Η καλόκαρδη κοπέλα. Πηνελόπη Τσαμάνδουρα

https://depositphotos.com

Η καλόκαρδη κοπέλα

Ήτανε μια φορά και έναν καιρό, σε ένα ξένο τόπο μια οικογένεια που ο άντρας ήταν ξαναπαντρεμένος και είχε  μία κόρη από τον πρώτο γάμο η γυναίκα του· και η γυναίκα του το ίδιο.

Η κόρη του άνδρα ήτανε μια καλή και όμορφη κοπέλα αγαπούσε τους γονείς της και όλο τον κόσμο ενώ η κόρη της γυναίκας ήταν κακιά και δεν έδινε ούτε τ’  αγγέλου της νερό που λένε.

Κάποια στιγμή  ο πατέρας της οικογένειας πέθανε και η  κόρη του έμεινε μόνη  με τη μητριά και την κόρη της. Αυτές οι δύο,  μόλις πέθανε ο πατέρας,  άρχισαν να την παιδεύουν, να την κακομεταχειρίζονται και να τη βάζουνε να κάνει τις πιο βαριές δουλειές του σπιτιού.

Η μητριά έδερνε την κοπέλα,  της κακομιλούσε, όλο βασανιστήρια της έκανε,  της έδινε το σταμνί να πάει νύχτα στη βρύση και η κοπέλα έκλαιγε από το φόβο της γιατί ήταν η νύχτα και η βρύση  ήταν μακριά μέσα στο δάσος αλλά τι να κάνει…

Μια νύχτα η μητριά έχυσε το νερό και τη νύχτα έστειλε την κοπέλα να ξαναγεμίσει τη στάμνα. Η  κοπέλα πήγαινε στο σκοτάδι και έκλαιγε τη μοίρα της… Βρίσκει  τη βρύση,  γεμίζει το σταμνί της και ήταν έτοιμη να ξαναγυρίσει στο σπίτι. Στο δρόμο, όμως, περνά η μοίρα της μεταμορφωμένη σε γριά.

- Κοπελιά μου,  γιατί κλαις, τη ρώτησε.

- Γιατί φοβάμαι,  θεία απάντησε η  κοπέλα.

- Θα μου βάλεις λίγο νερό να πιω που είμαι κουρασμένη και διψασμένη;

- Και βέβαια αλλά δεν έχω ποτήρι και θα πιεις από το σταμνί μου

- Όχι, παιδί μου,  εγώ είμαι γριά και θα λερώσω το νερό

- Δεν πειράζει, θα γυρίσω στη βρύση να βάλω άλλο νερό

- Και δεν φοβάσαι που είναι νύχτα;

- Αφού είσαι εσύ εδώ,  δεν φοβάμαι.

Γέρνει το σταμνί και πίνει η μοίρα της νερό και αφού ήπιε αρκετά, της είπες

- Να πέφτουνε διαμάντια από τα μάτια σου,  όταν θα κλαις και  τριαντάφυλλα από  το στόμα σου, όταν θα γελάς

Φεύγει η γριά και η κοπέλα πάει πάλι στη βρύση, γεμίζει το σταμνί και γυρίζει σπίτι. Μόλις μπαίνει μέσα, την αρχίζει η μητριά της στο ξύλο.

- Τεμπέλα, άργησες! Θα σε κάνω εγώ να μην ξανααργήσεις.

Έκλαιγε η κοπέλα και όπως της το είχε ευχηθεί η  μοίρα της έτρεχαν  διαμάντια από τα μάτια της. Μόλις τα είδε η μητριά, σταμάτησε να τη δέρνει και την άφησε να πάει στο στρώμα να κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα σε μία στιγμή η κοπέλα άρχισε να γελάει και πέφταν τριαντάφυλλα από το στόμα της. Θύμωσε η  μητριά,  πιάνει και τη ρωτά:

- Τι είναι αυτά τα καμώματα,  γελάς και πέφτουν τριαντάφυλλα και κλαίς και πέφτουνε διαμάντια,  από πότε γίνεται αυτό το πράγμα;

- Ένα βράδυ πήγα στη βρύση,  είδα μια γριά, της  έδωσα και  ήπιε νερό  και μου είπε ότι  όταν θα κλαίω, θα τρέχουν διαμάντια από τα μάτια μου και  όταν θα γελώ,  θα τρέχουν τριαντάφυλλα από το στόμα μου.

Η μητριά ήταν ξιπασμένη κίτρινη και ήθελε η  κόρη της να αποκτήσει και αυτή τέτοια χάρη. Δεν γίνεται η δούλα τους να είναι ανώτερη από αυτές… Κλειδώνει,  λοιπόν,  την καλή κόρη στο σπίτι να μην ξαναβγεί καθόλου στο δρόμο και στέλνει την κόρη της στη βρύση  τη νύχτα. Αυτή δεν ήθελε,  βέβαια,  να πάει,  δεν την ενδιέφεραν ούτε το τριαντάφυλλο ούτε τα  διαμάντια μπροστά στην ησυχία της. Έτσι ξεκίνησε, λοιπόν, να πάει στην βρύση να  γεμίσει τη στάμνα και με μεγάλο φόβο ετοιμάστηκε να γυρίσει στο σπίτι.

Μέσα στη νύχτα εμφανίστηκε πάλι η μοίρα της, την πλησιάζει και της λέει:

- Καλησπέρα,  κοριτσάκι μου,  θα μου δώσεις και εμένα να πιω  λίγο νερό που είμαι κουρασμένη και δεν μπορώ να περπατάω άλλο;

Μα αυτή ήταν τόσο κακιά που δεν τη λυπήθηκε καθόλου, της έδειξε πίσω της  τη βρύση και της είπε να πάει στην πηγή να πιει μόνη της.  Η μοίρα νευρίασε, άστραψε και βρόντηξε..

- Καταραμένη να σαι,  όταν θα γελάς να πέφτουνε φίδια από το στόμα σου και όταν θα κλαις να πέφτουνε λακόνια από τα μάτια σου.

Γυρίζει η κόρη στο σπίτι, όπου την περίμενε η μάνα της. Μόλις την είδε, τη ρώτησε:

- Εκεί που  πήγες,  είδες κανένα;

- Είδα μια γριά,  ήθελε να της δώσω το σταμνί μου να πιει νερό και εγώ της είπα να πάει να πιεί από τη βρύση. Δε θα της δώσω το σταμνί  μου να μου το λερώσει…

- Κακομοίρα,  η μοίρα σου ήταν και δεν της έδωσες να πιεί νερό..μια δουλειά της προκοπής δεν είσαι άξια να κάνεις.

Και αρχίζει να τη δέρνει. Βάζει η κόρη τα κλάματα και  πετιούνται λακόνια σε όλο το σπίτι. Τα βλέπει η μάνα της και κατάλαβε πως η γριά την καταράστηκε.

Το άλλο απόγευμα βγήκανε στη γειτονιά να ποσπερίσουνε. Κάποια γυναίκα  έλεγε αστεία και γέλασε η κακιά κόρη, Τότε φίδια άρχισαν να πέφτουν από το στόμα της και οι γειτόνισσςς άρχισαν να φεύγουν.

- Σταμάτα και μην ξαναγελάσεις  ποτέ,  της λέει η μάνα της,  μας έκαψες!!!

Την καλή την κόρη μπορεί να την είχαν  κλειδωμένη  στο σπίτι και να μην την άφηναν να  πορίσει στο δρόμο αλλά η φήμη της έφτασε μέχρι τα αυτιά του βασιλιά, που ήθελε να την κάνει νύφη του. Στέλνει, λοιπόν, ένα υπηρέτη να στείλει την προξενιά στην μητριά,  η οποία,  μόλις άκουσα το προξενιό, ζήτησε λίγες μέρες να προετοιμάσει την κόρη.

Αποφάσισε να κάνει απάτη στο βασιλιά, έδιωξε την καλή κόρη μακριά στο αμπέλι τους και θα έδινε τη δική της κόρη στη θέση της. Έτσι, λοιπόν,  και έγινε. Έβαλε στην κόρη της ένα χρυσό δαχτυλίδι και την έβαλα σε μία κασέλα για να μην την δούνε,  μόνο το δαχτυλίδι της άφησε έξω για να φαίνεται. Της λέει:

- Μην αρχίσεις,  κακομοίρα μου, να γελάς ή να κλαις να σε φάνε οι όφιδες. Και από την κασέλα να μη βγεις παρά μόνο άμα γίνουν οι γάμοι.

Φορτώνουν,  λοιπόν,  την κασέλα στο άλογο και αποχαιρετάνε τη μάνα. Κάποια στιγμή περάσανε μπροστά από το αμπέλι που είχαν κρυμμένη την καλή κόρη. Και επειδή ό,τι γράφει δεν ξεγράφει και επειδή ήταν γραφτό της καλής κόρης να  γίνει η βασίλισσα,  έγινε κάτι θαυμαστό. Τα σκυλιά που είχαν οι δούλοι στο αμπέλι βάλανε τις φωνές και φωνάζανε σαν άνθρωποι:

- Την κακή κοπέλα τηνε πάνε  του γαμπρού και η χρυσή βλέπει τ’ αμπέλι  και χρυσή θα παραμείνει!

Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία. Μα όσο πλησίαζαν, ακούγανε τα ίδια και τα είπαν στο βασιλόπουλο. Φαίνεται είναι της μοίρας  να μην πετύχει το κόλπο της μητριάς.

Το  βασιλόπουλο ρώτησα που βρίσκεται η κόρη, τη βλέπει και θαμπώνετε. Του γελάει και πέφτουνε ρόδα από το στόμα της. Τότε την αγάπησε, την πήρε στο παλάτι και την παντρεύτηκε. Για την μητριά και την κόρη της ποτέ δεν μάθαμε  τι απέγιναν. Και έζησαν  αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Πηνελόπη Τσαμάνδουρα, α΄τάξη

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης