Εύα Χατζημισαηλίδη
Όταν δύο ευθείες τέμνονται…
«Ξύπνα, δε θα προλάβεις! Κάνε γρήγορα, δεν έχεις χρόνο»! Εκείνη τη μέρα ο Μορφέας έμελλε να αφήσει βιαστικά από την αγκαλιά του τον μικρό Ορέστη, που δειλά – δειλά άνοιξε τα ματόκλαδά του για να αντικρίσει το ανήσυχο βλέμμα της μητέρας του, που τον παρακινούσε να ετοιμαστεί για το σχολείο. Ο Ορέστης σηκώθηκε με γρήγορους ρυθμούς από το πουπουλένιο του στρώμα, ετοιμάστηκε και αρπάζοντας το κόκκινο σακίδιό του κατέβηκε στο ισόγειο του σπιτιού του. «Κρίσιμη η κατάσταση στη Συρία, που μετρά χιλιάδες νεκρούς από βομβαρδισμό που σημειώθηκε στις 5 τα ξημερώματα στη Δαμασκό», αναμετέδιδε η δημοσιογράφος του πρωινού δελτίου. Και ενώ η ένταση του ήχου στην τηλεόραση ήταν υψηλή, τα μέλη της οικογένειας μάλλον φορούσαν ωτασπίδες. Οι γονείς του Ορέστη μάλλον ήταν αρκετά απασχολημένοι από τις μετοχές τους που «βούλιαζαν», ώστε να δώσουν βάση σε μια χώρα που βούλιαζε σε μια πολύ πιο επικίνδυνη, φουρτουνιασμένη θάλασσα, ενώ ο ίδιος έτρωγε νυσταγμένος τα αγαπημένα του δημητριακά παρακολουθώντας βίντεο στην καινούργια του συσκευή.
Ξάφνου, ο ήχος μιας κόρνας τον έκανε να πεταχτεί από τη θέση του. Φίλησε τους γονείς του, κατέβηκε τρέχοντας τις μαρμάρινες σκάλες, διέσχισε τον κήπο, φτάνοντας τελικά λαχανιασμένος στο γεμάτο σχολικό που τον περίμενε. Ο ήλιος άπλωνε γενναιόδωρα τα χρυσά του πέπλα, τρυπώνοντας μέσα από τα παράθυρα του λεωφορείου και φωτίζοντας ακόμη περισσότερο τα παιδικά πρόσωπα. Πολλά από αυτά είχαν πλατιά χαμόγελα, άλλα ήταν συννεφιασμένα, ενώ μερικά είχαν κλειστά βλέφαρα, προσπαθώντας να ξεκλέψουν λίγο ύπνο πριν να ξεκινήσει το πρόγραμμα των μαθημάτων. Ένα όμως από αυτά ξεχώριζε, μια ανησυχία έκδηλη στα χαρακτηριστικά του. Κι αυτό το πρόσωπο ανήκε στον Ορέστη με τον νου του να ταξιδεύει πολύ μακριά, πέρα από τα όρια του μικρού κίτρινου σχολικού. «Πού να είναι άραγε αυτή η Συρία, και για ποιο λόγο έγιναν βομβαρδισμοί;», συλλογίστηκε προβληματισμένος. Μάλλον ο Ορέστης δεν φόραγε ωτασπίδες εκείνο το πρωί.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι γονείς του Ορέστη που αδιαφορούσαν στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης, αντιθέτως ανάλογη στάση διατηρούσε ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου. Πολλοί ήταν αυτοί που όχι μόνο «έκλειναν τα αυτιά τους», αλλά και την τηλεόραση, ισχυριζόμενοι πως δεν άντεχαν τις ακραίες παρουσιαζόμενες εικόνες, ενώ υπήρχαν και αυτοί που αρνούνταν να ασχοληθούν με το εξής ζήτημα, καθώς, όπως υποστήριζαν, δεν επηρέαζε άμεσα την καθημερινότητά τους. Μα ακόμη κι αυτοί που δεν πατούσαν το κουμπί απενεργοποίησης της τηλεόρασης και παρακολουθούσαν τα συγκεκριμένα γεγονότα, δε θα μπορούσαν ούτε στους πιο τραγικούς τους εφιάλτες να αναλογιστούν την κατάσταση των ατόμων που τα βίωναν μέσα από τις οθόνες, σε πραγματικό τόπο και χρόνο. Ένα από αυτά τα άτομα ήταν και ο μικρός Ομέρ.
Ξημερώματα Δευτέρας, 5 η ώρα το πρωί και νεκρική σιγή επικρατούσε στην πόλη. Ο Ομέρ κοιμόταν γαλήνια, ταξιδεύοντας σε απίθανους, ονειρικούς κόσμους με όχημα τη φαντασία του. Ξάφνου όμως, ξέσπασε τρομερή καταιγίδα, κεραυνοί και βροντές αντηχούσαν παντού, με αποτέλεσμα το συννεφάκι με το οποίο ταξίδευε να διαλυθεί και εκείνος να πέσει με δύναμη στο ανώμαλο έδαφος. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και κρίνοντας από το πανικόβλητο ύφος της μητέρας του, συνειδητοποίησε πως μάλλον δεν ήταν βροντές οι τρομεροί ήχοι, αλλά μια σειρά από βομβαρδισμούς που διέλυσαν τη γαλήνη και έδωσαν τη θέση τους στον πανικό. Ο Ομέρ σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι του, ετοιμάστηκε, άρπαξε το κόκκινο σακίδιό του και έβαλε μέσα ότι ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του από τη ζωή του στη Δαμασκό, μια ζωή που σε λίγο θα αποτελούσε γι’ αυτόν και τους συμπολίτες του παρελθόν. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και μαζί με τους γονείς του πέρασε το κατώφλι της πόρτας. Το μικρό αγόρι γύρισε για μια στιγμή και κοίταξε το σπίτι του αναπολώντας όλες τις αναμνήσεις που είχε δημιουργήσει. «Ίσως αυτό το σπίτι να χαθεί και να μετατραπεί σε συντρίμμια, όμως όσα ζήσαμε σε αυτό δεν πρόκειται να σβηστούν ποτέ από τον χάρτη» συλλογίστηκε και έδιωξε βιαστικά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να πλημμυρίζουν τα μεγάλα, μαύρα μάτια του. Διέσχισε το μικρό πέτρινο μονοπάτι και μαζί με την οικογένειά του επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο.
Στο δρόμο προς το λιμάνι, οι εικόνες που αντίκριζε κοιτώντας έξω από το παράθυρο άγγιζαν το όριο του τραγικού. Μητέρες έτρεχαν απεγνωσμένες στους δρόμους, με τα μωρά στις αγκαλιές τους να κλαίνε ασταμάτητα. Μικρά παιδιά, συμμαθητές του Ομέρ, αναζητούσαν απελπισμένα τους γονείς τους, ενώ υπήρχαν κι εκείνες οι εικόνες, όπου ο σκοτεινός Χάρος στεκόταν πάνω από αναίσθητα σώματα. Ο Ομέρ έκλεινε αστραπιαία τα μάτια του, προσπαθώντας μάταια να απαρνηθεί την τραγική πραγματικότητα που βίωνε, μα το μαγικό συννεφάκι του δεν έλεγε να εμφανιστεί. Μόλις έφτασαν στο λιμάνι, έτρεξαν γρήγορα προς τις σωσίβιες λέμβους που τους περίμεναν. Για καλή τους τύχη, οι γονείς του Ομέρ είχαν κάποιες οικονομίες, επομένως κατάφεραν να πληρώσουν το υπέρογκο αντίτιμο επιβίβασης στα φουσκωτά οχήματα. Αφού επιβιβάστηκε στα σωτήρια μέσα, η οικογένεια αγκαλιάστηκε σφιχτά και όπως και οι υπόλοιποι επιβάτες, προσευχήθηκε για ένα καλύτερο αύριο και την ευκαιρία μιας καινούργιας αρχής.
Δεν είχαν περάσει δύο εβδομάδες από εκείνο το μοιραίο πρωινό του Σεπτέμβρη και η οικογένεια του Ομέρ είχε πλέον φτάσει σε ένα πανέμορφο νησί του Αιγαίου, τη Χίο, και βρισκόταν εγκατεστημένη στις προσφυγικές δομές του νησιού. Με μητέρα δασκάλα αγγλικών και πατέρα οικονομολόγο, ο Ομέρ είχε αποκτήσει βαθιά αγάπη για τη μόρφωση και θέλησε αμέσως να παρακολουθήσει το πρόγραμμα μαθημάτων που προσέφερε η δομή. Οι γονείς του, παρά τα επαγγελματικά τους προσόντα, παρέμεναν άνεργοι. Φαίνεται πως παρά τις προσπάθειες της δομής, δεν πληρούσαν κάποιες «ειδικές προϋποθέσεις» των βαθιά προκατειλημμένων εργοδοτών του νησιού. Οι ίδιοι όμως, απτόητοι, συνέχιζαν τον αγώνα τους, μαθαίνοντας την ελληνική γλώσσα παράλληλα με την καθημερινή αναζήτηση εργασίας. Όλα έδειχναν πως η οικογένεια είχε αρχίσει να θέτει ισχυρά θεμέλια στη δημιουργία μιας πολυπόθητης, καινούργιας ζωής.
Ένα βράδυ, ο Ομέρ παρατηρούσε τα υπόλοιπα παιδιά που κοιμούνταν ήρεμα στα στρώματα γύρω του. Εκείνος όμως δεν είχε όρεξη να κοιμηθεί. Κρυμμένος κάτω από την κουβέρτα του, με έναν φακό στο χέρι, έγραφε στο τετράδιό του, το πολύτιμο κειμήλιό του και ισχυρή συνεισφορά στο να μη λησμονήσει τη ζωή του στην πατρίδα του. Έπειτα από μία ώρα, έχοντας κρατήσει τις σημειώσεις του και έχοντας κάνει επανάληψη στο μάθημα ελληνικών, έκλεισε τον φακό και έπειτα τα μάτια του. Προς μεγάλη του έκπληξη, το μαγικό συννεφάκι είχε πλέον επιδιορθωθεί και ήταν έτοιμο να τον ταξιδέψει ξανά στην χώρα των ονείρων του. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από τονκαταυλισμό και πλέον σπίτι του Ομέρ, ο Ορέστης ήταν ξαπλωμένος στο ευρύχωρο κρεβάτι του. Μα ούτε αυτός κοιμόταν. Σχεδίαζε με οίστρο μια ζωγραφιά, έχοντας απλώσει τις πολύχρωμες ξυλομπογιές του σε όλη την επιφάνεια του κρεβατιού. Μα το θέμα της ζωγραφιάς του δεν ήταν τόσο σύνηθες. Αυτήν τη φορά δε ζωγράφιζε ούτε προσωπογραφίες, ούτε ανθισμένα λιβάδια, ούτε ευτυχισμένες οικογένειες. Ζωγράφιζε για ένα θέμα που είχε εισέλθει στο μυαλό του ένα μήνα πριν και δε μπορούσε να φύγει με τίποτα από αυτό. Σχεδίασε μια εικόνα εμπνευσμένη από την τραγικότητα του πολέμου, με ερειπωμένα σπίτια, καμένα δέντρα και θλιμμένες φάτσες παιδιών συγκεντρωμένων σε μια μεγάλη αγκαλιά, η φιγούρα της Ειρήνης να κυριαρχεί και να φωτίζει τον γκρίζο ουρανό. Ο ήχος όμως της πόρτας τον διέκοψε απότομα από το έργο του. Δίπλωσε την ημιτελή ζωγραφιά του και την τοποθέτησε βιαστικά στο κόκκινο σακίδιό του. Η πόρτα ανοίγει και η μητέρα του μπαίνει στο δωμάτιο.
- Ορέστη μου, ακόμα ξύπνιος είσαι;
- Ναι μαμά! Μόλις τελείωσα τις ασκήσεις μου στα γαλλικά.
- Καλώς! Έχεις ολοκληρώσει τα μαθήματα σου για το σχολείο;
- Μαμά, το ξέχασες; Αύριο θα επισκεφθούμε με την τάξη μου τις δομές των προσφύγων.
- Αχ ναι, προσπαθώ να το ξεχάσω χρυσό μου, μα δε μπορώ να καταλάβω τι δουλειά έχουμε εμείς, τα πιο επιφανή και καλλιεργημένα μέλη του νησιού με αυτούς τους άξεστους, απολίτιστους – ο Θεός να τους κάνει – ανθρώπους! Ακόμα απορούμε με τον πατέρα σου, γιατί σε αφήσαμε να συμμετάσχεις…
Ο Ορέστης δεν είπε τίποτα, παρά μόνο καληνύχτισε τη μητέρα του, αφήνοντάς την να συνεχίσει τον ανούσιο μονόλογο της για τους πρόσφυγες που σαν βοή φάνταζε στα αυτιά του. Οι γονείς του, αλλά και ο ίδιος ήταν μέλη της πιο εύπορης οικογένειας της Χίου, που είχε στην ιδιοκτησία της το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής μαστίχας στο νησί. Η οικονομική αυτή ευμάρεια, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ορέστης αποτελούσε το μοναχοπαίδι και επόμενο ιδιοκτήτη του εργοστασίου έκανε το εντεκάχρονο παιδί το κέντρο της προσοχής όλης της οικογένειας και δέκτη μιας ολοκληρωμένης και πλούσιας μόρφωσης. Το να έχει στη διάθεσή του – μεταξύ όλων των ανέσεων – τη δυνατότητα μιας υψηλού επιπέδου μόρφωσης τον έκανε να αισθάνεται άκρως τυχερός. Ήταν όμως μερικές φορές που η πίεση ήταν μεγάλη και σε συνδυασμό με τις πολλές φορές ακραίες, προκατειλημμένες θέσεις των γονέων του, του δημιουργούνταν η ανάγκη να δραπετεύσει από την αποπνικτική αυτή ρουτίνα. Και το μέσο διαφυγής του, η φαντασία του. Γι’ αυτό, εκείνο το βράδυ έκλεισε για άλλη μια φορά τα μάτια του και την άφησε ελεύθερη να τον ταξιδέψει σε κόσμους μακρινούς, όπου όλα ήταν δυνατά…
Η καινούργια μέρα είχε ξημερώσει και οι προετοιμασίες στη δομή είχαν ξεκινήσει για τα καλά. Τα παιδιά είχαν τακτοποιήσει τα δωμάτιά τους, όλοι ήταν στολισμένοι και έτοιμοι να υποδεχθούν την έκτη τάξη του ιδιωτικού σχολείου της Χίου, που κατέφθανε από στιγμή σε στιγμή. Ήταν μια πρωτόγνωρη και ευχάριστη έκπληξη για όλη την περιοχή η απόφαση για ένα διήμερο γνωριμίας των μαθητών με τους πρόσφυγες και τον τρόπο ζωής τους, παρόλο που οι αντιδράσεις πολλών δεν ήταν θετικές. Η κόρνα του σχολικού ακούστηκε και τα μικρά παιδιά κατέφθασαν στην εξώπορτα να υποδεχθούν τα συνομήλικά τους. Η μέρα κύλησε δημιουργικά, με τα παιδιά να συμμετέχουν σε ποικίλες δραστηριότητες, ερχόμενα σε επαφή με την καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής όλων των πολιτισμών που πρέσβευε το καθένα. Παρά την προθυμία τους και τη συμμετοχή τους στα δρώμενα αυτά, πολλά ήταν τα παιδιά της τάξης του Ορέστη που συνέχιζαν να βλέπουν υποτιμητικά τα προσφυγοπούλα, σαν να ήταν υποδεέστερά τους. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ίσχυε για τον Ορέστη, που κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων συνειδητοποίησε πόσα κοινά όνειρα και φιλοδοξίες είχε με τον Ομέρ, με αποτέλεσμα μία δυνατή φιλική σχέση να αρχίσει να γεννιέται. Τα δύο αγόρια έπαιξαν, ζωγράφισαν και γέλασαν μαζί. Ακόμα και τις στιγμές που οι φίλοι του Ορέστη κακολογούσαν τον φίλο του, εκείνος τους επέπληττε και συνέχιζε να περνάει χρόνο με τον συνομήλικο φίλο του. Η ώρα είχε περάσει και η επίσκεψη της τάξης είχε φτάσει στο τέλος της. Ο Ορέστης αγκάλιασε τον Ομέρ, πήρε το κόκκινο σακίδιό του, που ήταν τοποθετημένο δίπλα στο πανομοιότυπο κόκκινο σακίδιο του Ομέρ και αναχώρησε με τα υπόλοιπα παιδιά στο σχολικό λεωφορείο.
Όταν γύρισε στο σπίτι του, ο Ορέστης χαιρέτησε τους γονείς του, κρέμασε την τσάντα του στον καλόγερο, ξάπλωσε στον καναπέ και περίμενε να ετοιμαστεί το μεσημεριανό. Μετά από μισή ώρα, μία από τις οικιακές βοηθούς τον ενημέρωσε πως το φαγητό ήταν έτοιμο κι εκείνος έτρεξε και κάθισε στην τραπεζαρία μαζί με τους γονείς του. Μόλις άρχισαν να τρώνε, ο πατέρας του πήρε πρώτος το λόγο:
- Για πες μας, Ορέστη, πώς ήταν η επίσκεψη στη δομή;
- Ω, ήταν φανταστικά! Ήρθαμε σε επαφή με την κουλτούρα των προσφύγων, δοκιμάσαμε παραδοσιακά τους πιάτα, ζωγραφίσαμε όλοι μαζί…α και το καλύτερο, έκανα έναν καινούργιο φίλο, τον Ομέρ! Περάσαμε πολύ χρόνο μαζί! Παίξαμε, γελάσαμε και …
- Συγνώμη Μελίνα, ακούω καλά; Παιδί μου δεν σου έχουμε πει επανειλημμένα να προσέχεις τις συναναστροφές σου; Όλα τα χρόνια μόρφωσης και επαφής με τα πιο εκλεπτυσμένα παιδιά του νησιού για να παρατήσεις τους φίλους σου και να κάνεις παρέα με το προσφυγάκι! Που ένας Θεός ξέρει τι αρρώστιες κουβαλάει!
- Μα μπαμπά δεν καταλαβαίν…
- Έχει δίκιο ο πατέρας σου, Ορέστη. Επιβεβαιώθηκαν οι αμφιβολίες μου για αυτή την επίσκεψη, μα πλέον είναι αργά! Ποιος ξέρει τώρα τι θα λένε οι γονείς των συμμαθητών σου για μας, δε θα αντέξω να μας πιάσουν στο στόμα τους!
Ο Ορέστης είχε φτάσει εκτός ορίων. «Κάθε φορά που ανοίγω αυτό το θέμα με απογοητεύετε όλο και περισσότερο με τη συμπεριφορά σας!» αναφώνησε και ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Μάταιη όμως η αντίδρασή του, καθώς οι γονείς του δεν έλεγαν να αλλάξουν στάση. Όχι μόνο δεν ανέβηκαν στο δωμάτιό του να του ζητήσουν συγνώμη, αλλά αδιαφόρησαν πλήρως για το γεγονός και συνέχισαν να ασχολούνται με τα εργασιακά τους ζητήματα.
Είχε φτάσει απόγευμα, μα ο Ορέστης δεν είχε βγει ακόμα από το δωμάτιό του. Οι φωνές της μητέρας του τον έκαναν να κατέβει βιαστικός στο ισόγειο, για να τη βρει να κρατάει το κόκκινο σακίδιο. «Αχ βρε Ορέστη, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, χάθηκε και η τσάντα σου!» δήλωσε αναστατωμένη η μητέρα του. Ο Ορέστης κοίταξε τη μητέρα του απορημένος, καθώς ήταν το κόκκινο σακίδιο που πάντα είχε. «Μην με κοιτάς έτσι, μάλλον την έχεις μπερδέψει, γιατί σίγουρα η δικιά σου τσάντα δεν έχει αραβικά γράμματα στο κάτω μέρος της!» δήλωσε σαστισμένη. Ο Ορέστης συνειδητοποιώντας πως μάλλον μπέρδεψε τη τσάντα του, τράβηξε το φερμουάρ και επιβεβαίωσε το απρόσεκτό του λάθος. Μπροστά στα μάτια των γονιών του, που είχαν καθίσει στον καναπέ περιμένοντας να δουν το περιεχόμενο της τσάντας, ο Ορέστης έβγαλε έναν φακό και τον ακούμπησε στο τραπέζι του σαλονιού. Ακολούθησε ένα μαλλιαρό αρκουδάκι και μια φωτογραφία μιας χαμογελαστής οικογένειας, καθισμένης γύρω από ένα μεγάλο, πλούσιο τραπέζι. Έπειτα, μια φωτογραφία με πολλά παιδιά σε ένα σχολικό προαύλιο να παίζουν ποδόσφαιρο. Οι γονείς παρατηρούσαν με προσοχή τις φωτογραφίες, ενδόμυχα έκπληκτοι που κάποιοι πρόσφυγες ζούσαν μια ζωή τόσο παρόμοια με τη δική τους.
Τελευταίο ο Ορέστης έβγαλε ένα τετράδιο, που έγραφε το όνομα Ομέρ. Σκεπτόμενος πως θα ήταν άλλο ένα από τα σχολικά τετράδια του, των οποίων τη γλώσσα δεν μπορούσε να καταλάβει, ο Ορέστης το άνοιξε και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Προς έκπληξή του όμως, τα γράμματα δεν ήταν αραβικά, μα άπταιστα αγγλικά. Άρχισε να διαβάζει δυνατά και χωρίς να το καταλάβει, ο Ορέστης μέσα από τα λόγια που διάβαζε, έφερνε ξανά στο φως τη ζωή ενός προσφυγόπουλου, γραμμένη όμως από τονίδιο. Εκείνο το απόγευμα ο ίδιος και οι γονείς του έμαθαν για τη ζωή του Ομέρ πριν από τον τραγικό πόλεμο. Έμαθαν πως η μητέρα του δίδασκε αγγλικά στο σχολείο της περιοχής, ο πατέρας του ασχολούνταν με τα οικονομικά σε επιχείρηση της περιοχής και ο ίδιος ο Ομέρ ήταν άριστος μαθητής, με απώτερο στόχο να γίνει γιατρός. Έμαθαν ακόμα πως στις γιορτές όλη η οικογένεια, οι φίλοι και οι συγγενείς του Ομέρ μαζεύονταν στο σπίτι του, έτρωγαν, χόρευαν και τραγουδούσαν ως το πρωί. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη και οι σελίδες που ξεφύλλιζε με προσοχή ο Ορέστης ηχούσαν σαν χάρτινα περιστέρια, οιωνοί μια ευχάριστης αλλαγής στην ιδιοσυγκρασία των γονέων.
Ο Ορέστης συνέχισε να διαβάζει τα κείμενα του Ομέρ, που έκανε λόγο για τον τραγικό πόλεμο, για το καινούργιο ξυπνητήρι του, ένα ξυπνητήρι που δεν μπορούσε να ελέγξει. Γιατί δεν ήταν το μικρό ρολόι που είχε στο κομοδίνο του, αλλά ήχοι εκρήξεων και βομβαρδισμών, που κατάφερναν κάθε φορά να τον σηκώσουν από το κρεβάτι, μα όχι γεμάτο κέφι και όρεξη για μια καινούργια μέρα, αλλά με πανικό και ανησυχία για το τι έμελλε να ακολουθήσει. Διάβασε για το ταξίδι τους στη σωσίβια λέμβο, τις κακουχίες και τους πολλούς συνεπιβάτες του, που δεν κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τον τελικό προορισμό. Τα τελευταία του κείμενα αναφέρονταν στη ζωή του στο νησί, τις προσπάθειες όλων για προσαρμογή και την αδυναμία των γονέων του να βρουν μέχρι και την απλούστερη εργασία. Στη θλίψη του που δέχονταν μια υποτιμητική αντιμετώπιση, που οι περαστικοί ψιθύριζαν και κράταγαν πιο σφιχτά τα υπάρχοντά τους, που άλλαζαν πεζοδρόμια καθώς περνούσαν δίπλα τους. Τέλος, έκανε λόγο για έναν καινούργιο φίλο, που γνώρισε μέσα από μια επίσκεψη και που του έδωσε μια μικρή αχτίδα αισιοδοξίας πως τελικά όλα θα φτιάξουν. Αν έβλεπε κανείς μέσα από το παράθυρο του σαλονιού, θα αντίκριζε την κυρία Μελίνα βουρκωμένη στην αγκαλιά του κυρίου Αντώνη, που προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και τον Ορέστη, να τρέχει συγκινημένος στην αγκαλιά των γονιών του. Μάλλον η δουλειά των χάρτινων περιστεριών έπιασε τόπο…
Παράλληλα, ο Ομέρ είχε επίσης συνειδητοποιήσει πως η τσάντα που βρισκόταν στα χέρια του δεν του ανήκε. Την άνοιξε και έμεινε έκπληκτος στο θέαμα των πολύχρωμων τετραδίων με το όνομα «Ορέστης Παυλίδης», των αμέτρητων μαρκαδόρων και μπογιών που γέμιζαν μια πελώρια κασετίνα και μια ημιτελή ζωγραφιά, που του έκανε νόημα να την ολοκληρώσει. Δίπλα στα θλιμμένα πρόσωπα που αγκαλιάζονταν γύρω στα συντρίμμια, ζωγράφισε παιδιά χαρούμενα, που τα προσκαλούσαν να χορέψουν μαζί τους σε έναν μεγάλο κύκλο. Ενώ στη μια μεριά της κόλλας κυριαρχούσε το γκρίζο και το σκοτεινό, εκείνος από την άλλη ζωγράφισε λιβάδια, χαρταετούς να στολίζουν τον καταγάλανο ουρανό και μια σειρά από δέντρα να κοσμούν το πράσινο γρασίδι. Τέλος, ολοκλήρωσε τη φιγούρα της Ειρήνης, που μετέδιδε το λαμπρό μήνυμά της. Δίπλα στο όνομα Ορέστης συμπλήρωσε το Ομέρ και δίπλωσε τη ζωγραφιά, με σκοπό να τη δώσει στον φίλο του την επόμενη μέρα.
Το επόμενο πρωί, οι γονείς του Ορέστη ενημέρωσαν το σχολείο του πως θα τον πάνε οι ίδιοι στη δομή. Ξύπνησαν τον γιο τους, που ενθουσιασμένος ετοιμάστηκε, πήρε τη κόκκινη τσάντα του φίλου του και μπήκε στο αυτοκίνητο, πανέτοιμος να τον δει άλλη μια φορά. Μόλις έφτασαν στη δομή, ο Ορέστης βρήκε τους υπόλοιπους συμμαθητές του και ξεκίνησαν μαζί τις δραστηριότητες με τα παιδιά της δομής. Ο Ορέστης επί τέλους βρήκε τον φίλο του, αγκαλιάστηκαν και έδωσαν τις τσάντες τους ο ένας στον άλλο. Πέρασαν άλλη μια μέρα παίζοντας και διασκεδάζοντας, μέχρι που έφτασε το τέλος της επίσκεψης. Μόλις ήρθαν οι γονείς του Ορέστη, τον βρήκαν να κάθεται στα σκαλιά του κτιρίου με τον φίλο του. Ένα βλέμμα θλίψης που δεν θα ξαναβλέπονταν κυριαρχούσε στα πρόσωπά τους. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Ομέρ, ο Ορέστης μας έχει πει τόσα καλά λόγια», μίλησε στα αγγλικά η μητέρα του. Ο Ομέρ χαμογέλασε πλατιά. Τότε οι γονείς του ζήτησαν να δουν τους γονείς του Ομέρ και το αγόρι έτρεξε να τους φέρει. Τα δύο ζευγάρια γνωρίστηκαν και οι γονείς του Ορέστη έκαναν μια πρόταση στους γονείς του Ομέρ που τους άφησε όλους άναυδους: Ο πατέρας του Ορέστη πρότεινε στον πατέρα του Ομέρ να εργαστεί στη παραγωγή του εργοστασίου και να ασχοληθεί με τα οικονομικά, όταν θα βελτιώσει τα ελληνικά του, ενώ θα μεσολαβούσαν ώστε η μητέρα του Ομέρ να γίνει δασκάλα αγγλικών με κανονική αμοιβή στις δομές του νησιού. Μάλιστα, ανέλαβαν να προσφέρουν οικονομική στήριξη στην οικογένεια και να της προσφέρουν ένα από τα εξοχικά τους μέχρι να ορθοποδήσουν και να βρουν δικό τους σπίτι. Οι γονείς του Ομέρ αποδέχθηκαν με ευγνωμοσύνη την προσφορά τους μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παιδιών τους.
Ο Ομέρ τότε θυμήθηκε τη ζωγραφιά που είχε τελειώσει και την έδωσε στον Ορέστη και τους γονείς του. Μια ζωγραφιά που λάτρεψαν και που θα κοσμούσε σε μια γυάλινη κορνίζα το δωμάτιο του Ορέστη και θα θύμιζε για πάντα στους δύο φίλους την αρχή της φιλίας τους και συνάμα τη σπουδαία αξία της ειρήνης και της εξάλειψης του ρατσισμού. Οι γονείς του Ορέστη προσκάλεσαν την οικογένεια του Ομέρ για δείπνο και οι δύο οικογένειες αναχώρησαν από τη δομή και πίσω τα δύο παιδιά αγκαλιασμένα να ακολουθούν τους γονείς τους.
Δύο παιδιά, δύο ζωές, που αρχικά έμοιαζαν σαν δύο παράλληλες ευθείες. Όμως τα φαινόμενα απατούν, το «φαίνεσθαι» δεν ταυτίζεται με το «είναι» και οι δύο παράλληλες ευθείες αποδεικνύονται τελικά τέμνουσες. Σημείο τομής, η μοιραία συνάντηση, που έμελλε να αλλάξει ριζικά τις ζωές δύο οικογενειών προς το καλύτερο. Δυστυχώς όμως, δεν έχουν όλες οι ευθείες σημείο τομής. Πολλές ζωές, πολλές ευθείες θα μείνουν για πάντα ανέγγιχτες, δεθα συναντηθούν ποτέ. Μάλιστα, μερικές ευθείες, μερικές ζωές προσφύγων, μπορεί να μείνουν για πάντα μικρές, να κοπούν απότομα από το καταστρεπτικό ψαλίδι του πολέμου. Δεν είναι λοιπόν όλες οι ευθείες τέμνουσες, ούτε φτάνουν πάντα μακριά, μα όλες έχουν έναν ιερό σκοπό, ανέγγιχτο, που ο καθένας πρέπει να σέβεται και να εκτιμά.