Από τη Βαγιάννη Βαλέρια
Η λέξη «πουριτανός» προέρχεται από την λατινική «puritas», η οποία σημαίνει «αγνότητα, καθαρότητα».
Πουριτανοί ονομάζονταν τα μέλη της θρησκευτικής προτεσταντικής κίνησης του 16ου και 17ου αιώνα, τα οποία προέβαλλαν το αίτημα της εκκαθάρισης της Εκκλησίας της Αγγλίας από στοιχεία του Καθολικισμού – για παράδειγμα, τον θεσμό των επισκόπων. Τα εν λόγω μέλη παρέμεναν αυστηρά προσηλωμένα στο γράμμα των Γραφών και υιοθετούσαν μεγάλη αυστηρότητα στα ήθη. Από το 1570 οι πουριτανοί άρχισαν να διώκονται από τους Άγγλους μονάρχες. Πολλοί εξ αυτών μετανάστευσαν στην Ολλανδία και την Αμερική. Όσοι παρέμειναν στην Αγγλία συγκρότησαν μια ομάδα και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1648.
Σήμερα, πουριτανούς καλούμε μεταφορικά τους οπαδούς της υπερβολικής αυστηρότητας στα ήθη, τα άτομα που χαρακτηρίζονται – συχνά υποκριτικά – από άκρως αυστηρές και συντηρητικές αντιλήψεις για την ηθική.
ΠΗΓΕΣ
1. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας
2. Πάπυρος Larousse – το παπυράκι (2003). Εικονογραφημένο εγκυκλοπαιδικό λεξικό και πλήρες λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: Πάπυρος
4. https://whc.unesco.org/en/list/496/