Ανθόκηπος

της Σήλιας Κουτρουμπή

Λίγο καιρό πριν το κάποτε, σε ένα χωριό πολύ, πολύ μακριά από εδώ, μία γυναίκα ζούσε μόνη της σε ένα υπέροχο, μικρό, ξύλινο σπιτάκι. Κάθε μέρα, για πολλά χρόνια, κόπιαζε φροντίζοντας τον μεγάλο κήπο που είχε στην αυλή της. Όλα τα λουλούδια ήταν πάντα ανθισμένα και ποτέ -αλήθεια, ποτέ!- δεν την ταλαιπωρούσαν ξερόχορτα και ζιζάνια. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού την ζήλευαν για τον ανθόκηπό της αλλά ποτέ -αλήθεια, ποτέ!- δεν της το έλεγαν.
Ημέρες έρχονταν και έφευγαν. Άνθρωποι, ξένοι και γνωστοί, κάθε φυλής και όποιου φύλου, περνούσαν δήθεν τυχαία έξω από το ξύλινο σπιτάκι, μονάχα για να θαυμάσουν τον κήπο της. Κανένας δεν τολμούσε να πιάσει ένα λουλούδι και να το ξεριζώσει για να το κρατήσει δικό του, ακόμη και όταν εκείνη δεν τους έβλεπε.
Αυτή η γυναίκα μιλούσε ελάχιστα στον κόσμο που εγκωμίαζε την σκληρή της δουλειά. Δεν ήξερε τι έπρεπε να τους πει ή τι θα ήθελαν εκείνοι να ακούσουν. Έκλεινε λοιπόν την πόρτα πίσω της κάθε φορά που επέστρεφε στο ξύλινο σπιτάκι κι ούτε το φως του ήλιου άφηνε να γλιστρήσει από την χαραμάδα.
Μια φορά μόνο τόλμησε ένας γέρος χωρικός να της κλέψει μια κουβέντα όταν την ρώτησε από που πηγάζει ετούτη η μοναχικότητα. Τότε εκείνη γλυκά χαμογέλασε και του είπε: “Η μοναξιά δεν με βαραίνει, με βοηθά να ανθίσω. Φροντίζω ό,τι αγαπώ και ό,τι αγαπώ, με φροντίζει.”. Ο χωρικός ήθελε να της μιλήσει κι” άλλο, να μάθει περισσότερα για τη μυστηριώδη ζωή της, όμως κάτι στα μάτια της τον έκανε να σωπάσει.
Βαριοί χειμώνες έρχονταν και έφευγαν. Οι άνθρωποι παρέμεναν περαστικοί και άγνωστοι για την γυναίκα. Μέχρι που ένας χειμώνας δεν συνάντησε την άνοιξη και στο ξύλινο σπιτάκι η σιωπή ήταν πλέον εκκωφαντική. Οι κάτοικοι του χωριού λυπήθηκαν μα κανένας δεν πένθησε. Πλησίασαν τότε όλοι σιγά, σιγά τον κήπο, ώσπου είδαν μερικές γαρδένιες να παλεύουν με το χιόνι. Δίπλα τους ήταν δύο ή τρεις βιολέτες και πίσω από τον γυμνό κορμό ενός δένδρου βρισκόταν ένα πλήθος από λευκές μαργαρίτες. Κανένας δεν πίστευε πώς τα λουλούδια είχαν νικήσει τον χιονιά, κι” όμως, να που στέκονταν όλα σώα και αβλαβή.
Όταν νύχτωσε, ο γέρος χωρικός πέρασε τυχαία έξω από το ξύλινο σπιτάκι. Στάθηκε μισό λεπτό και τότε παρατήρησε πώς στην σκουριασμένη πύλη του κήπου υπήρχε μια επιγραφή. Τίναξε το χιόνι που την είχε καλύψει και έφερε το φανάρι του πιο κοντά, για να την διαβάσει. Πάνω της, ήταν χαραγμένη η φράση: “Ό,τι φροντίζεις με την καρδιά σου, ποτέ δεν πεθαίνει πραγματικά.”.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης