Προσεγγίζοντας το χαρακτήρα της Δόμνας
Της Ζωής Δημητροπούλου, μαθήτριας της Γ τάξης του Προτύπου Γυμνασίου Πάτρας
Η Δόμνα Μαλτέζου, η μητέρα του Ερρίκου, είναι μία γυναίκα αρχοντικής καταγωγής. Μυστήρια και πολύ απόμακρη, είναι ένα πρόσωπο που ούτε ο ίδιος της ο γιος δεν την καταλαβαίνει πολλές φορές, αφού κρύβει πολύ καλά τα χαρτιά της. «Όλα περνάνε από το χέρι της, τα ελέγχει η ματιά της». Στέκεται στο «φαίνεσθαι» και στην εικόνα τόσο της ίδιας όσο και της οικογένειάς της τον κόσμο: «Και το αλλοιωμένο πρόσωπο της Δόμνας· σαν μάσκα. Να φαίνεται χωρίς να είναι.». Αυτή η στάση ζωής της αποδεικνύεται και από το πώς «κουκούλωσε» την εγκατάλειψη από το σύζυγό της, λέγοντας ότι πέθανε. Είπαν ότι «χάθηκε, σ’ ένα ναυάγιο», η Δόμνα δε μιλούσε για αυτόν, «στοίβαξε σε ένα μπαούλο τα προσωπικά του αντικείμενα..τα εξαφάνισε» και «ντύθηκε το ρόλο της με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια», προσποιούμενη κοινωνικά τη θρησκευόμενη χήρα, αφιερωμένη στην ανατροφή του γιού της. Φυσικά, «φρόντισε να πάρει ο γιος το δικό της πατρικό επώνυμο», Μαλτέζος. Η πλήρης, καλά σκηνοθετημένη, συγκάλυψη.
Το γεγονός ότι ο γιος της είναι ένας ανερχόμενος πολιτικός και συγγραφέας, της ενισχύει το γόητρο και την κάνει να αισθάνεται υπερηφάνεια. Η Δόμνα ως προσωπικότητα είναι καυστική, επικριτική, σκληρή. Ακόμη και ο κοινωνικός της περίγυρος, οι δυο αδελφές της, η Ρεγγίνα και η Ορσαλία συγκεντρώνουν τα ίδια χαρακτηριστικά. «Όταν θα τις άφηνε μοναχές, θα τη σχολίαζαν, θα μιμούνταν τη φωνή, την προφορά», «λένε λόγια πικρόχολα με ευκολία πίσω από την πλάτη αλλωνών», σκέφτεται απορημένη και έντρομη η Μάριαν. Το κεφάλαιο «Μάριαν» (Α Μαρυλλίδα) προβληματίζει τη Δόμνα, καθώς ονειρευόταν για τον Ερρίκο έναν γάμο με μία κοπέλα από πλούσια οικογένεια και όχι από χωριό. Πάνω της βγάζει όλη την κακία της και την σκληρότητά της, σχολιάζοντάς τη πίσω από την πλάτη της, μιλώντας της άσχημα και ούσα ψυχρή απέναντι της. «Προτιμώ το ‘κυρία Δομνα”…να χρησιμοποιείς πληθυντικό.», θα πει στη Μάριαν. Επιπλέον, η Δόμνα συνεχώς την υποβαθμίζει και την κατηγορεί που δεν έκανε απογόνους· «παράξενο πουλί»-αυτόν τον χαρακτηρισμό έδωσαν οι τρεις αδελφές στη Μάριαν, το ‘λεγαν και κρυφογέλαγαν».
Όταν η Δόμνα είναι μαζί με τον Ερρίκο και την Μάριαν, την κάνει να αισθάνεται μειονεκτικά και απομονωμένη δίχως κανέναν σε μία ξένη πόλη, τη «Ληθώ», γεμάτη από το πράσινο χρώμα και τη γλύκα της ελιάς, αλλά «Δεν έχει μυρωδιά!». Αργά και βασανιστικά, αυτό το αρνητικό κλίμα θα διαλύσει τη σχέση του Ερρίκου και της Μάριαν, με αυτή να τον εγκαταλείπει και να επιστρέφει στην πατρική της γη και εκείνον να συνεχίζει να κυνηγά τα όνειρα που η Δόμνα είχε γι’ αυτόν.