Μια ιστορία από τον πόλεμο (1941-1944)

Γράφει η Μαρία Νηστικάκη.

 

Η χαρά μας σαν παιδιά ήταν να καθίσουμε γύρω από την γιαγιά μας να μας πει παραμύθια. Η γιαγιά όμως δεν ήξερε τα παραμύθια με την Κοκκινοσκουφίτσα και τον κακό λύκο. Μας έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο και εμείς την ακούγαμε με μεγάλη αφοσίωση και αγωνία. Δεν ακουγόταν ψίθυρος,  προσπαθούσαμε να κρατήσουμε και την αναπνοή μας. Στο χωριό τότε είχε διαταχθεί οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κι έτσι έφτιαξαν καλύβες στις οποίες  ζούσαν. Τα παιδιά δεν πήγαιναν σχολείο μα βοσκούσαν τα ζώα και οι Γερμανοί δε έπαιρναν μέτρα εναντίον τους. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων∙ ένα κορίτσι είχε πάει για βοσκή την κατσίκα της κοντά στα ηλεκτροφόρα σύρματα του αεροδρομίου. Αφού την έδεσε, επέστρεψε στο κατάλυμα.  Ένας ξάδερφος της, που πέρασε από το σημείο και  είδε  ότι η κατσίκα που βοσκούσε δίπλα στα σύρματα, έτρεξε να φωνάξει στο κορίτσι  να πάει να  την πάρει από κει.  Όταν έφτασε το κορίτσι εκεί ήταν αργά, καθώς η κατσίκα από την οποία ζούσε η οικογένεια, είχε καεί. Το κορίτσι δεν ήξερε, έπιασε το σκοινί να την τραβήξει και κάηκε και αυτό∙  την έκαψε το ρεύμα. Μας έλεγε η γιαγιά ότι θυμόταν το χέρι της που ήταν καμένο. Την μετέφεραν οι Γερμανοί  στο ιατρείο τους και έπειτα την παρέδωσαν στην οικογένεια. Ήταν 14 χρονών. Ένα κορίτσι που δεν είχε παίξει ποτέ, που η σκλαβιά το είχε καταραστεί που δεν είχε προλάβει καν να ζήσει. Το τι έγινε στο χωριό ήταν απερίγραπτο… μας τα έλεγε και τα μάτια της βούρκωναν το ίδιο και τα δικά μας. Πέρασαν δύσκολα χρόνια, το έβλεπες στα πρόσωπα τους, το ένιωθες στις ιστορίες τους , αν και με δυσκολία μιλούσαν για αυτά τα γεγονότα που τους είχαν στιγματίσει ολόκληρη την ζωή τους.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης