
Ο θεός Θάνατος με μεγάλη λύπη
έσπευσε κατόπιν αναγκαστικής
εντολής του Πλούτωνος
να μαζέψει μέσα απ’τα σώματα των νέων
τις αδικοχαμένες ψυχές…
Ο Τρισμέγιστος Ψυχοπομπός Ερμής
έπειτα τις παρέλαβε
κι τις οδήγησε στην ακτή της Στύγας…
Ο Χάρων νευριασμένος απ’την ανθρώπινη
αδικία όμως τις πήγε όλες δωρεάν
στον Άδη…
Ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς κι ο Αιακός
τις έκριναν λίαν επιεικώς…
Άλλωστε τι παράπτωμα να έβρισκαν…
Απευθείας στα Ηλύσια Πεδία αναφώνησαν
οι δικαιότεροι μεταξύ ζώντων κι νεκρών…
Ενώ ο Κέρβερος ο φόβος κι ο τρόμος
για πρώτη φορά πένθιμα αλύχτισε…
Κει χαρούμενες τουλάχιστον…
όλες τρέχουν στα λιβάδια των…
Μονιασμένες κι εξιλεωμένες…
Όμως στην Γη η οργή ξεχειλίζει…
Πόνος που ο πέλεκυς της δικαιοσύνης
δεν έχει πέσει στυγερά στους θύτες…
Οι μάνες θρηνούν…
Οι πατέρες με τσ’αδελφούς εκδίκηση αποζητούν…
Ενώ οι καμπάνες πένθιμα νυχθημερόν βαρούν…
Οι ενάρετοι της τίσεως τις λεπίδες ακονίζουν…
το διέταξαν οι Υφάντρες Μοίρες, κι γνέθοντας
των Τεμπών το μέγα κρίμα ξεστόμισαν…
«Ως πότε, ω πάτερ Ζευ, ω μήτερ Θέμι,
τα δάκρυα μας θα πέφτουν στα νήματα μας;
Ως πότε οι Λυκάονες, οι Ιξίονες κι οι Τάνταλοι
θα διαφεντεύουν τις πόλεις μας;»
«Είθε στου Τάρταρου την πυρά αιώνια
να καίγονται κι οι φωνές τους να αγνοούνται
απ’την κάθε του Άδεως γωνία…»
Πρόσθεσε η υφάντρα του τώρα η Κλωθώ.
Μ.Α. 25/02/24
Το ποίημα αυτό γράφτηκε με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας των παιδιών στα Τέμπη