
Γράφει η Μελάνθη Παπαδάκη.
Η λέξη πόλεμος ήταν κάτι που με φόβιζε και με φοβίζει ακόμα και σήμερα κάθε φορά που την ακούω. Μου έρχονται στο μυαλό οι ιστορίες που έλεγε ο παππούς μου. Το χωριό που μεγάλωσε η οικογένεια μου είναι ο Άγιος Βασίλειος, ένα από τα πολλά χωριά που έκαψαν οι Γερμανοί. Θυμάμαι που μου έλεγε ο παππούς πόσο δύσκολα περνούσαν με τον φόβο της πείνας και τις κακουχίες εκείνης της εποχής. Πωλούσαν όλα τα υπάρχοντα τους για να μπορέσουν να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι, όταν μου διηγούνταν πώς εισέβαλαν στο χωριό μας οι Γερμανοί, σκορπίζοντας το φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους του μικρού αυτού χωριού. Αρχικά, είχαν τοποθετήσει ένα πολυβόλο στο πάνω μέρος του χωριού δίπλα στην εκκλησία και άλλο ένα στο κάτω μέρος σε μια σκεπή, ενώ συγχρόνως είχαν εξαπλωθεί σε όλο το χωριό, ανοίγοντας τις πόρτες των σπιτιών και αρπάζοντας τους άντρες μα και ό,τι άλλο έβρισκαν. Σκότωναν και έσφαζαν σε διάφορα σημεία του χωριού, ενώ κάποιους τους οδηγούσαν στην άκρη του χωριού κάτω από το σχολείο και τους έστηναν στην γραμμή και τους εκτελούσαν. Έσφαξαν αρκετούς, ενώ εκτελέστηκαν 31 άντρες. Λίγοι ήταν αυτοί που κατάφεραν να ξεφύγουν όντας ελαφρώς τραυματισμένοι. Οι Γερμανοί αποχώρησαν από το χωριό μου, αφήνοντας πίσω τους ξεκληρισμένες οικογένειες, πολλά θύματα και ένα ολόκληρο χωριό καμένο.