Καθόμασταν με τον παππού μου ένα κρύο πρωινό μπροστά στο τζάκι. Οι φλόγες χόρευαν ζωηρές και ο παππούς μονολόγησε: «Τώρα τη θέλουμε τη φωτιά. Κρυώνουμε. Κάποτε όμως σε αυτή παραδόθηκαν σπίτια, χωράφια, οι εκκλησιές, οι αγαπημένοι μας….»
Πριν από 103 χρόνια ο ελληνισμός υπέστη μία από της μεγαλύτερες συμφορές,αν όχι την μεγαλύτερη, αυτή της μικρασιατικής καταστροφής. Την τραγική εκείνη εποχή 1.500.000Έλληνες, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Μικράς Ασίας,εκδιώχθηκανβάναυσα από τη Σμύρνη, εγκαταλείποντας σπίτια, περιουσίες, συγγενείς και φίλους, την ίδια τους τη ζωή. Έζησανσε ακραίες συνθήκες και ερχόμενοι εδώ στην Ελλάδαυπέστησαν κακομεταχείριση, γιατί πολλοί από τους Αθηναίους τους θεώρησαν ξένους. Ένας από αυτούς τους Μικρασιάτες ήταν ο προ προ πάππους μου ο οποίος είχε εξιστορήσει στον παππού μου κάποια από τα γεγονότα που έζησε. Επιθυμώντας να γνωρίσω το πλούσιο και συνάμα τραγικό παρελθόν των προγόνων μου κατέγραψα τις ιστορίες όπως μου τις διηγήθηκε εκείνο το κρύο πρωινό ο παππούς μου.
Παππού πού ξεκίνησαν οι δικοί σου παππούδες σου, ποιος ήταν ο τόπος κατοικίαςτους;
Η πατρίδα τους ήταν ηΠρούσα. Από εκεί ξεκίνησαν. Η γιαγιά κρατούσε από το ένα χέρι το παιδί της (6 -7 χρονών, τον παππού μου) και από το άλλο χέρι είχε τυλίξει σε ένα σεντόνι (μποτσί) όλα τα χρυσαφικά της και τα πολύτιμα αντικείμενα –γιατί ήταν πλούσια οικογένεια. Της είπαν να διαλέξει ποιο από τα δύο θα κρατήσει και με αυτόν τον τρόπο έχασε όλα της τα πλούτη και όλον τον κόπο που είχε κάνει για να τα μαζέψει…
Ένας άλλος κοντινός συγγενής του παππού μου ήταν μητροπολίτης της περιοχής και πρωτού φύγουνε μαζέψανε όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, τα οποία ήταν όλα χρυσά, μέσα σε μία κολυμπήθρα και τα έθαψαν κάτω από μία μουριά. Με τα χρόνια πήγαν κάτι ξαδέλφια κοντά στην ηλικία μουνα ψάξουν, να βρουν κάποιον άνρθωπο που να γνώριζε το μέρος όπου βρίσκονταν και τους το είπε. Προφανώς κάποιος τους τούρκος άκουσε τη συζήτηση και όταν πήγαν εκεί να τα ξεθάψουν δεν τα βρήκαν.
Σε ποιο σημείο της ελλάδας εγκαταστάθηκαν;
Κατ΄αρχήν ο παππούς μου ήρθε στον Πειραιά. Η γιαγιά μου και ο αδελφός της πήγαν στη Μακεδονία και μετά ειδοποίησαν και τον παππού να ανέβει κι αυτός εκεί. Εκεί ηταν και ο τόπος που μεγάλωσα και εγώ.
Πώς τους αντιμετώπισε η κοινωνία και οι γυρω άνθρωποι;
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Τους κατηγορούσαν πως ήρθαν να τους πάρουν τα χωράφια και τις δουλειές. Σιγά σιγά προσαρμόστηκαν και η καθημερινότητα έγινε πιο εύκολη για όλους.
Πώς ρίζωσαν; Τι επαγγέλματα έκαναν;
Γενικά ασχολούνταν με τη γεωργία. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο παππούς ήταν εμπόριο ψωμιού. Μετέφερε με καραβάκια γιατί αυτά ήταν τα μέσα της εποχήςστα απέναντι χωριά, στα Ασπροχώρια και στην Αίγινα, ψωμί. Μετά που ανέβηκε κι αυτός στη Μακεδονία ασχολήθηκε με τη γεωργία.
Τι έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα;
Τα πολυτιμότερα αντικείμενά τους κι αυτά που μπόρεσαν να μεταφέρουν τα πήραν μαζί τους. Τότε δεν είχαν βαλίτσες και τα έβαζαν όλα σε ένα σεντόνι και το έδεναν(μπότσες) ή τα έραβαν στις φόδρες των ρούχων τους. Επίσης, έφεραν μαζί τους τον ιδιαίτερο τρόπο που μαγείρευαν,τις συνταγές και τα φαγητά που έτρωγαν. Στηριγμένοι στο μικρασιατικό πολιτισμό με τον οποίο γαλουχήθηκαν και μεγαλούργησαν ξεκίνησαν στην Ελλάδα την νέα τους ζωή…
Φωτεινή Κεχαγιάογλου, Β1
