Στον βωμό της ελευθερίας – Διήγημα του Στέλιου Γιαννακούρα

Παρίσι , 3 Μαΐου 1968 

 

Η βροχή χτυπούσε τα αμπαρωμένα παράθυρα. Μετά τα γεγονότα της 2ης Μαΐου, και τις συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και των αστυνομικών δυνάμεων, μια ομάδα φοιτητών είχε ξεφύγει  σε ένα καφέ, κρυμμένο σε μια γειτονιά της παλιάς πόλης, που είχε μετατραπεί σε καταφύγιο.  Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά στο μικρό καφέ από τον καπνό του τσιγάρου. Ο Άρθουρ και ο Αντρέ έπαιζαν σκάκι. Στην γωνία, ένα τζούκ μποξ έπαιζε απαλή τζαζ, συνοδεύοντας τις κινήσεις στην σκακιέρα. Το χέρι του Άρθουρ κινήθηκε προς την βασίλισσα, είχε αρκετή ώρα να την κουνήσει. Την τοποθέτησε στρατηγικά δυο τετράγωνα διαγώνια προς τα δεξιά, το χλωμό χέρι του ερχόταν σε αντίθεση με τα σκούρα περιποιημένα μαλλιά του.

-Τσεκ σε τρεις κινήσεις, μουρμούρησε αφήνοντας το τσιγάρο του να ισορροπήσει στην άκρη του χείλους  του.

 

Ο αντίπαλός του, ο Αντρέ, έμεινε να κοιτάζει αποβλακωμένος  την σκακιέρα , με τα πόδια του να στηρίζονται σε ένα ξεχαρβαλωμένο σκαμπό, αφήνοντας να αποκαλυφθούν οι ριγέ κάλτσες του. Στο πρόσωπό του επικρατούσε μια επιφανειακή γαλήνη, όπως και σε όλους τους φοιτητές  στο μικρό μαγαζί. Η αλήθεια ήταν πως ανάμεσά τους επικρατούσε ανησυχία και φόβος, που ο καθένας φρόντιζε να κρύψει. Ο Άρθουρ το είχε παρατηρήσει. Τους ήξερε καιρό και μπορούσε να τους αισθανθεί – και αυτός δεν ήταν εξαίρεση. Μετά τα τελευταία γεγονότα, ήταν αναμενόμενη αντίδραση.  Η κυβέρνηση είχε δηλώσει αμετακίνητη στην πραγματοποίηση  αιτημάτων των φοιτητών, ενώ όποιοι ήταν φοιτητές ή συνεργάζονταν  μαζί τους απειλούνταν με φυλάκιση ως εχθροί του κράτους.

 

-Τι ώρα έχετε; είπε ο Άρθουρ καθώς άναβε το τσιγάρο του και σηκωνόταν από την καρέκλα.

 

Ο Ζακ, που μέχρι νωρίτερα είχε βολευτεί πίσω από την μπάρα του καφέ, πετάχτηκε αποκαλύπτοντας ένα κεφάλι γεμάτο καστανές  τούφες.

 

-Τρείς και δώδεκα, είπε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον καρπό του.

-Ωραία. Αντρέ, Λούκας, τον χάρτη, γρήγορα!

Υπακούοντας στην προσταγή οι δύο τους χάθηκαν στον πίσω χώρο του μαγαζιού, ενώ οι υπόλοιποι μαζεύονταν γύρω από τον Άρθουρ. Γυρνώντας άπλωσαν τον χάρτη πάνω στο τραπέζι με τον Ζακ να έχει πέσει πάνω στο ταλαιπωρημένο χαρτί με μια κόκκινη ξυλομπογιά, ενώ δίπλα του ο Άρθουρ του υποδείκνυετη διαδρομή με τον δείκτη του. Σε λίγα λεπτάείχαν σχεδιάσει όλες τι ευθείες, τις στροφές και τα ονόματα των οδών, παρουσιάζοντας μια κρυστάλλινη εικόνα για τις κινήσεις που είχε κάνει η ομάδα της φοιτητικής εφημερίδας.

-Λείπουν γύρω στις δύο ώρες, σωστά; ρώτησε ο Αντρέ  γυρνώντας στον Άρθουρ. Εκείνος έγνεψε βουβά.

 

-Η δημοσιογραφική ομάδα των πανεπιστημίων δεν θα χρειαζόταν πάνω από τριάντα λεπτά για να διασχίσει  αυτή την απόσταση, σχολίασε ο Ζακ προσθέτοντας με το μολύβι του τον χρόνο στο χαρτί .

 

Ένα αυτοκίνητο ακούστηκε να ελαττώνει ταχύτητα καθώς έμπαινε στον μικρό δρόμο. Σταμάτησαν να μιλάνε όλοι τους. Ένιωθαν το αίμα τους να παγώνει. Τα λάστιχα ησύχασαν μόνο για να ξεκινήσουν πάλι, γλιστρώντας στον βρεγμένο δρόμο. Ένας από τους φοιτητές που βρισκόταν πιο κοντά κινήθηκε με διστακτικά βήματα προς το παράθυρο. Κοίταξε σηκώνοντας τα στόρια.

 

-Έφυγε, θα ήταν κανένα περαστικό είπε.

 

Ο Άρθουρ έγνεψε αρνητικά, με το πρόσωπό του να κρύβεται πίσω από τον πυκνό καπνό του τσιγάρου.

 

-Μας ψάχνουν. Είναι ζήτημα χρόνου, είπε πιέζοντας το τσιγάρο του σε  ένα τασάκι. Πίσω στο θέμα μας, πρόσθεσε ατάραχος.

Οι υπόλοιποι έγνεψαν, προσπαθώντας να στρέψουν την προσοχή τους πίσω στον χάρτη. Δεν  μίλησε κανείς, δεν είχαν να πουν  τίποτα. Την σιωπή την έσπασε ο Λούκας.

 

- Αναγκαστικάπρέπει να υποθέσουμε το χειρότερο. Έχουν αργήσει αδικαιολόγητα πολύ.

- Όχι, φώναξε μια φωνή από την πόρτα.

 

Γύρισαν όλοι ταυτόχρονα. Μια φιγούρα στεκόταν έξω στη βροχή. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, αποκαλύφθηκε το χτυπημένο πρόσωπο του Ισαάκ, του αρχισυ­ντάκτη της εφημερίδας. Αίμα έτρεχε από το ματωμένο χείλος του, ενώ μια κατε­στραμ­μένη μηχανή ήταν περασμένη στο χέρι του. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν ανάκατα, ενώ από πίσω η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς.

 

-Ισαάκ, ξέσπασε ο Αντρέ, τα καταφέρατε!

-Μπορείς να το πεις και έτσι, είπε στηρίζοντας τον ώμο του στον τοίχο. Από πίσω του η υπόλοιπη αποστολή έμπαινε τραυματισμένη, με αισθητές απουσίες.

 

Προχωρώντας  μέσα κάθισαν στο μπαρ. Ο Ζακ, σαν να διάβαζε τις σκέψεις τους, έτρεξε πίσω από την μπάρα, βάζοντας σφηνάκια κονιάκ μπροστά τους. Ένας αρθρογράφος στο πρώτο έτος της ιατρικής  με τα στρογγυλά γυαλιά του  σπασμένα  και την  στραβή μύτη του, το ήπιε λαίμαργα αποζητώντας και δεύτερο. Ο  αναψοκοκκινισμένος  φοιτητής   το γέμισε γυρνώντας στον Ισαάκ.

-Πώς έγινε;

 

Ο Ισαάκ παραμέρισε το ποτό του και έτσι όπως τον κοίταξε στα μάτια, ο Ζακ είχε μετάνιωσε που τον ρώτησε.

 

-Είχαμε στηθεί στην γωνία της πλατείας. Τρίποδα έτοιμα, φιλμ πρόχειρα στα χέρια και τα λοιπά. Μας πλησίασε ένας αξιωματικός απειλητικά με μια ομάδα οπλισμένων αστυνομικών. Μας είπε πως βρισκόμαστε παράνομα εδώ.  Το τι έγινε όταν αρνηθήκαμε να φύγουμε  μπορείς να το μαντέψεις ο ίδιος, δήλωσε πικρόχολα, πριν αποτελειώσει το κονιάκ του. Όσοι δεν είναι εδώ… στο τοπικό νοσοκομείο στην καλύτερη περίπτωση.

Ο Ζακ έγνεψε δείχνοντας πως καταλάβαινε – ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Γυρνώντας να φύγειένιωσε κάποιον να του τραβάει το μανίκι. Όταν γύρισε, αντίκρισε τα γαλανά μάτια του Ισαάκ.

-Έρχονται, μουρμούρισε. Ξέρουν πού είμαστε. Δεν θα γλιτώσει κανείς.

 

Ο Άρθουρ, ο οποίος όπως και οι υπόλοιποι παρατηρούσε την σκηνή, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και χάθηκε στον επάνω όροφο αμίλητος. Οι υπόλοιποι τον παρακολουθούσαν ώσπου χάθηκε  από το οπτικό τους πεδίο. Κανένας τους δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνουν.

 

-Μένουμε ή φεύγουμε; ρώτησε διστακτικά ο Γκαστόν.

-Πώς να μείνουμε; απάντησε σπαρακτικά ο Τζακ. Κοίταξέ μας, είμαστε παιδιά, δεν είμαστε στρατιώτες ή πολεμιστές. Θα πρέπει να τραπούμε σε φυγή όσο ακόμα προλαβαί­νουμε. Άκουσες τον Ισαάκ. Εκτός κι αν θέλετε να καταλήξετε στο κρατητήριοή χειρότερα. Λέω να πάρουμε το φορτηγό και να φύγουμε.

Η απάντηση στην πρόταση του Τζακ ήρθε από τον πρώτο όροφο.

 

-Δεν θα φύγουμε, ξεφώνισε ο Άρθουρ κατεβαίνοντας οπλισμένος με αντια­σφυξιογόνες μάσκες και βόμβες  μολότοφ. Τις άφησε βίαια στην πρώτη καρέκλα που βρήκε και πήδηξε πάνω στο κεντρικό τραπέζι. Πάνω από τα ρούχα τουφορούσε ένα μακρύ αδιάβροχο.

-Ξέρω πως φοβάστε, κι εγώ ο ίδιος φοβάμαιμάλλον περισσότερο απ’ όλους σας, αλλά δεν είναι ώρα να δειλιάσουμε. Αυτός ο αγώνας, αυτή η επανάστασηθα  μείνει στην ιστορία  ως ο Μάιος του ‘68, τότε που οι φοιτητές δεν έκλεισαν τα στόματά τους και αγωνίστηκαν  γι’ αυτό που θεωρούσαν οι ίδιοι σωστό,  αυτό που είναι καλύτερο για τις μελλοντικές γενιές. Το πνεύμα των επαναστατών του 1789, η στρατηγική  του Ναπολέοντα και το αστείρευτο θάρρος των Γρεναδιέρων του θα μας οδηγήσουν. Γιατί όχι, κύριοι, ΘΑ ΜΕΊΝΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΎΜΕ!

 

Είχαν μείνει σιωπηλοί. Πρώτος χειροκρότησε ο Τζακ, ακολούθως  ο Ισαάκ και ο Αντρέ, ώσπου η αίθουσα τραντάχτηκε  από τα χειροκροτήματα  των εμψυχωμένων φοιτητών. Ένας ένας οπλίστηκαν με μια μάσκα και από πέντε βόμβες  μολότοφ. Παραταγμένοι στην πόρτα, περίμεναν το παρασύνθημα του Άρθουρ, ο όποιος πρόβαλε από πίσω τους κρατώντας την γαλλική σημαία. Τον κοίταξαν γεμάτοι απορία.

 

-Σήμερα δεν πολεμάμε μόνο για εμάς, κύριοι, αλλά για όλη την Γαλλία. Εμπρός , διέταξε και όλοι άρχισαν να τρέχουν  σαν στοιχειά σ’ έναν παράξενο κόσμο.

Οι αστυνομικές δυνάμεις βρίσκονταν εκεί που τους είχε πει ο Ισαάκ, στημένες στο κέντρο της μικρής πλατείας. Μπορούσαν να διακρίνουν τρεις θωρακισμένες υδροφόρες, συνοδευόμενες από τέσσερις διμοιρίες αστυνομικών μονάδων αντιμετώπισης ταραχών. Ο Άρθουρ με το χέρι του έδωσε το σήμα να χωριστούν σε τρείς ομάδες. Σήκωσε ελάχιστα τη μάσκα τουφέρνοντας μια παλιά ναυτική σφυρίχτρα στο στόμα του. Ο υψηλός τσιριχτός ήχος διαπέρασε τη νύχτα, δίνοντας το σινιάλο για να ξεκινήσουν. Πρώτος όρμησε ο Άρθουρ ανεμίζοντας την Γαλλική σημαία, δείχνοντας τον δρόμο στους συμφοιτητές του. Εκείνο το βράδυ,  φοιτητές και  αστυνομικές δυνάμεις ήρθαν σε σύγκρουση. Τάξη και αναρχία, μαύρο και άσπρο, σαν πιόνια σε μια αιώνια σκακιέρα, σε μια αιώνια παρτίδα σωστού και λάθους, με την κάθε πλευρά να έχει το δίκιο και το άδικο με το μέρος της.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης