Η Μάριαν, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου μάς μιλά…

Το κορμί της μοσχοβόλαγε λεβάντα και λίγο γιασεμί· στο πίσω μέρος του σπιτιού, δίπλα στο παράθυρό της ανέβαινε μια ρίζα απ’ το αρωματικό φυτό με τους κατάλευκους ανθούς, κι ανακατεύονταν η λεπτή μυρωδιά του γιασεμιού με τη βαθιά, βελούδινη οσμή της λεβάντας (σελ14 από το βιβλίο "Όταν βγήκε απ’ τη σκιά…" του Κ. Λογαρά.

«Σκόρπιες σκέψεις…..της Μάριαν» της Παναγιωτακοπούλου Κωνσταντίνας, μαθήτριας της Γ Γυμνασίου

Εισαγωγικές διευκρινίσεις: Η πρωταγωνίστρια του έργου «Όταν βγήκε από τη σκιά..», η ώριμη πια Μάριαν, αναλογίζεται και διαλέγεται με τον εαυτό της για τη σχέση της με το σύζυγό της Ερρίκο, αλλά και το πώς αυτός μεταμορφώθηκε (ή μάλλον παραμορφώθηκε) κυνηγώντας την εξουσία και την αυτοπροβολή του. Μήπως πλάι του δεν αλλοιώθηκε και η ίδια; Ή μήπως όχι;

Τι κι αν δεν έφευγε ποτέ; Τι κι αν έμενε για πάντα, αδιαμαρτύρητα στα κάγκελα της δικής της φυλακής; Αν έμενε ελπίζοντας σε έναν χαμένο έρωτα ή έναν έρωτα που τελικά δεν υπήρξε ποτέ, που ποτέ δεν μετατράπηκε σε αγάπη. Απλά παρέμεινε η ελπίδα ότι το τέλος θα ανταμείψει δυο ανθρώπους και θα χαρίσει απλόχερα την ευτυχία. Έμεινε κοντά, αλλά όχι μαζί με έναν έρωτα που την κύκλωνε κάθε μέρα και έχτιζε γύρω της ένα άτρωτο τοίχος από πέτρινα τουβλάκια απομόνωσης. Όσο και να ουρλιάζει, δεν την ακούει κανείς εκεί. Δεν μπορεί να ξεφύγει. Δεν μπορεί κανείς να τη σώσει. Πλέον ούτε ο ίδιος της ο εαυτός. Γδέρνει με τα νύχια της το στέρνο της, προσπαθώντας να ξεριζώσει την ψυχή της. Η καρδιά δεν είναι στο αίμα της. Ανήκει αλλού. Από πάντα ανήκε.

Τα πέτρινα τουβλάκια στάζουν. Ο χώρος είναι υγρός. Οι τρίχες των μαλλιών της μπλεγμένες μεταξύ τους και τα δάχτυλά της ζαρωμένα από την υγρασία των δακρύων της. Αιμορραγεί. Το αίμα της, βαθύ κόκκινο, έχει γεύση ελευθερίας. Στην ψυχή της έχει ξεμείνει η τελευταία ανάμνηση μιας τέτοιας γεύσης. Το αίμα. Το αίμα που έσταζε από το κομμένα δέρμα της που αγκάλιαζε σφιχτά και με πόθο τα αγκάθια των λουλουδιών στον μικρό της κήπο. Μόνο αυτός ο μικρός κήπος έμεινε ίδιος ως ένα σημείο αναφοράς του τότε και του τώρα, του χθες και του σήμερα. Ως μια υπενθύμιση πως όλα αλλάζουν.

Πως τίποτε δε μένει αναλλοίωτο. Πως ο χρόνος στο πέρασμά του διαβρώνει τα πάντα χωρίς έλεος· τους ανθρώπους, τη φύση, τα ζώα. Όλα εκτός από τις αναμνήσεις και το παρελθόν του κάθε ανθρώπου. Αυτό μένει για πάντα χαραγμένο και καθορίζει και το μέλλον μας. Τι και πού θα καταλήξουμε. Οι σκιές του παρελθόντος μας ακολουθούν αιώνια. Ο Ερρίκος χάθηκε μέσα σε αυτές. Τίποτε δεν κάνει εφικτή τη σωτηρία του από το φαύλο κύκλο που τον απειλούσε. Οι σκιές τον έπνιξαν δίχως συμπόνια και τον καταδίκασαν να ζήσει για πάντα στη μίζερη, επαναλαμβανόμενη και άγονη επιφάνειά του. Νεκρή και άδεια από συναίσθημα και σκέψεις….

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης