Από την Τσίγκρη Μαρία
Πρόκειται για λέξη του μεγαρικού γλωσσικού ιδιώματος. Είναι σύνθετη, αποτελούμενη από το ουσιαστικό «κόκκος» και την κατάληξη –λο(γ)ι (< λέγω). Η λέξη «κοκκολόι», γενικά, σημαίνει συλλογή καρπών. Πιο συγκεκριμένα σημαίνει το μάζεμα του εναπομείναντος καρπού της ελιάς μετά την κυρίως συγκομιδή από τους ιδιοκτήτες. Συνήθως γινόταν από φτωχούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν δικά τους ελαιόδεντρα. Οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονταν και «κοκκολόιδες».
Οι παλιοί Μεγαρείς χρησιμοποιούσαν συχνά τη λέξη «κοκκολόι» αλλά και άλλες με την ίδια ρίζα, όπως π.χ. «κοκκολόης» και «κοκκολογάω», κυρίως την εποχή του Δεκεμβρίου όταν οι ελαιοπαραγωγοί είχαν τελειώσει το μάζεμα της ελιάς και ό,τι έμενε στα ελαιόδεντρα το μάζευαν οι φτωχοί άνθρωποι, οι «κοκολόιδες».
Ευχαριστούμε πολύ την κυρία Τσίγκρη Ελένη για τις πληροφορίες που μας έδωσε.