Πόντος είναι η ονομασία της γεωγραφικής περιοχής που αποτελεί παράλληλα και ιστορική περιοχή των βορειοανατολικών ακτών της Μικράς Ασίας, παράλια περιοχή της Καππαδοκίας, ανατολικά της Παφλαγονίας, η οποία σήμερα ανήκει στη Τουρκία.
Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα πεδίο έντονου ελληνικού αποικισμού, αλλά και βασίλειο επί Μιθριδάτη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, αναβίωσε ως ανεξάρτητο κράτος.
Μέχρι το 1923 και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε κατ’ επιταγή της Συνθήκης της Λωζάνης, κατοικούνταν σε σημαντικό ποσοστό από ελληνόφωνους χριστιανούς επί το πλείστον και μουσουλμανικούς σε δεύτερο βαθμό πληθυσμούς.
Από τον Πόντο στη Κατερίνη
Αφήγηση από τον Στυλιανό Τσαουσίδη, 88 ετών σήμερα .
«Τον παππού μου τον Μιχάλη, τον θυμάμαι πάντα με συγκίνηση. Ήταν παλικάρι. Γεννήθηκε στο χωριό Εντίκ Πουάρ, στην επαρχία Έρμπαα στη Σεβάστεια του Πόντου. Η γιαγιά μου η Σταυρούλα, καταγόταν από το χωριό Κόσια, επαρχία Τοκάκ στο νομό Σεβάστειας. Ο ξεριζωμός τους ένωσε.
Το 1919 στη περιοχή εκείνη οπλαρχηγός ήταν ο Κότζα – Αναστάς και βοηθούσε τον κόσμο, όταν κινδύνευε. Οι Τούρκοι όμως μπήκαν στα χωριά μας και σκοτώνανε εν ψυχρώ τον πληθυσμό μας. Έτσι, ο κόσμος για να γλιτώσει, αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά και τα δάση. Ζούσαν εκεί χρόνια ολόκληρα με την ελπίδα της επιστροφής. Εν τω μεταξύ, εκείνο το διάστημα χάθηκε και ο Κοτζά – Αναστάς και δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο η κατάσταση.
Η γιαγιά μου έλεγε ότι στα τρία χρόνια που ήταν στο βουνό Γουρταλάν κοιμόντουσαν κάτω από τις οξιές. Σκεπαζόντουσαν με πάπλωμα και το πρωί δεν μπορούσαν να σηκωθούν, καθώς τους πλάκωνε το χιόνι ( θα ήταν ένα μέτρο). Σκαλίζανε, όταν έλιωνε το χιόνι, κάτω από τα φύλλα της οξιάς και βρίσκανε ένα είδος φυστικιού και τα τρώγανε, για να επιβιώσουν. Τη νύχτα κατέβαιναν κρυφά από το βουνό και πήγαιναν στα κτήματά τους και παίρνανε διάφορα φρούτα και καρπούς για φαγητό, γιατί το βράδυ οι Τούρκοι δεν έκαναν περιπολίες. Όλο αυτό το διάστημα προσεύχονταν και είχαν πίστη μεγάλη. Μάλιστα έλεγαν πως προστάτης τους ήταν ο Άη Γιώργης.
Όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών, ξεκίνησαν με βαριά καρδιά για τη Σαμψούντα και περίμεναν το καράβι να έρθει να τους πάρει για την Ελλάδα. Ο καιρός περνούσε, όμως το καράβι δεν ερχόταν και χρειάζονταν χρήματα. Η γιαγιά μου, λέει, δουλεύανε στα καπνά για μεροκάματο, ώσπου να μπορέσουν να φύγουν. Όταν τελικά μπήκαν στο καράβι, τους πήγαν στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς και από εκεί φύγανε για Τύρναβο. Εκεί έκανε πολύ ζέστη και δεν άντεξαν. Έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στα Σέρβια Κοζάνης, στο χωριό Λεύκαρα. Εκεί η γιαγιά γνώρισε τον παππού και παντρεύτηκαν. Εκείνη ήταν δεκαεννέα χρονών, ενώ εκείνος δεκαέξι χρονών. Νερό έπιναν από το πηγάδι και όταν εκείνο στέρεψε και δεν είχε πλέον νερό, έφυγαν και ήρθαν στη Χράνη του Νομού Πιερίας, όπου μπόρεσαν και έκαναν την οικογένειά τους. Εκεί έμειναν μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Σε όλα αυτά τα χρόνια είχαν μεγάλο καημό για τη πατρίδα τους. Θυμάμαι έλεγαν για τα αίσχη που έκαναν οι Τούρκοι στους χριστιανούς. Έσφαζαν τον κόσμο με το αλυσοπρίονο που έκοβαν τα ξύλα. Άλλοι έμεναν κουτσοί, άλλους τους πέταγαν στον ποταμό Λύκο και άλλους τους έριχναν σε πηγάδια ζωντανούς και από πάνω τους στοιβάζανε τους σκοτωμένους, για να μην μπορούν να βγούνε.
Οι Τούρκοι που ζούσαν τότε μαζί τους έλεγαν: «Aν φύγουν οι Έλληνες, θα πεινάσουμε εμείς». Γιατί οι Έλληνες είχαν όλο το εμπόριο και τον πλούτο. Δεν θέλησαν ποτέ οι παππούδες μου να πάνε να δούνε την πατρίδα τους, γιατί είχαν οργή και θυμό με τους Τούρκους.
Δύσκολα πράγματα, παιδί μου. Να μην τα ζήσει άλλος κανείς. Ο Θεός να μας φυλάει…»
Αφήγηση Στυλιανού Τσαουσίδη
Ευφροσύνη Τσαουσίδου