Από τη Σαρλά Αθηνά
Το επίθετο «σόλοικος-η-ο» προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη «Σόλοι», που ήταν αποικία των Αθηναίων στην Κιλικία. Οι κάτοικοι της αποικίας αυτής μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, αλλά με πολλά συντακτικά λάθη. Κυριολεκτικά, λοιπόν, η λέξη «σόλοικος» σημαίνει «ο εσφαλμένος συντακτικά» και χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κειμένου που είναι γεμάτο με συντακτικά λάθη, αλλά και για τον χαρακτηρισμό προσώπου που κάνει λάθη συντακτικά στο λόγο του.
Από τη λέξη «Σόλοι» προέρχεται το ρήμα «σολοικίζω» (= «κάνω συντακτικά λάθη στον γραπτό ή προφορικό λόγο μου») και το ουσιαστικό «σολοικισμός» (= «το εκφραστικό, συντακτικό λάθος κατά την εκφορά τού λόγου, στη διατύπωση»). Η λέξη «σόλοικος», επίσης, χρησιμοποιείται και μεταφορικά, για να δηλώσει το απρεπές και ανάρμοστο (π.χ. «Θα είναι σόλοικο να πας χωρίς πρόσκληση.»)
ΠΗΓΕΣ
1. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας