Η κακή πεθερά
Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς είχε ένα γιο, ένα όμορφο παλικάρι. Όταν μεγάλωσε, του στέλνανε πολλές προξενιές αλλά αυτός δεν ήθελε καμία…η μάνα του τον παρακαλούσε κάθε μέρα να πάρει μία από αυτές τις βασιλοπούλες που τον θέλανε αλλά αυτός με κανένα τρόπο δεν ήθελε να παντρευτεί
- Μάνα, τη γυναίκα που θα πάρω εγώ, θέλω να τη βρω μόνος μου, της έλεγε.
Το βασιλόπουλο αγαπούσε πολύ το κυνήγι και μια μέρα πήρε την ακολουθία του και ανεβήκανε με τα άλογα στο βουνό να κυνηγήσουν… και εκεί συνάντησαν ένα βοσκό με ένα κοπάδι πρόβατα.. τον χαιρέτησαν και εκείνος τους είπε:
- Βασιλιά μου, ελάτε να πάμε στην καλύβα μου να σας κεράσω κάτι!
Πήγανε, λοιπόν, στην καλύβα του βοσκού, όπου εκεί τους περιποιήθηκε η κόρη του. Το βασιλόπουλο πρόσεξε την κόρη, του άρεσε, γιατί ήτανε πολύ όμορφη και σαν έφαγαν και ήπιανε, ευχαρίστησαν το βοσκό και έφυγαν.
Στο δρόμο λέει το βασιλόπουλο στους ακολούθους του:
- Εγώ θα γυρίσω να πάρω την κόρη του βοσκού.
- Βασιλιά μου, του λένε, πώς θα φανεί στη μάνα σου και στον πατέρα σου να τους πας μια βόσκισα που τόσες και τόσες βασιλοπούλες σε παρακαλούν από τα γύρω βασίλεια;
- Εμένα αυτή η κοπέλα μου αρέσει, αυτή θα πάρω, απάντησε.
Γυρίζουνε, λοιπόν, πίσω παίρνει την κόρη του βοσκού και την πάει στο παλάτι. Μόλις την είδαν οι γονείς του στεναχωρήθηκαν πολύ.
- Μα γιατί, παιδί μου, μάς το έκανες αυτό; χάθηκαν οι νύφες που σε θέλανε μόνο πήγες και πήρες την κόρη του βοσκού;
Αυτός, όμως, επέμενε:
- Αυτή η γυναίκα μου αρέσει, αυτή θα πάρω..
Τι να κάνουνε, όμως, που τον είχαν μοναχογιό.. στο τέλος δέχτηκαν να την πάρει και την άλλη μέρα έβγαλαν τελάλη και φώναζε σε όλη τη χώρα πώς την Κυριακή παντρεύεται ο γιος του βασιλιά και όποιος έχει την ευχαρίστηση να πάει στο γάμο.
Μαζεύτηκε κόσμος πολύς και έγινε μεγάλος γάμος. Παντρεύτηκε το βασιλόπουλο την κόρη του βοσκού και περνούσαν καλά. Στο μεταξύ αυτή έμεινε έγκυος κι ήταν καιρός να γεννήσει. Έφυγε το βασιλόπουλο, όπως το κάνουν και τώρα οι βασιλιάδες, και πριν φύγει παρήγγειλε στη μάνα του να προσέχεις τη γυναίκα του που είναι ετοιμόγεννη.
Άμα έφυγε αυτός, ήρθε ο καιρός και γέννησε η νύφη ένα αγόρι. Η πεθερά που δεν ήθελε τη νύφη δεν ήθελε όταν το παιδί της. Το σκοτώνει και της πηγαίνει στο κρεβάτι ένα μικρό σκυλί.
Γυρίζει το βασιλόπουλο από το ταξίδι και ρωτάει τη μάνα του
- Μάνα, που είναι η γυναίκα μου, γέννησε;
- Γέννησε παιδί μου και σου έκανε σκυλί.
Στεναχωρήθηκε το βασιλόπουλο μα δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του. Έρχεται καιρός και ξαναφεύγει το βασιλόπουλο και λέει πάλι στη μητέρα του:
- Τη γυναίκα μου να προσέχεις μέχρι να γυρίσω.
- Καλά, παιδί μου, να μη στεναχωριέσαι.
Αλλά η μάνα δεν έλεγε την αλήθεια, γιατί ζήλευε και δεν την ήθελε.
Και άμα έφυγε ο γιος της λέει:
- Τώρα είναι καιρός να τη βγάλω από τη μέση.
Έξω από το παλάτι είχαν ένα μεγάλο κήπο με δέντρα, λουλούδια, λαχανικά, με όλα τα καλά και τα πότιζαν με ένα πηγάδι που είχαν στην αυλή. Η νύφη, όμως, δεν κατέβαινε ποτέ στον κήπο και δεν ήξερα το πηγάδι.
Κατεβαίνει η βασίλισσα πιο μπροστά, παίρνει μια κουβέρτα και τη στρώνει πάνω στο πηγάδι· μετά βάζει πάνω μια καρέκλα, παίρνει ύστερα τη ωύφη της και πηγαίνουν στο κήπο. Γυρίζουνε γύρω-γύρω, κοιτάζουν τα δέντρα και φτάνουν στο πηγάδι.
- Κάτσε, παιδί μου, στην καρέκλα να ξεκουραστείς.
Κι ώσπου να πατήσει το πόδι της, να καθίσει στην καρέκλα έπεσε μέσα στο πηγάδι. Αλλά ο καλός θεός τη λυπήθηκε και την έκανε ψάρι.
Βγαίνει ύστερα η βασίλισσα στο παλάτι και την επόμενη μέρα λέει του βασιλιά:
- Η νύφη μας δεν είναι εδώ, έφυγε…
Την ψάχνουν εδώ την ψάχνουν εκεί πουθενά δεν τη βρίσκουν. Την επόμενη μέρα πάει ο περβολάρης στο πηγάδι να βγάλει νερό να ποτίσει τον κήπο και πετάγεται ένα ψαράκι και του λέει: – Περβολάρη, περβολάρη πες μου να τραγουδάκι
-Πες εσύ χρυσό ψαράκι
- Σε καλύβα γεννημένη και χρυσός αετός με παίρνει.. κι αν δεν το πεις του βασιλιά, να ξεράσει η καλύτερή σου λεμονιά.
Κάθε φορά που πήγαινε ο περβολάρης να βγάλει νερό, του έλεγε το ψαράκι το τραγούδι και κάθε φορά ξεραινόταν και από μια λεμονιά. Ύστερα από κάμποσο καιρό, γύρισε το βασιλόπουλο από το ταξίδι και δεν βρήκε τη γυναίκα του στο παλάτι.
- Πού είναι, μάνα, η γυναίκα μου;
- Η γυναίκα σου, παιδί μου, χάθηκε. Φαίνεται πως στεναχωρήθηκε που γέννησε το κουτάβι και έφυγε. Όπου και αν τη ψάξαμε, δεν τη βρήκαμε.
Τότε το βασιλόπουλου διατάξε τους υπηρέτες να ετοιμάσουν τα άλογα και να πάνε στο βουνό στην καλύβα του βοσκού
- Μπας και ήρθε εδώ πέρα η γυναίκα μου;
- ‘Οχ, παιδί μου, από τον καιρό που την πήρες και φύγατε, δεν την ξαναείδαμε
Το βασιλόπουλο γύρισε πίσω στο παλάτι πολύ στεναχωρημένο και δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει…
- Ας πάω μια βόλτα στον κήπο να περάσει η ώρα μου.
Κατεβαίνει στο περβόλι και τι να δει… Σχεδόν όλες τις λεμονιές ξεραμένες. Πάει στον περβολάρη και του λέει:
- Θέλω να μου πεις πώς ξεραθηκαν οι λεμονιές μου..
- Άχι, βασιλιά μου… τι να σου πω που μου ραγίζει η καρδιά, όταν τις βλέπω… Τώρα και λίγο καιρό πάω στο πηγάδι να βγάλω νερό να ποτίζω τον κήπο και παρουσιάζεται ένα ψαράκι που μου τραγουδάει και δεν καταλαβαίνω τι θέλει να πει… και λέει « Σε καλύβα γεννημένη και χρυσός αετός με παίρνει στο παλάτι με πηγαίνει και από πεθερά πνιγμένη, κι αν δεν το πεις του βασιλιά, να ξεραθεί η καλύτερή σου λεμονιά»
- Και πραγματικά ξεραίνεται μια μια όλες οι λεμονιές και δεν ξέρω τι να κάνω
- Να πας να βρεις ένα σκοινί με ένα κοφίνι, λέει το βασιλόπουλο, και ό,τι ώρα λέει το τραγουδάκι, να ρίξεις το κοφίνι, για να βγει το ψαράκι.
Έτσι και έγινε. Βγαίνει πάνω το ψαράκι και μόλις το έβγαλε γίνεται πάλι βασιλοπούλα.
Ο περβολάρης τα χασε, όταν την είδε και της λέει:
- Ποια είσαι εσύ και πώς έγινες ψάρι;
- Έτσι και έτσι η πεθερά μου…Έβαλε μια καρέκλα πάνω στο πηγάδι και μου πε να κάτσω να ξεκουραστώ και την ώρα που κάθισα, έπεσα μες το πηγάδι, αλλά ο καλός θεός μου λυπήθηκε και με έκανε ψάρι… για αυτό σου έλεγα αυτό το τραγουδάκι για να το καταλάβεις και να με σώσεις.
Ο περβολάρης την παίρνει αμέσως και την πάει στο παλάτι. Μόλις μπήκε μέσα, την είδε το βασιλόπουλο, ευχαριστήθηκε πού ζούσε ακόμα η γυναίκα του και της λέει:
- Πες μου, πώς έγινε αυτό;
- Μέχρι τώρα στα έκρυβα αλλά τώρα ήρθε η ώρα να σου πω όλη την αλήθεια· όταν γέννησα, έκανα ένα αρσενικό παιδί αλλά η μάνα σου το σκότωσε και μου έφερε στο κρεβάτι ένα σκυλί· κι ύστερα με φοβέρηζε ότι αν το μαρτυρήσω θα με σκότωνε. Και μια μέρα με πήρε και με κατέβασε στον κήπο για να περάσει, λέει, η ώρα μου, στρώνει στο πηγάδι μια κουβέρτα και πάνω στην κουβέρτα βάζει μία καρέκλα και έπεσα μέσα στο πηγάδι… αλλά ο καλός θεός με έκανε ψάρι και δεν πνίγηκα.
Το βασιλόπουλο τα κατάλαβε όλα και της λέειΑ
- Και τώρα ποια τιμωρία θες να κάνουμε της μάνας μου;
- Ό,τι ορίζεις, βασιλιά μου, εσύ.. Θα την τιμωρήσεις, όπως της αξίζει..
Διατάζει το βασιλόπουλου και φέρνουν ένα άγριο άλογο· τη βάζουνε πάνω στο άλογο και στην ουρά του αλόγου κρέμασαν κούφια καρύδια. Κι έτρεχε το άλογο και σκοτώθηκε η γριά και γλυτώσανε.
Από τότε και ύστερα η βασιλοπούλα με το βασιλόπουλο έκαναν κι άλλα παιδιά και πέρασαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!
Πηγή: Αριστοφάνης Χουρδάκης, Κρητικά λαϊκά Παραμύθια
Η κακή πεθερά
Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς είχε ένα γιο, ένα όμορφο παλικάρι. Όταν μεγάλωσε, του στέλνανε πολλές προξενιές αλλά αυτός δεν ήθελε καμία…η μάνα του τον παρακαλούσε κάθε μέρα να πάρει μία από αυτές τις βασιλοπούλες που τον θέλανε αλλά αυτός με κανένα τρόπο δεν ήθελε να παντρευτεί
- Μάνα, τη γυναίκα που θα πάρω εγώ, θέλω να τη βρω μόνος μου, της έλεγε.
Το βασιλόπουλο αγαπούσε πολύ το κυνήγι και μια μέρα πήρε την ακολουθία του και ανεβήκανε με τα άλογα στο βουνό να κυνηγήσουν… και εκεί συνάντησαν ένα βοσκό με ένα κοπάδι πρόβατα.. τον χαιρέτησαν και εκείνος τους είπε:
- Βασιλιά μου, ελάτε να πάμε στην καλύβα μου να σας κεράσω κάτι!
Πήγανε, λοιπόν, στην καλύβα του βοσκού, όπου εκεί τους περιποιήθηκε η κόρη του. Το βασιλόπουλο πρόσεξε την κόρη, του άρεσε, γιατί ήτανε πολύ όμορφη και σαν έφαγαν και ήπιανε, ευχαρίστησαν το βοσκό και έφυγαν.
Στο δρόμο λέει το βασιλόπουλο στους ακολούθους του:
- Εγώ θα γυρίσω να πάρω την κόρη του βοσκού.
- Βασιλιά μου, του λένε, πώς θα φανεί στη μάνα σου και στον πατέρα σου να τους πας μια βόσκισα που τόσες και τόσες βασιλοπούλες σε παρακαλούν από τα γύρω βασίλεια;
- Εμένα αυτή η κοπέλα μου αρέσει, αυτή θα πάρω, απάντησε.
Γυρίζουνε, λοιπόν, πίσω παίρνει την κόρη του βοσκού και την πάει στο παλάτι. Μόλις την είδαν οι γονείς του στεναχωρήθηκαν πολύ.
- Μα γιατί, παιδί μου, μάς το έκανες αυτό; χάθηκαν οι νύφες που σε θέλανε μόνο πήγες και πήρες την κόρη του βοσκού;
Αυτός, όμως, επέμενε:
- Αυτή η γυναίκα μου αρέσει, αυτή θα πάρω..
Τι να κάνουνε, όμως, που τον είχαν μοναχογιό.. στο τέλος δέχτηκαν να την πάρει και την άλλη μέρα έβγαλαν τελάλη και φώναζε σε όλη τη χώρα πώς την Κυριακή παντρεύεται ο γιος του βασιλιά και όποιος έχει την ευχαρίστηση να πάει στο γάμο.
Μαζεύτηκε κόσμος πολύς και έγινε μεγάλος γάμος. Παντρεύτηκε το βασιλόπουλο την κόρη του βοσκού και περνούσαν καλά. Στο μεταξύ αυτή έμεινε έγκυος κι ήταν καιρός να γεννήσει. Έφυγε το βασιλόπουλο, όπως το κάνουν και τώρα οι βασιλιάδες, και πριν φύγει παρήγγειλε στη μάνα του να προσέχεις τη γυναίκα του που είναι ετοιμόγεννη.
Άμα έφυγε αυτός, ήρθε ο καιρός και γέννησε η νύφη ένα αγόρι. Η πεθερά που δεν ήθελε τη νύφη δεν ήθελε όταν το παιδί της. Το σκοτώνει και της πηγαίνει στο κρεβάτι ένα μικρό σκυλί.
Γυρίζει το βασιλόπουλο από το ταξίδι και ρωτάει τη μάνα του
- Μάνα, που είναι η γυναίκα μου, γέννησε;
- Γέννησε παιδί μου και σου έκανε σκυλί.
Στεναχωρήθηκε το βασιλόπουλο μα δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του. Έρχεται καιρός και ξαναφεύγει το βασιλόπουλο και λέει πάλι στη μητέρα του:
- Τη γυναίκα μου να προσέχεις μέχρι να γυρίσω.
- Καλά, παιδί μου, να μη στεναχωριέσαι.
Αλλά η μάνα δεν έλεγε την αλήθεια, γιατί ζήλευε και δεν την ήθελε.
Και άμα έφυγε ο γιος της λέει:
- Τώρα είναι καιρός να τη βγάλω από τη μέση.
Έξω από το παλάτι είχαν ένα μεγάλο κήπο με δέντρα, λουλούδια, λαχανικά, με όλα τα καλά και τα πότιζαν με ένα πηγάδι που είχαν στην αυλή. Η νύφη, όμως, δεν κατέβαινε ποτέ στον κήπο και δεν ήξερα το πηγάδι.
Κατεβαίνει η βασίλισσα πιο μπροστά, παίρνει μια κουβέρτα και τη στρώνει πάνω στο πηγάδι· μετά βάζει πάνω μια καρέκλα, παίρνει ύστερα τη ωύφη της και πηγαίνουν στο κήπο. Γυρίζουνε γύρω-γύρω, κοιτάζουν τα δέντρα και φτάνουν στο πηγάδι.
- Κάτσε, παιδί μου, στην καρέκλα να ξεκουραστείς.
Κι ώσπου να πατήσει το πόδι της, να καθίσει στην καρέκλα έπεσε μέσα στο πηγάδι. Αλλά ο καλός θεός τη λυπήθηκε και την έκανε ψάρι.
Βγαίνει ύστερα η βασίλισσα στο παλάτι και την επόμενη μέρα λέει του βασιλιά:
- Η νύφη μας δεν είναι εδώ, έφυγε…
Την ψάχνουν εδώ την ψάχνουν εκεί πουθενά δεν τη βρίσκουν. Την επόμενη μέρα πάει ο περβολάρης στο πηγάδι να βγάλει νερό να ποτίσει τον κήπο και πετάγεται ένα ψαράκι και του λέει: – Περβολάρη, περβολάρη πες μου να τραγουδάκι
-Πες εσύ χρυσό ψαράκι
- Σε καλύβα γεννημένη και χρυσός αετός με παίρνει.. κι αν δεν το πεις του βασιλιά, να ξεράσει η καλύτερή σου λεμονιά.
Κάθε φορά που πήγαινε ο περβολάρης να βγάλει νερό, του έλεγε το ψαράκι το τραγούδι και κάθε φορά ξεραινόταν και από μια λεμονιά. Ύστερα από κάμποσο καιρό, γύρισε το βασιλόπουλο από το ταξίδι και δεν βρήκε τη γυναίκα του στο παλάτι.
- Πού είναι, μάνα, η γυναίκα μου;
- Η γυναίκα σου, παιδί μου, χάθηκε. Φαίνεται πως στεναχωρήθηκε που γέννησε το κουτάβι και έφυγε. Όπου και αν τη ψάξαμε, δεν τη βρήκαμε.
Τότε το βασιλόπουλου διατάξε τους υπηρέτες να ετοιμάσουν τα άλογα και να πάνε στο βουνό στην καλύβα του βοσκού
- Μπας και ήρθε εδώ πέρα η γυναίκα μου;
- ‘Οχ, παιδί μου, από τον καιρό που την πήρες και φύγατε, δεν την ξαναείδαμε
Το βασιλόπουλο γύρισε πίσω στο παλάτι πολύ στεναχωρημένο και δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει…
- Ας πάω μια βόλτα στον κήπο να περάσει η ώρα μου.
Κατεβαίνει στο περβόλι και τι να δει… Σχεδόν όλες τις λεμονιές ξεραμένες. Πάει στον περβολάρη και του λέει:
- Θέλω να μου πεις πώς ξεραθηκαν οι λεμονιές μου..
- Άχι, βασιλιά μου… τι να σου πω που μου ραγίζει η καρδιά, όταν τις βλέπω… Τώρα και λίγο καιρό πάω στο πηγάδι να βγάλω νερό να ποτίζω τον κήπο και παρουσιάζεται ένα ψαράκι που μου τραγουδάει και δεν καταλαβαίνω τι θέλει να πει… και λέει « Σε καλύβα γεννημένη και χρυσός αετός με παίρνει στο παλάτι με πηγαίνει και από πεθερά πνιγμένη, κι αν δεν το πεις του βασιλιά, να ξεραθεί η καλύτερή σου λεμονιά»
- Και πραγματικά ξεραίνεται μια μια όλες οι λεμονιές και δεν ξέρω τι να κάνω
- Να πας να βρεις ένα σκοινί με ένα κοφίνι, λέει το βασιλόπουλο, και ό,τι ώρα λέει το τραγουδάκι, να ρίξεις το κοφίνι, για να βγει το ψαράκι.
Έτσι και έγινε. Βγαίνει πάνω το ψαράκι και μόλις το έβγαλε γίνεται πάλι βασιλοπούλα.
Ο περβολάρης τα χασε, όταν την είδε και της λέει:
- Ποια είσαι εσύ και πώς έγινες ψάρι;
- Έτσι και έτσι η πεθερά μου…Έβαλε μια καρέκλα πάνω στο πηγάδι και μου πε να κάτσω να ξεκουραστώ και την ώρα που κάθισα, έπεσα μες το πηγάδι, αλλά ο καλός θεός μου λυπήθηκε και με έκανε ψάρι… για αυτό σου έλεγα αυτό το τραγουδάκι για να το καταλάβεις και να με σώσεις.
Ο περβολάρης την παίρνει αμέσως και την πάει στο παλάτι. Μόλις μπήκε μέσα, την είδε το βασιλόπουλο, ευχαριστήθηκε πού ζούσε ακόμα η γυναίκα του και της λέει:
- Πες μου, πώς έγινε αυτό;
- Μέχρι τώρα στα έκρυβα αλλά τώρα ήρθε η ώρα να σου πω όλη την αλήθεια· όταν γέννησα, έκανα ένα αρσενικό παιδί αλλά η μάνα σου το σκότωσε και μου έφερε στο κρεβάτι ένα σκυλί· κι ύστερα με φοβέρηζε ότι αν το μαρτυρήσω θα με σκότωνε. Και μια μέρα με πήρε και με κατέβασε στον κήπο για να περάσει, λέει, η ώρα μου, στρώνει στο πηγάδι μια κουβέρτα και πάνω στην κουβέρτα βάζει μία καρέκλα και έπεσα μέσα στο πηγάδι… αλλά ο καλός θεός με έκανε ψάρι και δεν πνίγηκα.
Το βασιλόπουλο τα κατάλαβε όλα και της λέειΑ
- Και τώρα ποια τιμωρία θες να κάνουμε της μάνας μου;
- Ό,τι ορίζεις, βασιλιά μου, εσύ.. Θα την τιμωρήσεις, όπως της αξίζει..
Διατάζει το βασιλόπουλου και φέρνουν ένα άγριο άλογο· τη βάζουνε πάνω στο άλογο και στην ουρά του αλόγου κρέμασαν κούφια καρύδια. Κι έτρεχε το άλογο και σκοτώθηκε η γριά και γλυτώσανε.
Από τότε και ύστερα η βασιλοπούλα με το βασιλόπουλο έκαναν κι άλλα παιδιά και πέρασαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!
Πηγή: Αριστοφάνης Χουρδάκης, Κρητικά λαϊκά Παραμύθια
Μιχάλης Καζάνης, α’ τάξη.
, α’ τάξη.
