Από την Ξάνθη Πέμυ
Σύμφωνα με τον Μ. Τριανταφυλλίδη: «όσοι έχομε μητρική γλώσσα τα ελληνικά δεν τα μιλούμε ακριβώς το ίδιο σε όλη την ελληνόγλωσση γη. Παρουσιάζει δηλαδή και η γλώσσα μας, καθώς όλες οι άλλες, τοπικές παραλλαγές ή ιδιωματικές ποικιλίες». Τι εννοούμε όμως με τον όρο ιδίωμα; Σύμφωνα με το λεξικό της κοινής νεοελληνικής, ιδίωμα είναι η «τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στο χώρο της φωνολογίας, της μορφολογίας ή του λεξιλογίου». Αλήθεια τι προσφέρουν στη γλώσσα και στον πολιτισμό αυτές οι ιδιωματικές παραλλαγές;
Η προσφορά των ιδιωμάτων εντοπίζεται στο γεγονός ότι μεταφέρουν και αποδίδουν την ιδιαιτερότητα του τόπου στον οποίο γεννήθηκαν. Έτσι, με τη μελέτη τους μπορούμε να αντιληφθούμε την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε τόπου και των κατοίκων του και να εμβαθύνουμε στον τρόπο σκέψης, τις συνήθειες και τις αξίες τους. Συγχρόνως, ενώνουν και διατηρούν τους δεσμούς με την παράδοση καθώς τα ιδιώματα αποτελούν βασικό στοιχείο της που οδηγεί στη γνώση και διατήρηση των ηθών και των εθίμων της περιοχής. Τέλος, εμπλουτίζουν την εθνική γλώσσα καθώς τα ιδιώματα βοηθούν στην κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης της γλώσσας κι αποτρέπουν τη γλωσσική και πολιτιστική ισοπέδωση.
Ειδικότερα, το μεγαρικό γλωσσικό ιδίωμα μοιάζει με αυτό των κωμοπόλεων της Εύβοιας, της Αίγινας και της παλαιάς Αθήνας, που διέσωσαν τη γλώσσα μέσα σε περιοχές όπου γύρω – γύρω υπήρχαν ξενόφωνα χωριά. Οι Μεγαρείς, λόγω της αρχαιοπρέπειας που διέκρινε τα ήθη και τα έθιμά τους, δεν μίλησαν αρβανίτικα- σύμφωνα με τον Τσεβά (1928) και τον Κόλλια (1985: 133)- αν και περιβάλλονταν από περιοχές που μιλούσαν αρβανίτικα (Βίλια, Μάνδρα, Κριεκούκι, Ελευσίνα, Άγ.Θεόδωροι, Αίγινα). Οι κάτοικοι των Μεγάρων στην αρχαιότητα μιλούσαν τη δωρική διάλεκτο και στη νεότερη εποχή το ιδίωμά τους έχει αρχαιοπρεπές φωνητικό σύστημα, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία στη μορφολογία και το λεξιλόγιο. Κοινά στοιχεία συναντώνται στο ιδίωμα των Αθηναίων επειδή είχαν συχνές επαφές οι δύο περιοχές.
Τέλος, αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά χαρακτηριστικά του μεγαρικού γλωσσικού ιδιώματος:
- Η τροπή σε -έα των ονομάτων που λήγουν σε -ια: γουλέα, δαγκαματέα, καθισέα, θεμωνέα, χορτασέα.
- Τον πληθυντικό χωρίς συνίζηση σχηματίζουν τα ουδέτερα σε -ί που τονίζονται στη λήγουσα: το παιδί – τα παιδία, το κατσί – τα κατσία, το βουτσί – τα βουτσία.
- Ο τονισμός του α “ από τα διαδοχικώς εκφωνητέα φωνήεντα αντί του β “: ανεψίος, δεξίος, παλαίος.
- Ο σχηματισμός του ενεργητικού αορίστου σε -κα αντί -σα: αγάπηκα, βάρηκα, έπεκα, πότικα.
- Τα παλιά περισπώμενα ρήματα σχηματίζονται μόνο με τον ασυναίρετο τύπο τους, π.χ συνηθάω, μουστράω, τσυνηγάω, τσουλάω, και παραμένουν ασυναίρετα στον ενεστώτα της ενεργητικής και παθητικής φωνής σε όλο τον ενικό και στο γ’ πληθ. πρόσωπο: τσυνηγάω, τσυνηγάεις, τσυνηγάει…
Πηγή:
Σύρκου, Α. (2006). «Το μεγαρικό γλωσσικό ιδίωμα», λεξικογραφική μελέτη, Αθήνα: εκδ. νήσος
Αναφορές:
Κόλλιας Α. (1985). Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων, 3η έκδοση, Αθήνα
Τσεβάς, Γ. (1928). Η ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, τομ. Β΄, Αθήνα