Συνέντευξη με τον συγγραφέα του βιβλίου «Θάνατοι στην χούντα», Δ. Βεριώνη

Για ποιους λόγους και με ποιο κίνητρο αποφασίσατε να γράψετε αυτό το έργο;

- Για να καταλάβει ο κόσμος ότι τα πρόσωπα που λέμε ότι δολοφονήθηκαν στο Πολυτεχνείο, αυτά που βλέπουμε στις φωτογραφίες ήταν υπαρκτά και αληθινά.Μιλάμε για ανθρώπους, όταν λέμε για τους 24 νεκρούς του Πολυτεχνείου. Το 24 είναι κάπως ψυχρό, είναι ένα νούμερο, 30, 20, 10, δεν έχει σημασία. Όμως,όταν μιλάμε για τον Διομήδη, για τον Γιώργο, για τον Αλέξανδρο για την Βασιλική τότε παύει να είναι ένα νούμερο. Είναι ένας άνθρωπος με φίλους, με γονείς και αδέλφια, την κοπέλα του ή τον φίλο της. Με όνειρα για τη ζωή με κάποια σχέδια, φιλοδοξίες. Αν το σκεφτούμε έτσι, αν σκεφτούμε τον Διομήδη όχι σαν τον πρώτο νεκρό του Πολυτεχνείου, αλλά ως ένα παιδί καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η απώλεια. Αυτό προσπάθησα να το κάνω στο βιβλίο, να δείξω τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, ποιος ήταν ο χαρακτήρας τους τι ενδιαφέροντα είχαν. Η απώλεια ξέρετε, είναι κάτι που δεν ξεπερνιέται ποτέ.Οι περισσότεροι από εμάς εδώ, δεν έχουμε βιώσει κάτι τέτοιο.Σκεφτείτε ότι αυτό το πράγμα δεν φεύγει ποτέ από τα συγγενικά πρόσωπα και από τις ζωές των ανθρώπων.Οπότε είναι πολύ σημαντικό να δούμε, μέσα από τα μάτια τους τι σημαίνει αυτή η απώλεια. Άρα, πίσω από αυτό το βιβλίο ήταν η συγκίνηση, η ελπίδα να διατηρηθεί η μνήμη αυτών των ανθρώπων. Γιατί η μνήμη, δεν είναι για αυτούς, είναι για εμάς τους ίδιους, είναι για την αξιοπρέπειά μας, είναι για το να είμαστε εμείς καλύτεροι άνθρωποι και να προσέχουμε να μην μας συμβούν ξανά αυτά τα πράγματα.Ποτέ.

 

- Ποια τα συναισθήματά σας και πώς τα διαχειριστήκατε εσείς και οι συγγενείς των θυμάτων κατά την διάρκεια της έρευνάς σας;

-Ξέρετε αυτό το βιβλίο θα ήταν ωραίο να μην είχε γραφτεί ποτέ. Να μην υπάρχει ο λόγος να γραφτεί ποτέ. Να μην υπήρχε ούτε ένας νεκρός, ούτε ένα θύμα, να ήταν όλα καλά. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι εφόσον υπήρξαν, πρέπει να τα ξέρουμε, πρέπει να τα θυμόμαστε. Ήταν πολύ έντονα τα συναισθήματα μου όσο ερευνούσα, διότι είχα από την πρώτη στιγμή την αντίληψη ότι μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους. Για ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ανάμεσά μας, που θα μπορούσαν να είναι συγγενής μας. Θα μπορούσαν όλοι αυτοί να είναι δικοί μας άνθρωποι, θα μπορούσαμε να περπατάμε μαζί τους, στο ίδιο πεζοδρόμιο, όμως δεν είναι. Ήταν πολύ έντονο αυτό.Προσπαθούσα από τη μια να κάνω την έρευνά μου, να βρω όσο δυνατόν, γίνεται περισσότερα στοιχείαγια αυτούς τους ανθρώπους, να τους νιώσω σαν παρουσίες. Από την άλλη, όταν μιλούσα με τους συγγενείς των προσώπων αυτών, διαπίστωνα -αυτό που είπα και νωρίτερα-, ότι ο πόνος είναι κάτι που δεν περνάει. Η απώλεια είναι κάτι που δεν περνάει. Ίσως μαλακώνει λίγο με το χρόνο, αλλά δεν περνάει ποτέ εντελώς. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό να σκεφτόμαστε τι σεβασμό αξίζουν οι άνθρωποι που χάσανε κάποιον δικό τους σε αυτή την περίοδο, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας. Αυτοί είχαν να διαχειριστούν και τη δική του ζωή, και την απώλεια μιας άλλης. Τα συναισθήματα λοιπόν, ήταν πάρα πολύ έντονα, προσπάθησα να τα χαλιναγωγήσω,να τα κρατήσω σε μία ηρεμία όταν έγραφα,γιατί ήθελα το πάθος για την έρευνα να μη βγει στο γραπτό.Ήθελα το γραπτό μου κείμενο να είναι ήπιο, να είναι ισορροπημένο και να είναι ντοκουμέντο, να υπάρχουν στοιχεία για αυτά που λέω να μην είναι κάτι το οποίο είναι «στον αέρα».

 

-Πόσο δύσκολη ή εύκολη ήταν για εσάς η επαφή με τους συγγενείς των θυμάτων;

-Ναι, ήταν δύσκολη η επαφή.Γιατί συναισθηματικά, καταρχάς, είχα να διαχειριστώ ότι εκείνοι  είχαν βιώσει αυτό για το οποίο εγώ γράφω, το είχαν ζήσει στο πετσί τους, είχαν ζήσει τις συνέπειες από αυτούς τους θανάτους. Επίσης ήταν δύσκολο να βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι – όσους κατάφερα να βρω-, διότι δεν υπήρχαν πληροφορίες για το πού μπορεί να βρίσκονταν, οπότε ήταν μια δύσκολη έρευνα.Η επικοινωνία ήταν πολύ προσεκτική, αναγκαστικά,γιατί έπρεπε να σέβομαι  τον άνθρωπο που είναι απέναντί μου και τον πόνο του. Θέλω να πω, όμως, ότι οι περισσότεροι από τους συγγενείς ήταν πάρα πολύ δεκτικοί, πάρα πολύ ευγενικοί και πρόθυμοι να μιλήσουν για τα αγαπημένα τους πρόσωπα που είχαν χάσει. Και αυτό είναι το σημαντικό, ότι μέσα από αυτή την έρευνα, αυτοί μίλησαν για τους αγαπημένους τους που τους είχαν χάσει και θρήνησαν αυτούς τους ανθρώπους. Είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα.Να σκεφτόμαστε τις ζωές μας και των υπολοίπων, ως κάτι το πολύτιμο.Άρα έτσι μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε απώλεια είναι τεράστια, για τον άνθρωπο που την ζει, για το συγγενικό, το οικείο πρόσωπο αυτού που χάνεται. Έτσι, η επικοινωνία ήταν δύσκολη, αλλά λυτρωτική θέλω να πιστεύω για εμένα, ίσως και για τα συγγενικά πρόσωπα.

 

-Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των συγγενών και των γνωστών όταν έμαθαν ότι θέλετε να γράψετε για τους ανθρώπους τους;

-Οι αντιδράσεις ήταν κυρίως θετικές. Οι περισσότεροι ήθελαν να μιλήσουν για όσα είχαν ζήσει, για όσα είχαν βιώσει και για την απώλεια τους, αλλά κυρίως για να τιμήσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Για να πούνε ποιος ήταν αυτός που χάθηκε. Ποιος ήταν ο Διομήδης, ποιος ήταν ο Αλέξανδρος,ποια ήταν η Βασιλική και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Υπήρχαν, βέβαια, κάποιοι, που δεν ήθελαν να μιλήσουν και αυτό το σέβομαι, γιατί ξέρετε, ο καθένας διαχειρίζεται τα συναισθήματα του και τον πόνο του, με τον δικό του τρόπο. Κάποιοι δεν θέλουν να μιλήσουν, κάποιοι θέλουν να σωπάσουν, κάποιοι αποφεύγουν να θυμούνται. Ό,τι και να πει κανείς, είναι δικαίωμά τους, αλλά είναι πολύ σημαντικό ότι οι περισσότεροι ήθελαν να μιλήσουν, οπότε να μας διαφωτίσουν και για όλα αυτά τα πράγματα.

 

-Σκεφτήκατε ποτέ να σταματήσετε την πολυετή έρευνά σας; Αν ναι, γιατί;

- Η απάντηση εδώ είναι εύκολη: ποτέ, καθόλου. Θέλω να πω, ότι δεν θέλησα ούτε μια στιγμή να σταματήσω, καθώς ήταν μια πάρα πολύ ζωντανή και παθιασμένη, για μένα, ερευνά. Δε θέλησα ούτε μια στιγμή να κάνω πίσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να μπορέσω να δώσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων γι’ αυτό και όλοι αυτοί οι άνθρωποι γράφονται με πλήρη βιογραφικά στοιχεία, με τα πάντα. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, ποια ήταν τα αδέλφια, οι γονείς τους, πούπήγαν σχολείο πού σπούδασαν ή πού δούλεψαν,ποιος ήταν ο χαρακτήρας τους, τι συνέβησύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, τι συνέβησυμφώνα με τις οικογένειες τους. Άρα σε κανένα σημείο δε σκέφτηκα να σταματήσω. Τηνιστορική έρευναδε πρέπει να την φοβόμαστε, είναι πάρα πολύ σημαντικό να συνεχίζεται και να μη σταματάει. Με αυτό το βιβλίο αυτό επιδιώκω. Αυτό που θέλω, είναι να ανοίξει η κουβέντα, να ανοίξει η έρευνα και να ψάχνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο.

 

-Και τώρα για τέλος, μια ερώτηση του κοινού: Πολλοί πιστεύουν ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξαν θετικά επιτεύγματα. Ποια είναι η άποψή σας πάνω σε αυτή την τοποθέτηση;

-Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Υπάρχει μια μερίδα πολιτών που πιστεύει ότι στην δικτατορία φτιάχτηκαν δρόμοι, κάποιοι λένε ότι κοιμόμασταν «με τις πόρτες ανοιχτές», ότι υπήρχε ασφάλεια και οικονομική άνεση. Καταρχήν, τι είναι  δικτατορία και τι είναι πραξικόπημα. Πραξικόπημα είναι, για παράδειγμα, εάν έρθω εγώ και μπω μέσα στη τάξη  σας, διώξω τον καθηγητή σας και πω ότι εγώ ξέρω να κάνω μάθημα. Εσείς θα ρωτάτε ποιος είμαι και όταν το λέγατε αυτό, θα σας πετούσα όλους έξω και θα έπαιρνα το απουσιολόγιο για ναβάλω σε όλους σας απουσίες. Είναι, δηλαδή, κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι μπήκαν στην διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς να τους πει κανένας έλα, χωρίς να τους το ζητήσει, να τους το προτείνει κανείς. Χωρίς να το αποδεχτεί κάνεις. Και πώς μπήκαν; Με τη βία, με τα όπλα, με τα τανκς, με τα οποία διατηρήθηκαν. Βασάνισαν, φυλάκισαν, κυνηγήσαν, εξεδίωξαν όλους τους ανθρώπους που είχαν αντίθετη άποψη με αυτούς. Λογόκριναν κάθε διαφορετική άποψη. Οι εφημερίδες έγραφαν αυτά που ήθελε η κυβέρνηση. Το θετικό έργο -εάν αυτό υπήρξε- είναι δευτερευούσηςσημασίας. Ας μιλήσουμε για τους δρόμους.Ποιοι έφτιαξαν τους δρόμους; Τους δρόμους δεν τους φτιάχνουν οι κυβερνήσεις, αλλά, οι Έλληνες φορολογούμενοι με τα λεφτά που πληρώνουν στους φόρους. Δηλαδή, τα χρήματα δεν τα έβαλε ο Παπαδόπουλος, όπως δε τα βάζει σήμερα ο κάθε πρωθυπουργός. Μπορεί να έφτιαξαν κάποιους δρόμους, αλλά αυτά τα έφτιαξαν και οι επόμενες κυβερνήσεις, όπωςκαι οι προηγούμενες. Το ζήτημα είναι αν αυτοί οι άνθρωποι έπραξαν σωστά, έκαναν το καθήκον τους απέναντι στη χώρα, στην πατρίδα κι στους υπόλοιπους πολίτες. Ε, λοιπόν, δεν έπραξαν σωστά και δεν έκαναν το καθήκον τους, γιατί δεν ρώτησαν κανέναν και εγκαταστάθηκαν στην εξουσία, εξαπλώνοντας την βία, την απαγόρευση, τον πόνο, τον τρόμο και έτσι λειτούργησαν μέχρι που έφυγαν. Και πώς φύγανε; Με το να επέμβουν στην Κύπρο και να χαθεί η μισή Κύπρος. Θέλω να πω, ότι το βασικότερο σημείο στην οργανωμένη ζωή ενός κράτους, είναι το σύνταγμα, το οποίο είναι η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας και του κράτους. Αυτοί καταργήσαν το σύναγμαδηλαδή, κατάργησαν τους νομούς. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτιμηθεί θετικά η περίοδος της δικτατορίας διότι ήταν μια περίοδος ανωμαλίας η οποίασυνέχισε το μίσος που ενδεχομένωςυπήρχε από νωρίτερα. Το σημαντικότεροαπ’ όλα,είναι να διαφυλάττουμε τις ελευθερίες μας, να γνωρίζουμε την ιστορία, να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο και να κοιτάμε μπροστά, μα ποτέ να μην ξεχνάμε αυτούς τους ανθρώπους που θα μπορούσαν ακόμη και σήμερα να είναι διπλά μας.

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΜΕΘΕΝΙΤΗ ΒΑΣΙΑ & ΜΑΥΡΙΔΑΚΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, Β1

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης