Ταχιά – ταχιά ’ν’ αρχιμενιά, ταχιά ν’ αρχή του χρόνου
ταχιά ‘ναι που πορπάτηξεν ο Κύριος του κόσμου.
Μ’ ακόμη δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μασε δώσεις κατιτίς κι ύστερα να σφαλίξεις;
Σε τούτονε τ’ αρχοντικό ερέχτηκα και μπήκα
γιατί ’ναι τα δοκάρια ντου μηλιές και κυπαρίσσα.
Και του καιρού χαιράμενη να είν’ η αφεντιά σας,
ο νοικοκύρης κι η κερά και τα παιδόγγονά σας.
Να βάλω θέλει σταυραητούς, πέρδικες χελιδόνια,
για να σου κακαρίζουνε κυρά μου: χίλια χρόνια.
Κυρά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και στραφταλίδα του νερού και κάτασπρη χιονούλα.
Κυρά μου στα μαλλάκια σου μέλισσ’ ανεμοτρέχει
και στο καμαροφρύδι σου πάει να κεροδέσει.
Κυρά μου όντε δα στολιστείς και βάλεις τα καλά σου
τα μάρμαρα ραΐζουνε απού την ομορφιά σου.
Επά που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσα
καλά να ’ναι τα έχει ντως, χίλιες χιλιάδες χρόνια.
Επά που καλαντίσαμε πέτρα να μη ραΐσει,
κι ο νοικοκύρης κι η κερά χρόνους πολλούς να ζήσει.
Να ζήσουν χρόνους εκατό και να τσι ξεπεράσουν,
κι από τους εκατό κι ομπρός, ετότες να γεράσουν.
Πηγή:
Παυλάκης Γιάννης, “Κρητική Δημοτική Ποίηση, Οι Μαντινάδες”, (1994)

Ένα μεγάλο μπράβο στους μαθητές και στους καθηγητές. Αποδείξατε ότι τα σχολεία δεν χρειάζεται να έχουν μεγάλο αριθμό μαθητών για να ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΆΛΑ. Καλή δύναμη και καλή συνεχεια.