
Στο πλαίσιο του Σχολικού Ομίλου Κριτικής Ανάγνωσης και Δημιουργικής Έκφρασης με υπεύθυνη εκπαιδευτικό τη Μαρία Παραλίδου, Φιλολογο ΠΕ02, έγινε μία εισαγωγή στο γαλλικό επιφυλλιδικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, στις διαφορές λογοτεχνίας-παραλογοτεχνίας σε ζητήματα και στις θεματικές μετεξελίξεις της τελευταίας. Με βάση τα παραπάνω έγινε η βασική επιμέλεια-προσαρμογή αποσπάσματος της ακόλουθης συγγραφικής απόπειρας της Ελισάβετ-Σβέτα Μαρτιροσιάν, μαθήτριας του Β4 Τμήματος του 1ου ΕΠΑ.Λ. Σερρών 2023-2024, που ίσως πειραματίζεται με όρους Λαϊκού Μυθιστορήματος, μα δε λείπουν οι νύξεις σε θέματα ατομικών ελευθεριών και πολιτειότητας. [Μεταδεδομένα: Μ. Παραλίδου, για το «Πρίσμα»]
Λαϊκό Μυθιστόρημα: «Το αιώνιο ημερολόγιο»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετά από χρόνια ολόκληρα πολέμου, πιστεύετε ότι θα μπορούσε να επιζήσει ένα ημερολόγιο; Σκεφτείτε το, θα μπορούσε; Λοιπόν, στην περίπτωσή μας, πράγματι, επέζησε και αυτό ακριβώς θα διαβάσετε. Ένα ημερολόγιο, μια ιστορία, μια αφήγηση, έναν πόνο μιας κοπέλας ονόματι B., που το μόνο που έκανε ήταν απλά να θέλει να ζήσει, τίποτα το περίεργο, τίποτα το κακό. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε εκείνη. Οι άλλοι, όμως, οι άλλοι τι πίστευαν;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 1699
Ζω μια παράνοια, μια κόλαση. Θεέ μου, δείξε έλεος και λύτρωσε με από την δίψα μου για ειρήνη. Αν… Αν, υπάρχεις, πράγματι, κάνε κάτι, Σε ικετεύω. Ο πατέρας μου, ο Βασιλιάς V. ο Γ΄, κυρίαρχος πενήντα έξι ολόκληρων κρατών, διέταξε πόλεμο επειδή αρνήθηκαν να υποκύψουν, να ορκιστούν πίστη και αφοσίωση στον «Μέγα», όπως αυτοαποκαλείται. Θεέ μου, ελπίζω να με συγχωρέσεις κάποτε γιατί έκανα κάτι πολύ κακό, είπα ψέματα, είπα ψέματα στον πατέρα μου ότι ορκίστηκα σε εκείνον. Ξέρω ότι αυτό είναι αμαρτία, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, δεν είχα άλλη επιλογή.
Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 1699
Είμαι σε μια αποθήκη που από εδώ και στο εξής αποκαλώ αίθουσα συσκέψεων συναισθημάτων. Ο πατέρας μου δεν γνωρίζει ότι βρίσκομαι εδώ για την ακρίβεια ούτε γνωρίζει την ύπαρξή αυτής της αποθήκης, όπως άλλωστε και για τη δική μου. Γενικότερα, είμαι μια βιτρίνα, υπάρχω μόνο και μόνο επειδή ένας καλός βασιλιάς ΠΡΕΠΕΙ να έχει καλούς, έξυπνους και όμορφους απογόνους. Στην οικογένεια είμαι η δεύτερη και τελευταία διάδοχος στον θρόνο, έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό τον D. –ο πατέρας μου του έχει πολύ μεγάλη αδυναμία, μιας που είναι ο πρώτος απόγονος του, μα μετράει και που είναι άνδρας.
Ο D. έγινε είκοσι δύο τον Νοέμβριο και έγινε μεγάλη γιορτή. Είναι καλός μαζί μου. Σε αντίθεση με τον πατέρα, περνάμε σχεδόν όλη την ημέρα μαζί και είναι πολύ ωραία. Ένα από τα αγαπημένα μου πράγματα, που κάνουμε μαζί είναι να πηγαίνουμε κρυφά στην κουζίνα, όταν δεν είναι εκεί οι γυναίκες που μαγειρεύουν, και να φτιάχνουμε ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι. Είναι πολύ καλός στη μαγειρική και σε ό,τι άλλο κάνει, Τον θαυμάζω και τον ζηλεύω καμιά φόρα, αλλά με την καλή έννοια.
Κάτι που πραγματικά ζηλεύω και θα ευχόμουν να μπορούσα να είμαι στην θέση του είναι ότι μπορεί και θυμάται την μητέρα μας, τη βασίλισσα L., κάτι που δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να κάνω. Πέθανε από μια σπάνια αρρώστια όταν ήμουν τεσσάρων. Ο D. ζωγραφίζει πολύ ωραία, συχνά ζωγραφίζει την μητέρα και, πράγματι, είναι σαν να τη βλέπω μπροστά μου, το δωμάτιο μου είναι γεμάτο από τα πορτρέτα της. Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμένεις από έναν εικοσιδυάχρονο άνδρα να ασχολείται τόσο πολύ με τη δεκαπεντάχρονη αδερφή του. Τον αγαπώ πραγματικά περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Είναι αδερφός, φίλος, μπορώ να πω ακόμα και πατέρας. Με νοιάζεται περισσότερο από τον ίδιο τον πατέρα μου. Είναι πολύ αστείο και τραγικό ταυτόχρονα, δεν ξέρω άμα πρέπει να κλαίω ή να γελάω.
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 1699
Σήμερα ήταν και θα είναι η χειρότερη μέρα της ζωής μου!! Πέρασα τόσο άγχος που δεν ξέρω καν πως μπορώ και αναπνέω ακόμα. Ο πατέρας μου είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει, το ημερολόγιο, το είχα στα χέρια μου και περνούσα από την τραπεζαρία, για να πάω στο δωμάτιο μου όταν έπεσε. Δυστυχώς, πρόλαβε να δει τι ακριβώς ήταν μιας και αποφάσισε να κάνει μια καλή πράξη στη ζωή του και να σηκώσει το τετράδιο για να μου το δώσει. Eυτυχώς για εμένα δεν δίνει και πολύ βάση, όμως και πάλι διάβασε σχεδόν όλη την προηγούμενη σελίδα, που έγραφα για την μητέρα. Έγινε έξαλλος, δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψω την αντίδραση του… ΦΟΒHΘΗΚΑ και μάλιστα πολύ, δεν ήξερα τι θα μπορούσε να μου κάνει, με χτύπησε… Με είπε αχάριστη, πως δεν εκτιμάω τον ίδιο τον πατέρα μου. Δεν ξέρω άμα έχει δίκιο, αρχίζω να αμφισβητώ τον εαυτό μου, μα πραγματικά δεν ξέρω, δεν γνωρίζω αν είναι κάτι σωστό, λάθος ή το αν έχει κάποιος δίκιο ή όχι δεν είναι δικιά μου δουλειά… [...]
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 1699
Είναι ξημέρωμα είμαι στην αίθουσα συσκέψεων συναισθημάτων, αυτές τις μέρες τα πράγματα έχουν ησυχάσει στο κλουβί που αποκαλώ σπίτι. Είμαστε κάπως αμήχανοι μεταξύ μας, προσπαθώ να μην αντιμιλώ, να κάνω ό,τι μου λένε, να μην δίνω πάτημα για άλλη φασαρία, αλλά νομίζω ότι μόνο εγώ προσπαθώ. Δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα να μαλώνω, κουράστηκα να ανέχομαι. Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω την ζωή μου, να βγω επιτέλους έξω και όχι στην αυλή. Χωρίς να με ακολουθούν, χωρίς να χρειάζεται να δίνω αναφορά σε κανέναν. Και που δίνω, δηλαδή, λες και τον νοιάζει; Για το μόνο πράγμα που ενδιαφέρεται είναι η εικόνα, το όνομά του και το φαίνεσθαι.
Δίνω μάχη με τον ίδιο τον εαυτό μου, μια μικρή επανάσταση, και μου φαίνεται ότι χάνω. Λέω να πάω στο δωμάτιό μου, δεν θέλω να καταλάβει κάτι ο πατέρας μου. Ημερολόγιο, είσαι η σωτηρία μου, άμα δεν είχα και εσένα να λέω τα προβλήματα μου, νομίζω δεν θα άντεχα, θα λύγιζα. Δεν θα τα έβγαζα πέρα με τις σκέψεις μου… Θα χανόμουν, θα με έτρωγαν οι ίδιες μου οι σκέψεις.
[...]
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 1699
Έκλεψα την ελευθερία μου έστω και για ένα ξημέρωμα, έκλεψα κρυφά κάτι που μου ανήκει ολοκληρωτικά, κάτι που θα έπρεπε να το έχουν όλοι και όλες. Όμως σε μια εποχή, που το μόνο που υπάρχει εκεί έξω είναι πόλεμος, δε γίνεται να υπάρχουν ελευθερίες, απόψεις και δικαιώματα. Το μόνο που μπορεί να επικρατεί σε μια τέτοια εποχή είναι η κακία, το μίσος και καθόλου αγάπη. Δεν έχω επαφή με τον έξω κόσμο, γι’ αυτό, άλλωστε, δε γράφω και κάτι σχετικό με τον πόλεμο.
Και να θέλω να μάθω, δεν μπορώ, απαγορεύεται να πλησιάζω στη μεγάλη αίθουσα, στη μεγάλη αίθουσα παίρνουν και της μεγάλες αποφάσεις. Ο D. δεν χάνει ποτέ καμία συνέλευση, δεν ξέρω γιατί πηγαίνει όμως. Κάθε φορά που προσπαθώ να του μιλήσω για αυτό το θέμα και να τον ρωτήσω γιατί πηγαίνει νευριάζει, μου έχει ξεκαθαρίσει πως δε θέλει να μπλέκομαι σε τέτοια θέματα και πως είναι το καλύτερο για εμένα.
Ακούω θορύβους, καλύτερα να φύγω προτού με βρει κανένας εδώ.
Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 1699
Σήμερα είναι τα γενέθλια μου και έγινα 16 χρονών. Εννοείται πως δεν ένιωσα καμία απολύτως αλλαγή, μιας που είναι ακριβώς όπως και τα προηγούμενα γενέθλια μου. Ο πατέρας μου πιθανότατα να μην τα θυμάται, οι υπηρέτριες θα μου πουν πόσο όμορφη είμαι και πόσο ξεχωριστά θα είναι αυτά τα γενέθλια και άλλες πολλές χαζομάρες και ψέματα. Πραγματικά, δεν πιστεύω λέξη από όσα λένε, έπαψα να πιστεύω στα λόγια των ανθρώπων εδώ και χρόνια. Ο D. από την άλλη δεν ξεχνάει ποτέ τα γενέθλιά μου και κάθε φορά φεύγει από το σπίτι μια μέρα πριν με το άλογό του και μου φέρνει δώρα. Συνήθως είναι βιβλία ή είδη ζωγραφικής, είμαι πολύ περίεργη να δω τι θα μου πάρει σήμερα.
Έχει περάσει πολύ ώρα από την τελευταία φορά που έγραψα είμαι πάρα πολύ χαρούμενη, γιατί ο D. μου υποσχέθηκε ότι μου έχει δύο πολύ μεγάλες εκπλήξεις, όμως, δυστυχώς, θα χρειαστεί να περιμένω μέχρι αύριο το ξημέρωμα, γιατί λέει ότι είναι πολύ αργά για να καταλάβω και να απολαύσω το δώρο μου το μεσημέρι. Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να είναι και πραγματικά είμαι περίεργη να μάθω. Άλλα νέα; Απολύτως τίποτα. Ο πατέρας μου ξέχασε και πάλι τα γενέθλια μου. Δεν έχει καμία σημασία, μιας και να του το θυμίσουνε δεν θα κάνει τίποτα, γιατί δεν τον νοιάζει. Θα σου ξανά γράψω ημερολόγιο αύριο που θα μάθω επιτέλους τι ακριβώς ετοιμάζει ο D..
Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 1699
Ήρθε η ώρα να δω επιτέλους τι ετοιμάζει ο D., είμαι πολύ ενθουσιασμένη, θα κατέβω γρήγορα να τον ξυπνήσω για να μου πει τι είναι το δώρο μου.
Ημερολόγιο, έχω τον καλύτερο αδερφό του κόσμου, ας ξεκινήσουμε από εκεί. Και το λέω αυτό, γιατί, όταν κατέβηκα στο δωμάτιό του ήταν ήδη ξύπνιος και μου είπε πως ήταν έτοιμος να έρθει να με ξυπνήσει. Δεν έχασα καθόλου χρόνο και τον ρώτησα απευθείας αν μπορώ να δω το δώρο μου, μου απάντησε πως όσο πιο γρήγορα πάω και βάλω τα πιο ζεστά μου ρούχα, τόσο πιο γρήγορα θα το έπαιρνα και αυτό ακριβώς έκανα! Πήγα, έβαλα ζεστά ρούχα, κατέβηκα στο δωμάτιό του και τον είδα να κοιτάζει κάτω από το μπαλκόνι του.
Είχε δέσει ένα παχύ σχοινί και μου είπε να μην ανησυχώ και πως θα κατέβει πρώτος αυτός, έτσι ώστε, άμα πέσω, να με πιάσει. Δεν το πολύ συζήτησα, μιας και ήμουν πολύ ενθουσιασμένη. Κατέβηκε ο D. και ακολούθησα και εγώ, ευτυχώς, κανένας μας δεν έπαθε απολύτως τίποτα, οπότε συνεχίσαμε προς τον αχυρώνα. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό που ετοίμαζε όμως ήξερα ότι θα ήταν κάτι εκπληκτικό και πράγματι ήταν. Όταν φτάσαμε, μπροστά στην πύλη ήταν δύο φρουροί. Εγώ ήμουν σίγουρη πως μετά από αυτήν την απρόσμενη επίσκεψη θα το έλεγαν στον πατέρα μας, όμως ο D. τους παρακάλεσε να μην πουν απολύτως τίποτα σε κανέναν και, μετά από αρκετή ώρα, τους έπεισε και συμφώνησαν να μην πουν τίποτα.
Έβγαλαν το άλογο του D. και όταν συνειδητοποίησα ότι βγήκα έξω χωρίς να το γνωρίζει ο πατέρας μου, τότε με έπιασε πανικός, δεν το είχα ξανακάνει, ήμουν πανικοβλημένη. Ο D. ανέβηκε στο άλογο και με είδε κοκαλωμένη να κοιτάω την απεραντοσύνη. Όταν με ρώτησε αν θα ανέβω, τον κοίταξα στα μάτια και του είπα πως δεν ήθελα να είναι η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα. Γεμάτος περιέργεια με ρωτάει για ποιον λόγο να ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Με τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα πλέον, του λέω πως εκείνων τον αφήνει να βγαίνει έξω, ενώ εμένα δεν με αφήνει να βγαίνω ούτε έξω από την αυλή και πως άμα το μάθει δεν θα ξαναδώ το φως του ήλιου για αιώνες!
Κατέβηκε από το άλογο, σκούπισε τα δάκρυά μου και μου είπε πως ήθελε να του κάνω μια χάρη. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, ήρθε κοντά μου έκατσε στα γόνατα, έπιασε τα κρύα χέρια μου και μου είπε απλά να σταματήσω να σκέφτομαι τι θα πει και τι θα κάνει, να σκεφτώ για μια φορά αυτό που πραγματικά θέλω να κάνω και να το κάνω εκείνη την στιγμή! Ανεβήκαμε στο άλογο και ξεκινήσαμε, το άλογο άρχισε να τρέχει πολύ γρήγορα, νόμιζα ότι θα πέφταμε, όμως έχω εμπιστοσύνη στον D., οπότε δεν είπα τίποτα και απλά απόλαυσα τη διαδρομή προς το άγνωστο, απόλαυσα και ένιωσα τον κρύο αέρα να με χτυπά στον θώρακα… Ήταν η πρώτη φορά και ελπίζω να μην είναι η τελευταία.
Μια σημαντική λεπτομέρεια την οποία ξέχασα να αναφέρω είναι ότι το κάστρο είναι χτισμένο σε έναν τεράστιο λόφο και κάτω από αυτό το μεγαλείο, κάτω από αυτήν την ομορφιά βρίσκεται η καταστροφή. Με ανθρώπους έξω στους δρόμους, ταλαιπωρημένους, πεινασμένους, λεπτούς, σαν τα μικρά κλαδάκια που πέφτουν από το κρύο. Εμείς, λοιπόν, πήγαμε στο τέλος αυτού του λόφου και σταματήσαμε στην άκρη. Με δυσκολία τους βλέπαμε, ήμασταν πολύ μακριά. Μα ο λόγος που φτάσαμε μέχρι εκεί δεν ήταν αυτός.
Καθίσαμε στα ξηρά χορτάρια, για να απολαύσουμε την υπέροχη ανατολή που μας περίμενε. Είχε πολύ κρύο, μα, εκείνη τη στιγμή, ένιωθα ότι ήμουν τόσο κοντά στον ήλιο, που ήταν σαν οι ακτίνες να διαπερνούσαν το σώμα μου και να με ζέσταιναν. Ήταν πολύ ωραία… Κοιτούσα κατάματα τον ήλιο και ας με τύφλωνε, δε με ένοιαζε, δε με πείραζε. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο πολύ αναρωτιόμουν πώς να είναι εκεί πάνω, όχι μόνο στον ήλιο αλλά και στο φεγγάρι. Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεφύγω. Ακόμα θέλω, μα, όταν είδα πόσο όμορφα ήταν εκεί έξω και πόσο βοήθεια χρειάζεται ο κόσμος, το αίσθημα ήταν ακόμα πιο έντονο, σχεδόν με έπνιγε…
[...]