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχουν, αφού η ύπαρξή του δεν μας ενοχλεί ούτε και μας θίγει. Αλλά και το απαράδεκτο σκεπτικό των περισσότερων ανθρώπων: «Αν κάτι δεν με επηρεάζει, δε με αγγίζει!», που έχει γίνει μότο ζωής. Η ζωή είναι υπερβολικά σύντομη και πολλές φορές μόλις στην εκπνοή της συνειδητοποιούμε ότι θα πρέπει να διοχετεύσουμε τα συναισθήματά μας, πριν καταλήξουν να γίνουν μια ξεχασμένη σκέψη στο μυαλό μας. Αν το συνειδητοποιήσουμε κιόλας… έστω αργά…
Ποτέ, ωστόσο, δεν είναι αργά να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο. Αρχίζοντας απο τον ίδιο μας τον εαυτό. Να αφήσουμε τους ανώφελους εγωισμούς, τον ανόητο ανταγωνισμό και την ιδιοτέλεια, και να πλησιάσουμε και πάλι τον συνάνθρωπό μας. Ο άνθρωπος είναι «φύσει» κοινωνικό ον, έλεγε ο Αριστοτέλης. Η ευτυχία δεν μπορεί να εξαντλείται μέσα στο ίδιο το άτομο και γύρω μόνο από αυτό. Προϋποθέτει τον άλλο και εκφράζεται μέσα σε ένα σύνολο. Σε μια οργανωμένη κοινωνία. Τοτε μόνο ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και μπορεί να φτάσει στην ευδαιμονία. Το υπέρτατο αγαθό. Οι ανθρωπιστικές αξίες, και ιδίως η αγάπη, αποτελούν επιτακτική ανάγκη στην εποχή της καχυποψίας, του μίσους και της εσωστρέφειας. Η ολική στροφή προς τον συνάνθρωπο και η έκφραση αγνών συναισθημάτων είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να οραματιζόμαστε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο και ένα ευοίωνο μέλλον.