Από τη Βυρίνη Άννα
Η φράση «ροδάνι πάει η γλώσσα του» αναφέρεται σε πρόσωπο που φλυαρεί, που μιλά γρήγορα και με ευχέρεια.
Η λέξη «ροδάνι» προέρχεται από την αρχαία «ῥοδάνη», που σημαίνει «νήμα, υφάδι, στριμμένη κλωστή» (ῥοδάνη < ῥοδανός ή ῥαδαλός ή ῥαδινός).
Το ροδάνι είναι μικρός τροχός κλωστικής μηχανής, ο οποίος παίρνει κίνηση από ένα μεγαλύτερο και έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα.
Το αδράχτι είναι επίμηκες κυλινδρικό ξύλο όπου τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού.
ΠΗΓΕΣ
1. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.